Μια επικίνδυνη σκακιέρα ο Θαλάσσιος Χωροταξικός Σχεδιασμός: Η κίνηση που αναζωπυρώνει το ηφαίστειο των Ελληνοτουρκικών Σχέσεων
Ο θαλάσσιος χωροταξικός σχεδιασμός, που σε επίπεδο παρουσιάζεται ως εργαλείο βιώσιμης ανάπτυξης και ισόρροπης διαχείρισης των θαλάσσιων πόρων, έχει μετατραπεί σε εργαλείο γεωπολιτικής πίεσης και διακρατικής αντιπαράθεσης στην Ανατολική Μεσόγειο. Στην περίπτωση της Ελλάδας και της Τουρκίας, κάθε απόπειρα οριοθέτησης χρήσεων στον θαλάσσιο χώρο, είτε αφορά ενεργειακά έργα είτε θαλάσσιες προστατευόμενες περιοχές είτε υποδομές μεταφορών και επικοινωνιών, ενεργοποιεί το σύνολο των διμερών διαφορών και εντάσεων. Ο σχεδιασμός που στα χαρτιά θα έπρεπε να είναι ένα τεχνοκρατικό εργαλείο, στην πράξη μετατρέπεται σε πεδίο διεκδικήσεων, αμφισβητήσεων και σιωπηρών ή ρητών απειλών.
Η Τουρκία εδώ και καιρός έχει επιδείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την εκμετάλλευση και ρύθμιση των θαλάσσιων ζωνών, ιδίως μετά την υπογραφή του τουρκο-λιβικού μνημονίου το 2019, το οποίο αμφισβητεί ευθέως την επήρεια ελληνικών νησιών σε θαλάσσιες ζώνες. Παράλληλα, μέσω της λεγόμενης “Γαλάζιας Πατρίδας”, προωθεί ένα αφήγημα κυριαρχίας σε εκτεταμένα τμήματα του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου, προβάλλοντας τις ερμηνείες για το Δίκαιο της Θάλασσας, τις άλλες ούτε η Ελλάδα ούτε η διεθνής κοινότητα αποδίδεται. Η κάθε κίνηση από την ελληνική πλευρά προς μια πιο συστηματική χωροταξική διαχείριση του θαλάσσιου χώρου – ακόμη και στο πλαίσιο συμμόρφωσης με ευρωπαϊκές οδηγίες – εκλαμβάνεται από την Άγκυρα ως πρόκληση ή ως απόπειρα μονομερούς κατοχύρωσης κυριαρχικών δικαιωμάτων.
Η υιοθέτηση εθνικού θαλάσσιου χωροταξικού σχεδίου, ιδίως όταν περιλαμβάνει περιοχές υψηλής γεωστρατηγικής σημασίας όπως το Καστελλόριζο, το σύμπλεγμα της Μεγίστης ή περιοχές κοντά στο σύνορο της ελληνικής και κυπριακής ΑΟΖ, αποτελεί δυνητικά πυροκροτητή εντάσεων. Η Τουρκία δεν διστάζει να αντιδρά με μια ρητορική, στρατιωτικές έρευνες με πλοία όπως το Oruc Reis ή Navtex που αμφισβητούν την ελληνική δικαιοδοσία. Ο θαλάσσιος χωροταξικός σχεδιασμός, αντί να λειτουργεί ως μέσο εσωτερικής ανασυγκρότησης και επενδυτικού σχεδιασμού, μετατρέπεται έτσι σε προβολή ισχύος και συμβολικών κινήσεων, όπου το κάθε σημείο του χάρτη είναι μια πιθανή σπίθα κρίσης.
Η Ελλάδα βρίσκεται μπροστά σε μια δύσκολη εξήγηση. Από τη μία, έχει την υποχρέωση να προχωρήσει στον χωροταξικό σχεδιασμό βάσει των δεσμεύσεων της ως κράτος-μέλος της ΕΕ. Από την άλλη, κάθε τέτοια κίνηση ενδέχεται να προκαλέσει τουρκικές αντιδράσεις, οι οποίες δεν περιορίζονται μόνο στο διπλωματικό, αλλά επεκτείνονται σε στρατιωτικές ασκήσεις, παραβιάσεις, ακόμα και εργαλειοποίηση προσφυγικών ροών. Η σκακιέρα δεν είναι μόνο γεωγραφική αλλά και θεσμική: οι κινήσεις της Ελλάδας κρίνονται στο εσωτερικό, από τους παράγοντες που επηρεάζουν τόσο από τις χρήσεις του θαλάσσιου χώρου, όσο και στο εξωτερικό, από εταίρους και ανταγωνιστές που παρακολουθούν πώς εξελίσσεται η γεωπολιτική ισορροπία στην περιοχή.
