Σήμερα Γιορτάζουν:

ΜΕΛΑΝΗ

Λειψυδρία «made in Greece»: Όταν το πρόβλημα δεν είναι η φύση, αλλά οι σωλήνες

Η Ελλάδα αντιμετωπίζει ένα όλο και πιο πιεστικό πρόβλημα, το οποίο δεν σχετίζεται μόνο με την κλιματική αλλαγή ή την ανομβρία, αλλά με τη δομή και τη διαχείριση του ίδιου του συστήματος ύδρευσης της. Η λειψυδρία εξελίσσεται σε ζήτημα εθνικής σημασίας και απειλεί ευθέως την κοινωνική συνοχή, τη δημόσια υγεία, την αγροτική παραγωγή και τη βιωσιμότητα των αστικών κέντρων. Παρά το γεγονός ότι η χώρα διαθέτει σημαντικούς υδατικούς πόρους σε σχέση με τον πληθυσμό της, η σπατάλη και η κακή διαχείριση του νερού αποδεικνύονται μεγαλύτερη απειλή από την ίδια τη φύση.

Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, η Ελλάδα χάνει έως και το 50% του πόσιμου νερού που διοχετεύεται στα δίκτυα ύδρευσης, κυρίως λόγω διαρροών και κακής συντήρησης. Το ποσοστό αυτό είναι σχεδόν διπλάσιο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ο οποίος κυμαίνεται περίπου στο 23%. Το γεγονός ότι η μισή ποσότητα νερού που μεταφέρεται προς τους καταναλωτές δεν φτάνει ποτέ στη βρύση τους, συνιστά ένα σύστημα σε αποσύνθεση, το οποίο αποστραγγίζει πολύτιμους φυσικούς και οικονομικούς πόρους χωρίς ανταπόδοση.

Η εικόνα επιβεβαιώνεται και από το ρεπορτάζ διεθνών μέσων ενημέρωσης, όπως ο Independent, που ανέδειξε το ζήτημα της λειψυδρίας στην Αργολίδα, μια περιοχή με έντονη γεωργική δραστηριότητα, η οποία εξαρτάται από παλαιωμένα και προβληματικά αρδευτικά συστήματα. Οι κάτοικοι μιλούν για γεωτρήσεις που έχουν στερέψει, για καλλιέργειες που μαραίνονται και για έναν γενικευμένο φόβο ότι οι επόμενοι μήνες θα είναι ακόμη πιο δύσκολοι. Παρόμοια φαινόμενα καταγράφονται και σε άλλες περιοχές της χώρας, όπως η Κρήτη, τα Δωδεκάνησα και η Θεσσαλία, με την τελευταία να βιώνει τις επιπτώσεις της πλημμύρας «Daniel», η οποία, αν και καταστροφική, δεν κατάφερε να ανακουφίσει τους υδατικούς πίνακες που υποφέρουν από δεκαετίες υπεράντλησης.

Λειψυδρία «made in Greece»: Όταν το πρόβλημα δεν είναι η φύση, αλλά οι σωλήνες v3232561
Μια άποψη ενός από τα κανάλια άρδευσης που τροφοδοτούν πορτοκαλιές στην περιοχή της Αργολίδας, κοντά στο Ναύπλιο, Ελλάδα, 4 Φεβρουαρίου 2025

Η εικόνα είναι εξίσου ανησυχητική και στην Αττική, όπου τα αποθέματα νερού έχουν μειωθεί δραματικά μέσα σε δύο μόλις χρόνια. Συγκεκριμένα, το 2022 τα αποθέματα έφταναν τα 891,8 εκατομμύρια κυβικά μέτρα, ενώ το 2024 μειώθηκαν στα 632,6 εκατομμύρια κυβικά. Πρόκειται για μείωση σχεδόν 30%, η οποία θέτει υπό αμφισβήτηση την επάρκεια ύδρευσης του πολεοδομικού συγκροτήματος της Αθήνας και του Πειραιά, το οποίο φιλοξενεί σχεδόν τον μισό πληθυσμό της χώρας. Η ΕΥΔΑΠ έχει εκφράσει την ανησυχία της και επεξεργάζεται σενάρια περιορισμών στην κατανάλωση, ειδικά κατά τους καλοκαιρινούς μήνες.

