Σήμερα Γιορτάζουν:

ΜΕΛΑΝΗ

Κυβερνητικό σχέδιο για τη Στέγη: Ενισχύσεις και επιδότηση για επιστροφή κλειστών σπιτιών στην αγορά

Η κυβέρνηση προχωρά σε νέο πακέτο μέτρων για την αντιμετώπιση του στεγαστικού προβλήματος, το οποίο παραμένει σε οξεία φάση, με τον Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη να προαναγγέλλει σημαντικές παρεμβάσεις ενόψει της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης. Στόχος είναι η ενίσχυση και η διεύρυνση των υπαρχόντων εργαλείων στήριξης, ώστε να αυξηθεί η διαθεσιμότητα κατοικιών και να επανενταχθούν στην αγορά τα χιλιάδες κλειστά ακίνητα που παραμένουν ανεκμετάλλευτα.

Ο Πρωθυπουργός, σε συνέντευξή του στον τηλεοπτικό σταθμό ΣΚΑΪ, υπογράμμισε την ανάγκη για άμεση αξιοποίηση του υφιστάμενου οικιστικού αποθέματος, δηλώνοντας χαρακτηριστικά ότι «πρέπει να βρούμε τρόπους τα κλειστά σπίτια να ξαναβγούν στην αγορά». Παράλληλα, άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο επέκτασης των σημερινών χρηματοδοτικών προγραμμάτων, με την προσθήκη απευθείας επιδοτήσεων, πέραν των δανείων.

Αναφέρθηκε συγκεκριμένα στο ήδη υφιστάμενο επισκευαστικό πρόγραμμα, το οποίο προσφέρει δάνεια με μηδενικό επιτόκιο μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης, επισημαίνοντας όμως ότι η υλοποίηση τέτοιων σχεδίων συχνά απαιτεί πρόσθετη οικονομική ενίσχυση. Όπως είπε, «μπορείς να πάρεις δάνειο με μηδενικό επιτόκιο για να επισκευάσεις το σπίτι σου, αλλά αυτό μερικές φορές δεν φτάνει, μπορεί να χρειάζεται και μια επιδότηση». Στο πλαίσιο αυτό, το κυβερνητικό επιτελείο επεξεργάζεται τη δημιουργία ενός συμπληρωματικού πλέγματος μέτρων που θα διευκολύνει ουσιαστικά την ενεργοποίηση ιδιωτικών ακινήτων και θα συμβάλει στην αποσυμφόρηση της στεγαστικής κρίσης.

Περίπου 700.000 κατοικίες παραμένουν κλειστές σε όλη τη χώρα, με τις 120.000 εξ αυτών να βρίσκονται μόνο στην Αττική, την ώρα που η στεγαστική κρίση πιέζει ολοένα και περισσότερο τα νοικοκυριά. Η κυβέρνηση, με σαφή στρατηγικό στόχο την άμεση ενίσχυση της προσφοράς κατοικιών, κινείται αποφασιστικά προς την ενεργοποίηση αυτού του τεράστιου ανεκμετάλλευτου αποθέματος, χωρίς να προκαλέσει δημοσιονομικό κόστος.

Το οικονομικό επιτελείο επεξεργάζεται σενάρια αξιοποίησης υφιστάμενων ευρωπαϊκών πόρων και εργαλείων, εστιάζοντας σε λύσεις που ενισχύουν την προσφορά κατοικιών χωρίς επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού. Στο πλαίσιο αυτό, ο αναπληρωτής υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Νίκος Παπαθανάσης, προχωρά σε διερεύνηση δυνατοτήτων αναθεώρησης του ΕΣΠΑ, προκειμένου να εξασφαλιστούν πρόσθετοι χρηματοδοτικοί πόροι.

Η κατεύθυνση είναι σαφής: επαναφορά των κλειστών κατοικιών στην ενεργό οικιστική αγορά μέσα από ένα μείγμα άτοκων δανείων, στοχευμένων επιδοτήσεων και αξιοποίησης κοινοτικών κονδυλίων. Πρόκειται για ένα σχέδιο με τεχνική και πολιτική πρόκληση, αλλά και με ισχυρή κοινωνική και οικονομική στόχευση, σε μια περίοδο όπου η πρόσβαση στη στέγη αποτελεί κρίσιμο ζήτημα για χιλιάδες πολίτες.

Παρά τις ιδιαίτερα ευνοϊκές προϋποθέσεις του προγράμματος «Αναβαθμίζω το Σπίτι μου», που προσφέρει άτοκα δάνεια από 5.000 έως 25.000 ευρώ με αποπληρωμή σε επτά χρόνια, η ανταπόκριση των πολιτών παραμένει απογοητευτικά χαμηλή. Μέχρι στιγμής, έχουν εκταμιευθεί μόλις 16,9 εκατομμύρια ευρώ προς 1.335 νοικοκυριά, από σύνολο 1.780 εγκεκριμένων αιτήσεων και συνολικό διαθέσιμο προϋπολογισμό 31,5 εκατομμυρίων ευρώ. Το ποσοστό απορρόφησης δεν ξεπερνά το 8,2%, γεγονός που γεννά ερωτήματα για την αποτελεσματικότητα του προγράμματος και την επικοινωνιακή του προώθηση.