Η ουσία είναι πως σε μια εποχή κλιμακούμενων κρίσεων και αστάθειας, ο θαλάσσιος χωροταξικός σχεδιασμός δεν μπορεί να θεωρείται ουδέτερη τεχνική διαδικασία. Στην περίπτωση της Ελλάδας και της Τουρκίας, κάθε πρωτοβουλία φέρει βαρύ γεωπολιτικό φορτίο και απαιτεί τέτοιο σχεδιασμό, συντονισμό και πολιτική ωριμότητα. Δεν είναι απλώς μια γραφειοκρατική υποχρέωση. Είναι μια κίνηση στη σκακιέρα ενός εκρηκτικού γεωστρατηγικού παιχνιδιού, όπου κάθε λάθος ή παρερμηνεία μπορεί να φέρει την επόμενη κρίση.
Με μια αιφνιδιαστική, αλλά προετοιμασμένη κίνηση, η ελληνική καλά κυβέρνηση εφαρμόζει την εφαρμογή του Θαλάσσιου Χωροταξικού Σχεδιασμού (ΘΧΣ), προκαλώντας άμεσες αντιδράσεις και έντονο ενδιαφέρον εντός και εκτός συνόρων. Αν και παρουσιάζεται ως τεχνικό και αναπτυξιακό εργαλείο, το περιεχόμενο και το timing της ανακοίνωσης φανερώνουν έναν ξεκάθαρο στόχο: τη χαρτογράφηση, για πρώτη φορά σε επίσημο έγγραφο, των μεγάλων δυνητικών ορίων της ελληνικής υφαλοκρηπίδας. Η κίνηση αυτή δεν είναι απλώς μια θεσμική υποχρέωση στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών πολιτικών. Είναι μια πολιτική δήλωση ισχύος, με σαφές μήνυμα προς κάθε κατεύθυνση: Η Ελλάδα δεν αρκείται σε ρητορικές τοποθετήσεις αλλά προχωρά σε πράξεις που ενισχύουν την κυριαρχική της παρουσία.
Κυβερνητικές πηγές τόνισαν ότι πρόκειται για μια πράξη εθνικής υπευθυνότητας και ρεαλισμού, σε έναν κόσμο όπου η αδράνεια ερμηνεύεται ως αδυναμία. Η οριοθέτηση των χρήσεων στη θάλασσα, όπως η αλιεία, η ενέργεια, η προστασία του περιβάλλοντος ή οι θαλάσσιες μεταφορές, αποκτά ξεχωριστή βαρύτητα όταν εκτείνεται σε περιοχές που βρίσκονται στο επίκεντρο των ελληνοτουρκικών διαφορετικών. Ο ΘΧΣ, χωρίς να αλλάζει το νομικό καθεστώς των θαλάσσιων ζωνών, εντούτοις δημιουργεί ένα τετελεσμένο πεδίο εθνικού σχεδιασμού, το οποίο αναγνωρίζεται θεσμικά από την Ευρωπαϊκή Ένωση και, κατ’ επέκταση, ενισχύει το διεθνές αποτύπωμα της ελληνικής θέσης.
Ο υπουργός Εξωτερικών, Γιώργος Γεραπετρίτης, σχολίασε δημόσια ότι οι τουρκικές αντιδράσεις ήταν αναμενόμενες και δεν αιφνιδίασαν την Αθήνα. Αντίθετα, η Ελλάδα δείχνει προς την Άγκυρα τον δρόμο του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, στηρίζοντας τη στρατηγική της στο Διεθνές Δίκαιο και αποφεύγοντας την παγίδα της κλιμάκωσης. Η ελληνική πλευρά επιλέγει να ενισχύσει την επιχειρηματολογία της με θεσμικά εργαλεία και διεθνή αποδοχή, αντί να εμπλακεί σε κινήσεις εντυπωσιασμού ή στρατιωτικές προκλήσεις.
