Ο στίχος «Καλήν ημέρα, άρχοντες» ανήκει σε εκείνες τις φράσεις που δεν ξεχνιούνται. Δεν λειτουργεί απλώς ως εισαγωγή ενός εθιμικού τραγουδιού, αλλά ως φορέας μνήμης, συναισθήματος και συλλογικής εμπειρίας. Ακόμη κι όταν το περιβάλλον που τον γέννησε έχει αλλάξει, ακόμη κι όταν οι συνθήκες της ζωής έχουν απομακρύνει τις κοινωνίες από τις παλιές τους συνήθειες, ο στίχος παραμένει χαραγμένος μέσα μας, ως ηχώ μιας εποχής που συνέδεε τους ανθρώπους με τρόπο άμεσο και αυτονόητο.
Τα παιδιά στις πόλεις δεν λένε πια τα κάλαντα όπως άλλοτε. Τα λένε λιγότερο, πιο διστακτικά, συχνά μόνο σε συγγενικά σπίτια ή σε ελεγχόμενα περιβάλλοντα. Οι απρόσωπες πολυκατοικίες, οι άγνωστοι ένοικοι, η απουσία εμπιστοσύνης και η διάχυτη αίσθηση κινδύνου λειτουργούν αποτρεπτικά. Οι μητέρες προτιμούν να κρατούν τα παιδιά στο σπίτι, να τα προστατεύουν από σκάλες, πόρτες και βλέμματα που δεν γνωρίζουν. Η κοινωνική καθημερινότητα έχει αλλάξει και μαζί της άλλαξε και ο τρόπος με τον οποίο βιώνεται το έθιμο.
Παρά ταύτα, τα κάλαντα των παιδικών μας χρόνων δεν χάθηκαν. Παραμένουν στη μνήμη, επανέρχονται κάθε χρόνο από τα μέσα ενημέρωσης, προβάλλονται σε μουσικές εκτελέσεις, εμφανίζονται ακόμη και σε διεθνή συμφραζόμενα. Δεν είναι τυχαίο ότι φέτος τα ανέδειξαν και ξένα μουσικά σύνολα, επαναφέροντας στο προσκήνιο μια παράδοση που πολλοί θεωρούσαν ξεπερασμένη. Η παράδοση, όσο κι αν την απομακρύνει κανείς, επιστρέφει, όχι ως νοσταλγική αναπαράσταση, αλλά ως υπενθύμιση μιας βαθύτερης ανάγκης.
Αυτή η επιστροφή έχει σημασία. Στη Δύση, περισσότερο απ’ ό,τι στην Ελλάδα, προηγήθηκε μια περίοδος κατά την οποία τα Χριστούγεννα αντιμετωπίστηκαν ως πρόβλημα. Στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης εκδοχής πολυπολιτισμικότητας, η χριστιανική γιορτή θεωρήθηκε δυνητικά αποκλειστική. Σε μεγάλες μητροπόλεις, η παραδοσιακή ευχή αντικαταστάθηκε από ουδέτερες διατυπώσεις, με το επιχείρημα ότι τα Χριστούγεννα συνδέονται με μια θρησκεία και ότι σε σύγχρονες κοινωνίες ζουν άνθρωποι με διαφορετικές πεποιθήσεις ή χωρίς θρησκευτική πίστη.
Η επιχειρηματολογία αυτή επικαλέστηκε την ανάγκη συμπερίληψης και ψυχολογικής άνεσης όλων. Υποστήριξε ότι η δημόσια παρουσία της χριστιανικής γιορτής μπορεί να δημιουργεί αίσθημα αποξένωσης σε όσους δεν συμμερίζονται την ίδια παράδοση. Έτσι, στο όνομα μιας υποτιθέμενης προστασίας, αφαιρέθηκε από τον δημόσιο χώρο ένα από τα πιο ισχυρά πολιτισμικά του σημεία αναφοράς.
Η εξέλιξη αυτή ανέδειξε έναν βαθύτερο παραλογισμό. Σε πολυπολιτισμικές κοινωνίες, η αναγνώριση των γιορτών των άλλων θεωρείται στοιχειώδης πράξη σεβασμού. Όταν φίλοι εβραϊκής πίστης γιορτάζουν τη Χανουκά, τους ευχόμαστε χωρίς δεύτερη σκέψη. Όταν μουσουλμάνοι φίλοι τιμούν το Ραμαζάνι, η ευχή διατυπώνεται αυθόρμητα. Κανείς δεν αισθάνεται προσβεβλημένος από αυτή την αναγνώριση. Παρ’ όλα αυτά, η αντίστοιχη ευχή για τα Χριστούγεννα παρουσιάστηκε ως προβληματική μέσα στις ίδιες κοινωνίες που ιστορικά και πολιτισμικά συγκροτήθηκαν γύρω από τον χριστιανισμό.
Η απαίτηση να απεμπολήσουν οι κοινωνίες αυτές τη δική τους παράδοση, προκειμένου να μην ενοχληθούν όσοι τις επισκέπτονται ή ζουν ως μειονότητες, εισήγαγε μια στρεβλή αντίληψη σεβασμού. Αναγνώρισε δικαιώματα μόνο προς μία κατεύθυνση και αποσύνδεσε την πλειονότητα από την πολιτισμική της ταυτότητα. Η χριστιανική παράδοση δεν αφορά μόνο τη μεταφυσική πίστη, αλλά συνιστά οργανικό στοιχείο της ιστορικής και πολιτισμικής συγκρότησης των κοινωνιών αυτών.
Στο πολιτικό επίπεδο, αυτή η ένταση εκφράστηκε με τρόπο καθαρό. Η αμερικανική κοινωνία, ιδιαίτερα στα μεγάλα αστικά κέντρα, βίωσε μια υπερβολή ενός κακώς νοούμενου δικαιωματισμού που απέκτησε σαφή αντιχριστιανικό χαρακτήρα. Η αντίδραση υπήρξε έντονη και συνέβαλε στην πολιτική επικράτηση δυνάμεων που μίλησαν ανοιχτά για επιστροφή στον σεβασμό της πολιτισμικής ταυτότητας της χώρας. Το σύνθημα περί επανόδου των Χριστουγέννων δεν αφορούσε απλώς μια γιορτή, αλλά τη διεκδίκηση μιας συλλογικής αυτοσυνείδησης.
Το ερώτημα, ωστόσο, παραμένει βαθύτερο. Τι είναι τα Χριστούγεννα; Μια θρησκευτική εορτή ή κάτι ευρύτερο; Η ιστορική τους διαδρομή δείχνει ότι αποτελούν συνέχεια παλαιότερων γιορτών που συνδέονταν με τον κύκλο του φωτός και του σκότους. Στην αρχαία Ελλάδα, τα Κρόνια συνδέονταν με την αφθονία και τη συναδέλφωση, με τελετουργίες όπου οι κοινωνικές διακρίσεις χαλάρωναν και η κοινότητα μοιραζόταν αγαθά. Στη Ρώμη, τα Σατουρνάλια, γύρω από το χειμερινό ηλιοστάσιο, εξέφραζαν την ανάγκη ελπίδας σε μια περίοδο ελάχιστου φωτός, με την πολιτεία να στηρίζει τους αδύναμους.
Η καθιέρωση της γιορτής του Ανίκητου Ήλιου στις 25 Δεκεμβρίου από τον Αυρηλιανό και η μετέπειτα ταύτισή της με τη Γέννηση του Χριστού ενσωμάτωσαν αυτό το συμβολικό φορτίο σε ένα νέο πλαίσιο. Η ημερομηνία διατηρήθηκε, το περιεχόμενο μεταμορφώθηκε, το μήνυμα απέκτησε νέα διάσταση. Η γιορτή συνέχισε να σηματοδοτεί τη μετάβαση από το σκοτάδι στο φως, από την απελπισία στην προσδοκία.
Μέσα από αυτή τη διαδρομή γεννήθηκε η Δύση ως ενιαία πολιτισμική μήτρα. Η κοινή ημερομηνία, το κοινό τελετουργικό, η κοινή αφήγηση συγκρότησαν έναν κόσμο που, παρά τις εσωτερικές του συγκρούσεις, μοιραζόταν βασικούς συμβολισμούς. Τα Χριστούγεννα συνόδευσαν τον Μεσαίωνα, την Αναγέννηση, τον Διαφωτισμό και διαμόρφωσαν το συλλογικό υποσυνείδητο των λαών. Δεν εξάλειψαν τις διαφορές, δημιούργησαν όμως έναν κοινό τόπο συνάντησης.
Η σημασία τους δεν εξαρτάται από την προσωπική πίστη. Το μήνυμα της ταπεινότητας και της ελπίδας λειτουργεί σε επίπεδο ανθρώπινο. Αγγίζει την ανάγκη για επικοινωνία, για υπέρβαση της απομόνωσης, για άνοιγμα προς τον άλλον. Έστω και για μία ημέρα, οι άνθρωποι χαμογελούν, ανταλλάσσουν δώρα, μοιράζονται χρόνο και μνήμη.
Η σκέψη μιας κοινωνίας χωρίς Χριστούγεννα αποκαλύπτει το μέγεθος της απώλειας. Μαζί τους θα χάνονταν κομμάτια της μουσικής, της λογοτεχνίας, της τέχνης που διαμόρφωσαν τον συναισθηματικό μας κόσμο. Θα χάνονταν οι ύμνοι, τα έργα, οι αφηγήσεις που συνέδεσαν γενιές. Δεν πρόκειται για απελευθέρωση, αλλά για απογύμνωση από ό,τι κουβαλάμε μέσα μας.
Και φτάσαμε σήμερα να ξαναψάχνουμε τα αυτονόητα και να υπερασπιζόμαστε τις καλύτερες αναμνήσεις και τις πιο ανθρώπινες μνήμες μας, ό,τι νοσταλγούμε κι ό,τι ελπίζουμε και πάνε να τα ξεριζώσουν, φτάσαμε στο σημείο να είναι πια πράξη συμβολικής ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ να λέμε «Καλά Χριστούγεννα» και όχι απλώς «Καλές Γιορτές», και να ελπίζουμε και στην «Ανάσταση», γιατί εδώ που φτάσαμε, την έχουμε απόλυτα ανάγκη.
Πιο Δημοφιλή
Ο Μητσοτάκης ως ιδεολογικό υβρίδιο νεοφιλελευθερισμού και οικογενειοκρατίας
12 τόνους ακατάλληλα προϊόντα ετοιμάζονταν να ρίξουν στην αγορά στις εορτές
Η Τουρκία περικυκλώνεται στρατηγικά
Πιο Πρόσφατα
AgoraEU: Δισεκατομμύρια για «αξίες» και πολιτιστική ατζέντα των Βρυξελλών