Ένα από τα βασικά αίτια της σπατάλης είναι η παλαιότητα των υποδομών. Σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, το δίκτυο ύδρευσης έχει ηλικία άνω των 50 ή και 60 ετών. Οι σωλήνες είναι φθαρμένοι, οι ενώσεις ευάλωτες και οι βλάβες συχνές. Ειδικά σε απομακρυσμένα χωριά ή σε μικρούς δήμους, όπου δεν υπάρχουν επαρκή κονδύλια συντήρησης ή τεχνικό προσωπικό, το πρόβλημα διογκώνεται. Χαρακτηριστικό είναι ότι πολλοί δήμοι δεν διαθέτουν καν ακριβείς χάρτες των υπόγειων δικτύων, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις δεν υπάρχει ούτε ψηφιακή αποτύπωση, γεγονός που καθιστά τον εντοπισμό των διαρροών εξαιρετικά δύσκολο και χρονοβόρο.

Οικονομικές και κοινωνικές προεκτάσεις

Οι οικονομικές συνέπειες αυτής της κατάστασης είναι τεράστιες. Εκτιμάται ότι η Ελλάδα χάνει περίπου 58 εκατομμύρια κυβικά μέτρα πόσιμου νερού τον χρόνο, ποσότητα που αντιστοιχεί στην ετήσια κατανάλωση μιας πόλης 600.000 κατοίκων. Αυτό μεταφράζεται σε άμεσες οικονομικές απώλειες εκατομμυρίων ευρώ, καθώς απαιτούνται ενεργειακοί και υλικοί πόροι για την άντληση, μεταφορά και επεξεργασία του νερού που τελικά χάνεται. Επιπλέον, το κόστος μετακυλίεται στους καταναλωτές, είτε μέσω αυξημένων τιμολογίων, είτε μέσω έμμεσων επιβαρύνσεων για την κάλυψη της χαμένης ποσότητας.

Όμως το όλο ζήτημα έχει και κοινωνικές προεκτάσεις. Η άνιση κατανομή του νερού δημιουργεί συνθήκες ανισότητας, καθώς περιοχές με προβληματικά δίκτυα αντιμετωπίζουν διακοπές, χαμηλή πίεση και κακή ποιότητα νερού. Σε τουριστικές περιοχές, το πρόβλημα εντείνεται κατά τη θερινή περίοδο, όταν η ζήτηση αυξάνεται εκθετικά. Σε πολλές νησιωτικές περιοχές, η υδροδότηση εξαρτάται από υδροφόρες, γεγονός που όχι μόνο επιβαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό αλλά και εντείνει την ανασφάλεια των κατοίκων και των επιχειρηματιών.

Παρά τις προειδοποιήσεις ειδικών και διεθνών οργανισμών, οι πολιτικές αντιμετώπισης του προβλήματος δεν έχουν αποδώσει σημαντικά αποτελέσματα. Το Εθνικό Επιχειρησιακό Σχέδιο για το Πόσιμο Νερό προβλέπει επενδύσεις ύψους 5,9 δισ. ευρώ για την επόμενη δεκαετία, εκ των οποίων 2 δισ. αφορούν νέα έργα και 3,9 δισ. την αναβάθμιση των υπαρχόντων υποδομών. Ωστόσο, μέχρι στιγμής η απορρόφηση των κονδυλίων είναι χαμηλή και πολλά έργα καθυστερούν λόγω γραφειοκρατίας, έλλειψης μελετών ή αδυναμίας των δήμων να τα υλοποιήσουν.

Ένα ακόμα ζήτημα είναι η απουσία συστηματικής παρακολούθησης και ελέγχου των διαρροών. Παρά τις δυνατότητες που προσφέρει η σύγχρονη τεχνολογία — όπως αισθητήρες πίεσης, έξυπνοι μετρητές και γεωγραφικά πληροφοριακά συστήματα — ελάχιστοι οργανισμοί ύδρευσης στην Ελλάδα έχουν υιοθετήσει τέτοιες λύσεις σε ευρεία κλίμακα. Το αποτέλεσμα είναι ότι η ανίχνευση των βλαβών γίνεται καθυστερημένα, όταν πλέον η ζημιά έχει γίνει, και η επισκευή είναι πιο δαπανηρή.