Η κίνηση αυτή, λοιπόν, δεν είναι ένα μεμονωμένο επεισόδιο αλλά μέρος ενός μεγαλύτερου στρατηγικού πλαισίου. Σε μια περίοδο που οι διεθνείς ισορροπίες επαναπροσδιορίζονται και ο θαλάσσιος χώρος αποκτά αυξημένο γεωπολιτικό βάρος, η Ελλάδα επιδιώκει να κατοχυρώσει ρόλο ενεργού διαμορφωτή των εξελίξεων. Ο Θαλάσσιος Χωροταξικός Σχεδιασμός λειτουργεί ως εργαλείο εθνικής προβολής, εσωτερικής ετοιμότητας και εξωτερικής νομιμοποίησης. Είναι μια στοχευμένη κίνηση στη γεωστρατηγική σκακιέρα, σχεδιασμένη όχι μόνο για να ενισχύσει την άμυνα απέναντι σε αμφισβητήσεις, αλλά και για να κατοχυρώσει την Ελλάδα ως δύναμη σταθερότητας με ισχυρές θέσεις και καθαρές γραμμές.
Ο Θαλάσσιος Χωροταξικός Σχεδιασμός δεν αποτελεί απλώς μια τυπική συμμόρφωση της Ελλάδας προς τις ευρωπαϊκές οδηγίες, με προθεσμία δημοσίευσης έως τις 27 Απριλίου. Είναι ένα έγγραφο με ουσιαστικό πολιτικό και γεωστρατηγικό βάρος. Σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, πρόκειται για μια πράξη που «κλείνει παλιές εκκρεμότητες» και επανατοποθετεί τη χώρα στον χάρτη των ενεργειακών εξελίξεων και των εθνικών σχεδιαστών. Βάζει συγκεκριμένα θεμέλια για την αξιοποίηση των φυσικών πόρων της Ελλάδας και λειτουργεί ως πυλώνας στη στρατηγική για ενεργειακή αυτάρκεια και ασφάλεια.
Η συγκυρία δεν είναι τυχαία. Η ανακοίνωση έρχεται σε συνέχεια μιας σειράς σημαντικών εξελίξεων, όπως η επίσημη εκδήλωση ενδιαφέροντος από μεγάλες αεροπορικές εταιρείες ενέργειας – την ExxonMobil και τη Chevron – για έρευνες σε θαλάσσια οικόπεδα δυτικά και νότια της Κρήτης. Αυτές οι πρωτοβουλίες δεν εμφανίστηκαν αιφνιδιαστικά. Προηγήθηκε εντατική και μεθοδική προετοιμασία, σε πολιτικό και τεχνικό επίπεδο. Ο υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης και ο υπουργός Επικρατείας Σταύρος Παπασταύρου είχαν επανειλημμένες συναντήσεις με τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη στο Μέγαρο Μαξίμου, προκειμένου να συζητηθούν και να καθοριστούν όλες οι κρίσιμες λεπτομέρειες. Η τελική σύσκεψη πραγματοποιήθηκε την Τρίτη, λίγες ώρες πριν από την επίσημη ανακοίνωση, υπογραμμίζοντας τη σοβαρότητα με την οποία αντιμετώπισε το ΘΧΣ.
Η Ελλάδα, με αυτό το κείμενο, περνά από την αμυντική στάση στη διεκδικητική. Δεν δηλώνει απλώς ότι έχει κυριαρχικά δικαιώματα – τα καταγράφει, τα οργανώνει και τα σχεδιάζει με όρους αξιοποίησης και ανάπτυξης. Ο ΘΧΣ λειτουργεί ταυτόχρονα ως μήνυμα προς τις αγορές, τους εταίρους, αλλά και τους ανταγωνιστές: η χώρα έχει στρατηγικό σχέδιο, θεσμική ετοιμότητα και πολιτική βούληση να προχωρήσει. Στην ουσία, η Ελλάδα επιλέγει να διαμορφώσει το πεδίο αντί να αντιδρά παθητικά σε αυτό.