Το πρόγραμμα, που στόχο έχει να ενθαρρύνει την επισκευή και ενεργειακή αναβάθμιση κατοικιών, φαίνεται να σκοντάφτει είτε στην ελλιπή ενημέρωση του κοινού είτε στην αίσθηση «χαλαρής» χρονικής πίεσης, αφού η προθεσμία για αιτήσεις λήγει στο τέλος του έτους. Παρότι τα δάνεια θεωρούνται ιδιαίτερα συμφέροντα, με μηδενικό επιτόκιο και ευνοϊκή διάρκεια αποπληρωμής, οι πολίτες φαίνεται να τηρούν στάση αναμονής.

Η εικόνα αυτή αναδεικνύει το χάσμα μεταξύ σχεδιασμού και υλοποίησης, καθώς και την ανάγκη για πιο στοχευμένη πληροφόρηση και ενδεχομένως απλοποίηση διαδικασιών, ώστε τα εργαλεία στήριξης να φτάνουν έγκαιρα και ουσιαστικά σε όσους τα έχουν ανάγκη.

Το πρόγραμμα «Αναβαθμίζω το Σπίτι μου» δίνει τη δυνατότητα στους πολίτες να αποκτήσουν άτοκο δάνειο έως 25.000 ευρώ για την ενεργειακή και λειτουργική αναβάθμιση των κατοικιών τους — είτε πρόκειται για κύρια είτε για δευτερεύουσα κατοικία, υπό την προϋπόθεση ότι δεν είναι εκμισθωμένες και δεν έχουν λάβει επιδότηση από άλλο πρόγραμμα από την 1η Ιανουαρίου 2020 και μετά. Παρά τις εξαιρετικά ευνοϊκές συνθήκες, η συμμετοχή παραμένει χαμηλή, εγείροντας ερωτήματα για τη διάχυση της πληροφόρησης και την απήχηση του προγράμματος.

Δικαιούχοι είναι φυσικά πρόσωπα που διαθέτουν εμπράγματο δικαίωμα σε μία μόνο κατοικία ανά ΑΦΜ — είτε πλήρη κυριότητα, είτε επικαρπία, είτε ψιλή κυριότητα. Ωστόσο, τα στοιχεία δείχνουν ότι η εφαρμογή του μέτρου δεν έχει μεταφραστεί σε αντίστοιχο ενδιαφέρον: με μόλις 1.335 εκταμιεύσεις επί 1.780 εγκεκριμένων αιτήσεων και προϋπολογισμό 31,5 εκατ. ευρώ, έχουν απορροφηθεί μόλις 16,9 εκατ., δηλαδή περίπου το 8,2% των διαθέσιμων πόρων.

Η δυσκινησία αυτή αποδίδεται είτε στην ανεπαρκή ενημέρωση των δικαιούχων είτε στο γεγονός ότι πολλοί δεν αισθάνονται πίεση να δράσουν άμεσα, καθώς η καταληκτική ημερομηνία για την υποβολή αιτήσεων είναι στο τέλος του έτους. Το κενό ανάμεσα στην ύπαρξη του μέτρου και την αξιοποίησή του επιβεβαιώνει ότι οι πολιτικές στήριξης, για να είναι αποτελεσματικές, χρειάζονται όχι μόνο καλά σχεδιασμένους όρους, αλλά και στοχευμένη κινητοποίηση.

Το πρόγραμμα «Αναβαθμίζω το Σπίτι μου» προσφέρει γενναία χρηματοδοτικά κίνητρα για την ενεργειακή αναβάθμιση κατοικιών, με επιλέξιμες παρεμβάσεις που καλύπτουν από θερμομόνωση και ενεργειακά κουφώματα μέχρι φωτοβολταϊκά και πράσινες στέγες. Περιλαμβάνει επίσης την εγκατάσταση ηλιακών θερμοσιφώνων, συστημάτων ψύξης/θέρμανσης με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, καθώς και υποδομές αποθήκευσης ενέργειας, ενώ τεχνική υποστήριξη και ΦΠΑ ενσωματώνονται στο συνολικό κόστος που καλύπτεται μέσω του δανείου.

Οι αιτήσεις γίνονται αποκλειστικά μέσω συνεργαζόμενων τραπεζών, με τον συνολικό προϋπολογισμό να ανέρχεται σε 400 εκατομμύρια ευρώ. Από αυτά, το 75% προέρχεται από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και το υπόλοιπο από τραπεζικά κεφάλαια. Το σημαντικότερο: το επιτόκιο για το τμήμα του δανείου που προέρχεται από το Ταμείο Ανάκαμψης είναι μηδενικό, ενώ το επιτόκιο για το ποσό που καλύπτουν οι τράπεζες επιδοτείται στο σύνολό του από το Δημόσιο — στην πράξη, το δάνειο είναι πλήρως άτοκο.

Παρά το εξαιρετικά ελκυστικό οικονομικό πακέτο και τη δυνατότητα αναβάθμισης παλαιών και ανενεργών κατοικιών με μηδενικό χρηματοπιστωτικό κόστος, η ανταπόκριση παραμένει χαμηλή. Η έλλειψη πληροφόρησης και η απουσία αίσθησης επείγοντος φαίνεται να αποδυναμώνουν την απήχηση ενός κατά τα άλλα ισχυρού εργαλείου που θα μπορούσε να δώσει ώθηση στην αγορά ακινήτων και στην ενεργειακή απόδοση του οικιστικού αποθέματος. Με τα χρονικά περιθώρια να μετρούν αντίστροφα και τον στόχο της ενεργοποίησης 700.000 κλειστών κατοικιών να παραμένει φιλόδοξος, το στοίχημα της αξιοποίησης μοιάζει να είναι περισσότερο επικοινωνιακό και οργανωτικό παρά οικονομικό.