Ο αγροτικός τομέας, που ευθύνεται για το 80% της συνολικής κατανάλωσης νερού στην Ελλάδα, βρίσκεται επίσης στο επίκεντρο της συζήτησης. Οι πρακτικές άρδευσης παραμένουν σε μεγάλο βαθμό αναχρονιστικές, με συστήματα που σπαταλούν τεράστιες ποσότητες νερού, συχνά αχρείαστα. Η «γεωργία ακριβείας», που βασίζεται στη χρήση αισθητήρων, δορυφορικών δεδομένων και αυτοματοποιημένων ποτιστικών, εφαρμόζεται μόνο σε περιορισμένη κλίμακα. Εδώ απαιτείται ένα συνδυαστικό μοντέλο επιδοτήσεων, εκπαίδευσης των αγροτών και αναδιάρθρωσης των καλλιεργειών ώστε να μειωθεί η εξάρτηση από υδροβόρα προϊόντα.

Λειψυδρία «made in Greece»: Όταν το πρόβλημα δεν είναι η φύση, αλλά οι σωλήνες v1889429444

Η λύση στο πρόβλημα της λειψυδρίας δεν μπορεί να έρθει μόνο με τεχνικά μέσα. Απαιτείται μια συνολική αλλαγή κουλτούρας σε ό,τι αφορά τη χρήση του νερού. Η εξοικονόμηση πρέπει να γίνει συλλογικός στόχος, με εκστρατείες ενημέρωσης, ενίσχυση της περιβαλλοντικής εκπαίδευσης και κίνητρα προς τους πολίτες και τις επιχειρήσεις για τη μείωση της κατανάλωσης. Πρέπει επίσης να ενισχυθεί το θεσμικό πλαίσιο, με αυστηρότερους ελέγχους, αντικίνητρα στη σπατάλη και ουσιαστική ενθάρρυνση της ανακύκλωσης νερού, ιδίως στις τουριστικές και βιομηχανικές μονάδες.

Τον ερχόμενο μήνα, για πρώτη φορά, η Κομισιόν αναμένεται να εκπονήσει σχέδιο, βάσει του οποίου θα ζητά από τα κράτη-μέλη να μειώσουν την κατανάλωση ύδατος κατά τουλάχιστον 10% έως το 2030. Ενδεικτικό του τρόπου με τον οποίο η Ευρώπη αντιμετωπίζει την αποδοτικότητα στη χρήση των υδάτινων πόρων είναι και η δήλωση της επιτρόπου Περιβάλλοντος της Ε.Ε., Γιέσικα Ρούσβαλ, η οποία ανέφερε στους «Financial Times» πως «πρέπει να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε σοβαρά το πώς χρησιμοποιούμε το νερό, ακόμα και όταν κάνουμε ντους».

Όπως εκτιμάται λοιπόν, το νέο σχέδιο της Ε.Ε. θα ορίζει τρόπους για να ενισχυθεί η ανεκτικότητα της Ένωσης απέναντι στο μεγάλο αυτό πρόβλημα, ενθαρρύνωντας τα κράτη-μέλη να επενδύσουν περισσότερο σε υποδομές, όπως δίκτυα αγωγών, αντλιοστάσια και εγκαταστάσεις επεξεργασίας λυμάτων.

Η λειψυδρία στην Ελλάδα τώρα, δεν είναι πια ένας ασαφής μελλοντικός κίνδυνος — είναι παρόν και εξελίσσεται με ταχύτητα. Αν η χώρα δεν αναλάβει άμεσα δράση σε επίπεδο κρατικής πολιτικής, τοπικής αυτοδιοίκησης και κοινωνίας των πολιτών, το νερό θα μετατραπεί σε παράγοντα κρίσης. Και τότε, η διψασμένη Ελλάδα θα έχει στερέψει όχι επειδή δεν είχε πόρους, αλλά επειδή δεν τους διαχειρίστηκε σωστά.

Ετικέτες: