Σήμερα Γιορτάζουν:

ΜΕΛΑΝΗ

15 Νοεμβρίου 2025

Ήταν εξ’ αρχής ο Covid μια πλεκτάνη της CIA;

Η αποκάλυψη ότι η Κοινότητα Πληροφοριών των Ηνωμένων Πολιτειών – με κεντρικό άξονα τη CIA και το Γραφείο του Διευθυντή της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών – διατηρούσε συστηματικές, τακτικές επαφές με τον Dr. Ralph Baric ήδη από το 2015, συνιστά ένα ακόμη κομμάτι σε ένα μωσαϊκό ενδείξεων που μοιάζει πλέον να δείχνει προς μία κατεύθυνση:

Η πανδημία της Covid-19 δεν ήταν απλώς ένα φυσικό φαινόμενο το οποίο οι κυβερνήσεις απέτυχαν να διαχειριστούν, αλλά μια κρίση στην οποία κρίσιμα τμήματα του αμερικανικού κρατικού μηχανισμού είχαν, αν όχι συμμετοχή στην προέλευση, τότε σίγουρα συμμετοχή στη διαχείριση, στη συγκάλυψη και στην πολιτική της εκμετάλλευση.

Τα νεοδημοσιευμένα email, αποκτηθέντα χάρη στις πολυετείς προσπάθειες του γερουσιαστή Rand Paul, καταδεικνύουν ότι οι υπηρεσίες πληροφοριών συζητούσαν με τον Baric ζητήματα όπως η «εξέλιξη των κορωνοϊών» και η «πιθανή ανθρώπινη προσαρμογή» σε αυτούς ήδη πέντε χρόνια πριν το ξέσπασμα της πανδημίας.

Και όμως, ο Baric – άνθρωπος με αποδεδειγμένες συνεργασίες με το Ινστιτούτο Ιολογίας της Γουχάν και κεντρική φιγούρα σε πειράματα gain-of-function – ουδέποτε κατέθεσε δημόσια για τον ρόλο του. Ούτε ερωτήθηκε σοβαρά. Ούτε λογοδότησε σε κανέναν.

Η Αμερική, η οποία παρουσίασε τον εαυτό της ως η ναυαρχίδα της επιστημονικής διαφάνειας, ως η χώρα που θα «ηγούταν» στην παγκόσμια μάχη κατά του ιού, αποδεικνύεται σήμερα ότι είχε εμπλακεί βαθύτερα και σκοτεινότερα με την ιστορία του SARS-CoV-2 απ’ όσο οποιοσδήποτε πίστευε στις αρχές του 2020.

Οι αποκαλύψεις διαδέχονται η μία την άλλη και σχηματίζουν μια εικόνα όχι απλώς ανεπάρκειας ή προχειρότητας, αλλά ενεργού συμμετοχής στη δημιουργία του προβλήματος, στη συγκάλυψη των αιτιών του και στη χειραγώγηση των επιστημονικών και πολιτικών αφηγήσεων που ακολούθησαν.

Η υπόθεση Baric δεν είναι παρά ένα ακόμη σύμπτωμα μιας ασθένειας πολύ βαθύτερης: της ασυδοσίας της υπηρεσιακής εξουσίας, της αλαζονείας ενός μηχανισμού πληροφοριών που λειτουργεί ανεξέλεγκτα, της πλήρους διάρρηξης της δημοκρατικής λογοδοσίας στην υπερδύναμη που κάποτε διακήρυττε ότι αποτελεί φάρο ελευθερίας.

Το χρονικό που προκύπτει από όσα έχουν αποκαλυφθεί είναι ανατριχιαστικό. Το 2015 η CIA ήδη συζητούσε με τον Baric το πώς οι κορωνοϊοί θα μπορούσαν να προσαρμοστούν στον άνθρωπο.

Το 2019 και στις αρχές του 2020, σύμφωνα με τον βετεράνο δημοσιογράφο Seymour Hersh, η CIA διατηρούσε πράκτορα μέσα στο Ινστιτούτο της Γουχάν, ο οποίος εκτελούσε «επιθετικές και αμυντικές» εργασίες με παθογόνα.

Ο ίδιος πράκτορας, στις αρχές του 2020, φέρεται να ενημέρωσε ότι υπήρξε εργαστηριακό ατύχημα που μόλυνε έναν ερευνητή. Ανάλογες πληροφορίες, για διαρροή εργαστηρίου, είχαν φτάσει σε αμερικανικές υπηρεσίες πολύ νωρίς – και όμως, ο ισχυρισμός αυτός κατεστάλη με λύσσα από τα κορυφαία στελέχη της επιστημονικής και πολιτικής γραφειοκρατίας.

Ο Fauci, ο άνθρωπος που εξέφραζε δημόσια την «ορθόδοξη» γραμμή περί φυσικής προέλευσης, πραγματοποιούσε μυστικές συναντήσεις στα κεντρικά της CIA χωρίς ίχνος καταγραφής εισόδου. Ταυτόχρονα, σύμφωνα με πληροφοριοδότες, η CIA προσέφερε οικονομικά κίνητρα σε επιστήμονες για να αναθεωρήσουν τη θέση τους και να υιοθετήσουν την ερμηνεία ότι ο ιός προήλθε φυσικά από ζώο.