Στο πεδίο των ελληνοτουρκικών σχέσεων, η ελληνική στάση είναι καθαρή και σταθερή: επιθυμεί διάλογο και σταθερότητα, αλλά όχι σε βάρος των κυριαρχικών της δικαιωμάτων. Η ανακοίνωση του Θαλάσσιου Χωροταξικού Σχεδιασμού εντάσσεται σε αυτή τη στρατηγική και ανεβάζει το διπλωματικό διακύβευμα. Ο υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης, με τις δημοσιονομικές δηλώσεις του, κάλεσε ευθέως την Τουρκία να αποδείξει την πίστη της στις δικές της θέσεις μέσω προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Έθεσε, έτσι, την Άγκυρα μπροστά σε ένα διπλωματικό δίλημμα: ή θα δεχτεί τη Χάγη και τον διάλογο υπό όρους διεθνούς νομιμότητας, ή θα εκτεθεί διεθνώς ως η πλευρά που αποφεύγει την ειρηνική επίλυση διαφορών.
Η ελληνική πλευρά δεν άφησε περιθώρια παρερμηνειών. Όπως ξεκαθάρισε ο Γεραπετρίτης, «δεν υπάρχει καμία περίπτωση υποχώρησης», ενώ τόνισε ότι με τον ΘΧΣ η Ελλάδα καταγράφει επίσημο, και για πρώτη φορά σε αυτό το επίπεδο, τη μέγιστη δυνατή επέκταση των θαλάσσιων ζωνών της. Το μήνυμα είναι σαφές: η χώρα ασκεί τα νόμιμα δικαιώματά της, δεν αμφισβητεί κανέναν, αλλά ούτε αποδέχεται αμφισβήτηση.
Αυτός ο σχεδιασμός φέρνει την Τουρκία σε δύσκολη θέση. Αν απορρίψει την προοπτική της Χάγη, επιβεβαιώνει ότι αποφεύγει τον διάλογο με βάση το Διεθνές Δίκαιο, ενισχύοντας έτσι τη θέση της Ελλάδας στους διεθνείς οργανισμούς και απέναντι στους στρατηγικούς της εταίρους. Αν, από την άλλη, δεχτεί την προσφυγή, θα βρεθεί απέναντι σε ένα πλήρες και τεκμηριωμένο νομικό πλαίσιο, καθώς η ελληνική πλευρά έχει ήδη οργανώσει τα επιχειρήματα της με συστηματική και θεσμική κατοχύρωση.
Ο Θαλάσσιος Χωροταξικός Σχεδιασμός, επομένως, δεν είναι μόνο ένας εσωτερικός μηχανισμός στρατηγικής διαχείρισης. Είναι ταυτόχρονα ένα εργαλείο εξωτερικής πολιτικής. Καθιστά την Ελλάδα ενεργό διαμορφωτή του πλαισίου της συζήτησης, επιβάλλει όρους διεθνούς δικαίου και στριμώχνει διπλωματικά την Τουρκία, χωρίς να επιδιώκει όξυνση. Είναι μια πράξη πολιτικής αυτοπεποίθησης που συνδυάζει το εθνικό συμφέρον με την υπεύθυνη στάση ενός κράτους δικαίου.
Η ελληνική κυβέρνηση ξεκαθαρίζει ότι ο Θαλάσσιος Χωροταξικός Σχεδιασμός (ΘΧΣ) δεν αποτελεί πράξη οριοθέτησης Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ). Ωστόσο, έχει ιδιαίτερη σημασία γιατί αποτυπώνει, με θεσμική σαφήνεια, την πλήρη επήρεια τόσο της ηπειρωτικής χώρας όσο και των ελληνικών νησιών στις θαλάσσιες ζώνες. Στην πράξη, δηλαδή, επαναβεβαιώνει και προβάλλει το πάγιο ελληνικό νομικό και πολιτικό δόγμα: ότι τα νησιά έχουν πλήρη δικαιώματα σε θαλάσσιες ζώνες, όπως και η ηπειρωτική χώρα.
Ο χάρτης που συνοδεύει το κείμενο του ΘΧΣ έχει καθοριστικό ρόλο σε αυτό. Η χρήση της μέσης γραμμής – υπολογισμένη από τις ακτές των νησιών – δεν είναι μια ουδέτερη επιλογή, αλλά μια στοχευμένη πράξη με ισχυρή νομική και πολιτική σημειολογία. Υποστηρίζει έμπρακτα τη θέση της Ελλάδας απέναντι σε αφηγήματα που προσπαθούν να περιορίσουν την επικράτηση των νησιών και να παρουσιάσουν θαλάσσιες ζώνες ως προνόμιο αποκλειστικά των ηπειρωτικών ακτών.
Στον χάρτη καταγράφονται και οι υφιστάμενες συμφωνίες οριοθέτησης με γειτονικά κράτη, συγκεκριμένα με την Ιταλία (1977 και 2020) και την Αίγυπτο (2020). Αυτά αποτελούν ήδη νομικά προηγούμενα που ενισχύουν την αξιοπιστία της ελληνικής θέσης. Για τις περιοχές όπου δεν υπάρχουν ακόμη συμφωνίες – όπως με την Τουρκία, τη Λιβύη ή την Αλβανία – ο ΘΧΣ απεικονίζει τη μέση γραμμή ως το εξωτερικό όριο της ελληνικής υφαλοκρηπίδας. Με αυτόν τον τρόπο, η Ελλάδα δηλώνει ποια θεωρεί τα νόμιμα και πλήρη δικαιώματα, έως ότου ολοκληρωθεί η συμφωνία ή η πολυμερής συμφωνία με βάση το Διεθνές Δίκαιο.
Η ενέργεια αυτή δεν συνιστά μονομερή επιβολή, αλλά προβολή θέσης βασισμένης στο ισχύον διεθνές νομικό πλαίσιο. Παράλληλα, λειτουργεί ως πολιτικό εργαλείο πίεσης και προετοιμασίας εδάφους για μελλοντικές διαπραγματεύσεις, είτε πρόκειται για επίλυση μέσω διμερών συμφωνιών είτε μέσω διεθνών δικαιοδοσίας. Ο ΘΧΣ, ως θεσμικό και τεκμηριωμένο κείμενο, αποκτά ρόλο αναφοράς. Δεν επιβάλλει λύσεις, αλλά ορίζει με σαφήνεια τις γραμμές που η Ελλάδα θεωρεί νόμιμες και δίκαιες, διαμορφώνοντας ένα ισχυρό και συνεκτικό αφήγημα στο διεθνές πεδίο.
Η ανακοίνωση του Θαλάσσιου Χωροταξικού Σχεδιασμού, παρότι προσεκτικά σχεδιασμένη και θεσμικά κατοχυρωμένη, φέρνει στην επιφάνεια μια σειρά από σοβαρούς κινδύνους. Η Τουρκία, με μακρά ιστορία επιθετικών αντιδράσεων σε θέματα θαλάσσιων ζωνών, είναι ο βασικός παράγοντας της αστάθειας που μπορεί να μετατρέψει μια θεσμική πράξη σε εστία γεωπολιτικής έντασης. Ο ΘΧΣ ενισχύει τη θέση της Ελλάδας, αλλά ταυτόχρονα εκθέτει σε πιθανούς κινδύνους που απαιτούν ψυχραιμία, συντονισμένη και πολυεπίπεδη διαχείριση.
Ο πρώτος και άμεσος κίνδυνος είναι η ρητορική κλιμάκωση και μια ενδεχόμενη διπλωματική κρίση. Η Άγκυρα έχει κάθε λόγο να παρουσιάσει τον ΘΧΣ ως μονομερή ενέργεια που αγνοεί τις «τουρκικές ευαισθησίες» και να ανεβάσει τους τόνους, κατηγορώντας την Ελλάδα για πρόκληση. Οι δηλώσεις του Γιώργου Γεραπετρίτη, που προεξοφλούν σκληρή τουρκική αντίδραση, επιβεβαιώνουν ότι η Αθήνα δεν αιφνιδιάζεται, αλλά γνωρίζει καλά το ρίσκο. Η διαχείριση αυτής της κατάστασης ισορροπίας: υπεράσπιση των εθνικών θέσεων χωρίς περιττές εντάσεις.