Αν αυτά συνέβαιναν σε οποιαδήποτε άλλη χώρα, η Δύση θα μιλούσε για κρατικό αυταρχισμό, για επέλαση της σκοτεινής εξουσίας, για συντριβή της επιστημονικής ελευθερίας. Αλλά όταν συμβαίνουν μέσα στην καρδιά του αμερικανικού συστήματος, το αφήγημα αλλάζει: τότε η λογοκρισία ονομάζεται «προστασία από παραπληροφόρηση», η συγκάλυψη ονομάζεται «εθνική ασφάλεια» και οι μυστικές συναντήσεις του Fauci με τη CIA γίνονται «διαβούλευση ειδικών». Είναι ίσως η πιο κυνική αντιστροφή της πραγματικότητας από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου.

Κι όμως, η εικόνα δεν σταματά εδώ. Το 2021 επιστήμονες του αμερικανικού υπουργείου Άμυνας είχαν συγκεντρώσει σημαντικά στοιχεία που ενίσχυαν τη θεωρία της διαρροής εργαστηρίου. Η Διευθύντρια της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, Avril Haines, τους απαγόρευσε να παρουσιάσουν τα δεδομένα τους.

Την ίδια χρονιά, η CISA – υπηρεσία του DHS – εγκαθίδρυσε το σύστημα “switchboarding”, μέσω του οποίου κρατικοί υπάλληλοι υπαγόρευαν σε εταιρείες τεχνολογίας ποια άποψη είναι επιτρεπτή και ποια όχι. Η δε σύσταση του «Συμβουλίου Διακυβέρνησης Παραπληροφόρησης» το 2022, ενός πραγματικού Υπουργείου Αλήθειας, δείχνει ότι αν δεν υπήρχε αντίδραση της κοινωνίας, η αμερικανική κυβέρνηση θα προχωρούσε απρόσκοπτα σε καθεστώς επίσημης λογοκρισίας, χωρίς καμία ντροπή.

Αν ενώσει κανείς όλα αυτά τα σημεία, προκύπτει μια ιστορία πολύ διαφορετική από εκείνη που παρουσιάστηκε στο κοινό την άνοιξη του 2020. Μια ιστορία που δεν μιλά απλώς για έναν ιό, αλλά για έναν μηχανισμό εξουσίας που επιχείρησε – και εν πολλοίς κατάφερε – να εργαλειοποιήσει την κρίση για να επεκτείνει την επιρροή του, να ελέγξει την πληροφόρηση, να κατευθύνει την επιστημονική συζήτηση και να εξουδετερώσει κάθε αντίθετη άποψη.

Η πανδημία δεν ήταν μόνο υγειονομική δοκιμασία· ήταν μια απόπειρα αναδιαμόρφωσης της σχέσης κράτους–πολίτη μέσα από το όχημα του φόβου, της τεχνοκρατίας και του απόλυτου ελέγχου.

Και εδώ έρχεται το πιο ανησυχητικό ερώτημα: γιατί όλες αυτές οι ενέργειες συνέπεσαν χρονικά με την άνοδο του λαϊκιστικού κύματος στις ΗΠΑ και στην ευρύτερη Δύση; Γιατί η ίδια περίοδος που βλέπει την άνοδο ενός πολιτικού λόγου που αμφισβητεί τις παγιωμένες ελίτ, είναι και η περίοδος που βλέπει την ενεργοποίηση ενός αδιαφανούς συστήματος ελέγχου που ξεκινά από την κοινωνική δικτύωση και φτάνει μέχρι την ίδια την επιστημονική έρευνα;

Πόσο τυχαίο είναι ότι η άνοδος του Trump το 2015 συμπίπτει με τις πρώτες τακτικές επαφές της CIA με τον Baric; Πόσο τυχαίο είναι ότι οι πανδημικές «ασκήσεις προσομοίωσης» – το Event 201, το Crimson Contagion – εκτελούνταν την ίδια περίοδο που η πολιτική κυριαρχία των παραδοσιακών ελίτ έμπαινε σε κρίση;

Η σκέψη ότι υπήρχε ένα «σχέδιο» για τη χρήση μιας πανδημίας ως εργαλείου διατήρησης της ελίτ είναι ενδεχομένως σοκαριστική, ίσως και τρομακτική. Αλλά όταν τα γεγονότα στοιβάζονται το ένα πάνω στο άλλο, όταν οι αποκαλύψεις έρχονται σωρηδόν, όταν βλέπεις ότι η ίδια Κοινότητα Πληροφοριών που σήμερα παριστάνει τον αθώο παρατηρητή είχε από το 2015 στενή συνεργασία με τον άνθρωπο που κατηγορείται για την ίδια την έρευνα gain-of-function, τότε οφείλεις να θέσεις το ερώτημα, αλλιώς κλείνεις τα μάτια.