Δεύτερος, πιο επικίνδυνος κίνδυνος είναι η πιθανότητα προκλήσεων στη θάλασσα. Η Τουρκία έχει αποδείξει ότι προτιμά να απαντήσει επί του πεδίου. Ενδέχεται να στείλει ερευνητικά πλοία ή να ενεργοποιήσει σεισμικές και γεωτρητικές δραστηριότητες σε θαλάσσιες περιοχές που η Ελλάδα θεωρεί δική της δικαιοδοσία, όπως συνέβη το 2020 με το Oruç Reis . Σε τέτοιο σενάριο, το ενδεχόμενο ναυτικής έντασης ή ακόμα και θερμού επεισοδίου δεν είναι θεωρητικό. Χρειάζεται ξεκάθαρο διπλωματικό πλαίσιο αποκλιμάκωσης, με την Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ σε ρόλο μεσολαβητή, πριν χαθεί ο έλεγχος.
Τρίτον, η Τουρκία μπορεί να αμφισβητήσει τις διεθνείς συμφωνίες, όπως εκείνες Ελλάδας–Αιγύπτου και Ελλάδας–Ιταλίας. Ο ΘΧΣ τις ενισχύει, γεγονός που μπορεί να προκαλέσει την Άγκυρα να αναζητήσει αναθεωρήσεις ή νέες πιέσεις προς τη Λιβύη, στο πλαίσιο της αμφιλεγόμενης συμφωνίας του 2019.
Ένας τέταρτος, πιο πολιτικός κίνδυνος, είναι το πιθανό «πάγωμα» των ελληνοτουρκικών επαφών. Παρά την πρόσφατη περίοδο σχετικής αποκλιμάκωσης, η Τουρκία μπορεί να χρησιμοποιήσει το ΘΧΣ ως πρόσχημα για να αποσύρει το ενδιαφέρον της από συνομιλίες για οικονομικά ή ανθρωπιστικά ζητήματα – όπως εμπόριο, τουρισμός ή μεταναστευτική συνεργασία – επιδιώκοντας να δημιουργήσει πίεση σε άλλα μέτωπα, που δεν σχετίζονται άμεσα με το περιεχόμενο του σχεδίου.
Σημαντικό επίσης είναι το ρίσκο που ενέχει μια πιθανή προσφυγή στη Χάγη. Αν η Τουρκία αποδείξει την πρόταση, η Ελλάδα θα βρεθεί στη διαδικασία διεθνούς διαιτησίας. Παρά τα ισχυρά επιχειρήματα που αντλούνται από τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS), η έκβαση δεν είναι απολύτως προβλέψιμη. Μια μερική ή απογοητευτική απόφαση μπορεί να προκαλέσει εσωτερικές πολιτικές αναταράξεις και να ανοίξει πεδίο για εθνικιστικές φωνές που θα αμφισβητήσουν την επιλογή της Χάγης ως λύσης.
Τέλος, δεν μπορεί να αγνοηθεί ο κίνδυνος εσωτερικής εργασίας του ΘΧΣ από την τουρκική ηγεσία. Η κυβέρνηση Ερντογάν ενδέχεται να χρησιμοποιήσει την ανακοίνωση ως εργαλείο εθνικιστικής συσπείρωσης, αποσπώντας την κοινή γνώμη για τα σοβαρά εσωτερικά προβλήματα, ιδίως στον τομέα της οικονομίας. Η επίκληση «εξωτερικών απειλών» είναι ένα δοκιμασμένο εργαλείο για τον τουρκικό πολιτικό λόγο, με συνέπειες που συχνά μεταφράζονται σε κλιμάκωση και επιθετικές κινήσεις στο πεδίο.
Ο ΘΧΣ είναι μια τολμηρή κίνηση. Ενισχύει θεσμικά την ελληνική στρατηγική, αλλά δεν είναι χωρίς κόστος. Η επόμενη περίοδος απαιτεί ευελιξία, ετοιμότητα και ψυχραιμία, καθώς η Ελλάδα καλείται να υπερασπιστεί πιστεύει δίκαια, χωρίς να παγιδευτεί σε επικίνδυνες αντιθέσεις.
Ο Θαλάσσιος Χωροταξικός Σχεδιασμός αποτελεί μια αποφασιστική και τολμηρή κίνηση που ενισχύει τη διεθνή θέση της Ελλάδας, όχι μόνο στο πεδίο των θεσμικών και νομικών διεκδικήσεων, αλλά και στην κατεύθυνση της ενεργειακής αυτονομίας. Η θεσμική καταγραφή των δυνητικών ζωνών, η επίκληση της μέσης γραμμής με την πλήρη επήρεια των νησιών, καθώς και η σύνδεση με τις υφιστάμενες συμφωνίες, έπεσε ένα ενιαίο και συνεκτικό αφήγημα εθνικής κυριαρχίας και στρατηγικού σχεδιασμού. Είναι μια πράξη που δείχνει ότι η Ελλάδα δεν περιορίζεται πλέον σε αντιδράσεις, αλλά αναλαμβάνει πρωτοβουλίες και καθορίζει τους ίδιους όρους της συζήτησης.
Ωστόσο, το βάρος της κίνησης αυτής είναι μεγάλο. Φέρνει την Ελλάδα μπροστά σε γνωστούς και υπαρκτούς κινδύνους, κυρίως από την πλευρά της Τουρκίας, η οποία δεν κρύβει την εχθρική στάση απέναντι σε κάθε ενέργεια που ενισχύει την ελληνική παρουσία στον θαλάσσιο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου. Από τη ρητορική κλιμάκωση και την πρόκληση διπλωματικών εντάσεων, μέχρι την πραγματοποίηση ερευνών σε επίμαχες περιοχές και την απόπειρα ανατροπής διεθνών συμφωνιών, η Άγκυρα διαθέτει μέσα αντιδράσεις που έχουν δοκιμαστεί και στο παρελθόν. Επιπλέον, δεν αποκλείεται η αξιοποίηση του ΘΧΣ για εσωτερική κατανάλωση μέσω εθνικιστικής ρητορικής, κάτι που μπορεί να εντείνει την αστάθεια στην περιοχή.
Η πρόκληση για την ελληνική κυβέρνηση είναι να διατηρήσει το προβάδισμα χωρίς να οδηγηθεί σε κλιμάκωση. Η επιτυχία του ΘΧΣ δεν θα κριθεί μόνο από την ουσία του περιεχομένου του, αλλά κυρίως από τη διαχείριση των επόμενων ημερών. Απαιτείται διπλωματική εγρήγορση, αντίδραση σε πιθανές κρίσεις και ενεργοποίηση συμμαχιών, τόσο εντός της όσο και στον διατλαντικό άξονα με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η στήριξη αυτών των εταίρων δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη, αλλά να καλλιεργείται με πολιτική συνέπεια και στρατηγική συνέργεια.
Η Ελλάδα αυτή τη στιγμή κινείται σε ένα περιβάλλον υψηλής μεταβλητότητας. Το τεντωμένο σκοινί πάνω στο οποίο περπατά σταθερό βηματισμό. Ο ΘΧΣ μπορεί να αποδειχθεί εργαλείο εθνικής ενίσχυσης, αρκεί να συνοδευτεί από ρεαλισμό, σαφή και ετοιμότητα για όλα τα ενδεχόμενα. Με σωστούς χειρισμούς, η χώρα μπορεί να κερδίσει όχι μόνο σε κύρος αλλά και σε ουσία.
Πιο Δημοφιλή
Ο Μητσοτάκης ως ιδεολογικό υβρίδιο νεοφιλελευθερισμού και οικογενειοκρατίας
12 τόνους ακατάλληλα προϊόντα ετοιμάζονταν να ρίξουν στην αγορά στις εορτές
Ηγέτη όπως ο Καποδίστριας χρειάζεται ο Ελληνισμός
Η κυβέρνηση ως θεατής στον εποικισμό της χώρας
Πιο Πρόσφατα
Παπασταύρου: Απολογισμός δράσεων με αποτύπωμα σε ενέργεια και περιβάλλον
Γεωργιάδης: «Τα μπλόκα έγιναν πολιτικό εργαλείο»
Σαμαράς: «Το 2026 απαιτεί αλήθεια και ευθύνη»