Η ιστορία της πανδημίας ίσως αποδειχθεί, εν τέλει, η ιστορία της πλήρους θεσμικής κατάρρευσης της μεταψυχροπολεμικής Δύσης. Η ιστορία του πώς ένα σύστημα που οικοδομήθηκε στη λογοδοσία και στη διαφάνεια μετατράπηκε σταδιακά σε ένα σύστημα όπου οι υπηρεσίες πληροφοριών λειτουργούν χωρίς έλεγχο, όπου οι επιστημονικές απόψεις αγοράζονται, όπου η δημόσια συζήτηση λογοκρίνεται από κυβερνητικούς υπαλλήλους υπόγειων υπηρεσιών.

Η ιστορία του πώς μια δημοκρατία μπορεί να γλιστρήσει προς τον αυταρχισμό όχι με τανκς στους δρόμους αλλά με «εμπειρογνώμονες» στις οθόνες.

Και όμως, σχεδόν τέσσερα χρόνια μετά, καμία επίσημη ανακριτική επιτροπή δεν έχει κλητεύσει τον Baric. Καμία κοινοβουλευτική διαδικασία δεν έχει απαιτήσει ορκωτή κατάθεση από τους αξιωματούχους της CIA που συμμετείχαν στις συναντήσεις του 2015 και των επόμενων ετών.

Κανένα δικαστήριο δεν έχει εξετάσει την πιθανότητα ότι η αμερικανική κυβέρνηση, είτε ενεργητικά είτε παθητικά, συνέβαλε σε μια από τις μεγαλύτερες παγκόσμιες καταστροφές του 21ου αιώνα. Η σιωπή είναι εκκωφαντική. Και η απουσία λογοδοσίας δεν είναι απλώς ντροπή – είναι προειδοποίηση.

Αν κάτι δείχνουν οι αποκαλύψεις, είναι ότι η δημοκρατία στις ΗΠΑ βρίσκεται αντιμέτωπη με τη σκοτεινότερη κρίση της από την εποχή του Watergate. Μόνο που τώρα δεν έχουμε να κάνουμε με έναν πρόεδρο που έκανε κατάχρηση εξουσίας, ούτε με ένα κόμμα που συνωμότησε.

Έχουμε να κάνουμε με έναν μηχανισμό που εκτείνεται πέρα από κυβερνήσεις, πέρα από πρόσωπα, πέρα από κόμματα. Έναν μηχανισμό πληροφοριών που έχει μάθει να λειτουργεί εκτός της δημοκρατικής σφαίρας, να επιλέγει ποια αλήθεια επιτρέπεται να ειπωθεί και ποια όχι, να κατευθύνει ολόκληρη την κοινωνία με «επιστημονικό» και «ασφαλιστικό» μανδύα.

Η υπόθεση Baric πρέπει να γίνει η απαρχή όχι απλώς μιας έρευνας, αλλά μιας συνολικής επανεκτίμησης του ρόλου της Κοινότητας Πληροφοριών στη δημόσια ζωή. Πρέπει να υπάρξουν ενόρκως καταθέσεις. Πρέπει να ανοίξουν όλα τα email, όλα τα πρακτικά, όλες οι εσωτερικές επικοινωνίες.

Πρέπει η CIA, το NIAID, το NIH, η CISA, το DHS, το FBI να καταθέσουν δημόσια – όχι πίσω από κλειστές πόρτες. Πρέπει να μάθουμε ποιος έδωσε τις εντολές, ποιος αποφάσισε τη λογοκρισία, ποιος πίεσε τους επιστήμονες, ποιος δρομολόγησε τις συναντήσεις με τον Baric, ποιος είπε ψέματα στο Κογκρέσο, ποιος έκρυψε δεδομένα, ποιος παρενέβη στον δημόσιο διάλογο.

Αν αυτό δεν συμβεί, η πανδημία δεν θα αποτελεί μόνο μια παγκόσμια τραγωδία αλλά και ένα ιστορικό ορόσημο, τη στιγμή που η δημοκρατία παραδόθηκε αμαχητί στις σκιές. Το ζητούμενο δεν είναι εκδικητικότητα παρά μόνο η αλήθεια και η δικαιοσύνη. Είναι η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης του πολίτη ότι τα κράτη λειτουργούν υπέρ του και όχι ερήμην του. Είναι η γνώση του τι συνέβη, πώς συνέβη και γιατί – ώστε να μη συμβεί ξανά.

Η πανδημία έδειξε ότι η κατάχρηση εξουσίας δεν χρειάζεται στρατεύματα παρά μόνο έναν φόβο παγκόσμιας κλίμακας, ένα αφήγημα, λίγους πρόθυμους επιστήμονες, και έναν μηχανισμό πληροφοριών που λειτουργεί εκτός δημοκρατικού ελέγχου.

Αυτό πρέπει να τελειώσει. Και η αρχή αυτού του τέλους περνά από μια λέξη: λογοδοσία. Αν ο Baric και οι αξιωματούχοι της Κοινότητας Πληροφοριών δεν καταθέσουν ενόρκως, τότε η ιστορία δεν θα γράψει ότι η πανδημία υπήρξε μια τραγωδία. Θα γράψει ότι υπήρξε ένα μάθημα που το ανθρώπινο είδος αρνήθηκε να μάθει.

Ετικέτες: