Νέοι κανονισμοί της ΕΕ φέρνουν αναταράξεις στις αερομεταφορές εξαιτίας τους υψηλότερου κόστους από τα «πράσινα καύσιμα»
Η Ευρωπαϊκή Ένωση προχωρά στην εφαρμογή του κανονιστικού πλαισίου ReFuel EU Aviation, το οποίο εισάγει υποχρεωτική χρήση βιώσιμων αεροπορικών καυσίμων (SAF) και απαγορεύει την πρακτική του tankering, δηλαδή της μεταφοράς πλεονάζοντος καυσίμου με στόχο την αποφυγή ανεφοδιασμού σε ακριβότερα αεροδρόμια. Παρότι οι στόχοι είναι περιβαλλοντικοί, οι επιπτώσεις για την αεροπορική βιομηχανία αναμένονται σημαντικές, με τελικό αποδέκτη τον επιβάτη.
Τα SAF, που προέρχονται από ανανεώσιμες πηγές και υπόσχονται μείωση των εκπομπών ρύπων, είναι περίπου 2,5 φορές ακριβότερα από τα συμβατικά καύσιμα. Με δεδομένο ότι τα καύσιμα αποτελούν έως και 30% του συνολικού κόστους λειτουργίας μιας αεροπορικής εταιρείας, η νέα απαίτηση για χρήση τους –ξεκινώντας από 2% το 2025 και φτάνοντας σταδιακά στο 70% το 2050– μεταφράζεται σε αυξημένα κόστη λειτουργίας. Η ΕΕ επιχειρεί να μετριάσει το οικονομικό βάρος μέσω επιδοτήσεων και πρόσβασης σε κεφάλαια από «πράσινα» ομόλογα και το ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης, χωρίς ωστόσο να αποτρέψει τις άμεσες επιβαρύνσεις.
Η απαγόρευση του tankering, από την άλλη, περιορίζει τη δυνατότητα των αερομεταφορέων να προγραμματίζουν ανεφοδιασμούς με γνώμονα τις τιμές καυσίμων. Ειδικά σε απομακρυσμένα ή νησιωτικά αεροδρόμια, όπου οι τιμές είναι υψηλότερες και ο ανταγωνισμός μικρός, η απαγόρευση αυτή ενδέχεται να καθιστά ορισμένες πτήσεις μη βιώσιμες. Σύμφωνα με το Eurocontrol, το 21% των πτήσεων στην Ευρώπη χρησιμοποιεί σήμερα το tankering σε κάποιο βαθμό.
Πλήγμα για low-cost και περιφερειακές εταιρείες
Οι επιπτώσεις διαφέρουν ανάλογα με το επιχειρηματικό μοντέλο κάθε αεροπορικής. Οι εταιρείες χαμηλού κόστους, που δραστηριοποιούνται κυρίως σε δευτερεύοντα ή περιφερειακά αεροδρόμια με περιορισμένες επιλογές προμηθευτών, είναι πιο ευάλωτες στις αυξήσεις κόστους. Επιπλέον, καθώς αυτές οι εταιρείες εκτελούν κυρίως πτήσεις μικρών αποστάσεων, είναι πιο πιθανό να βασίζονται στην πρακτική του tankering, η οποία πλέον απαγορεύεται.
Από την άλλη, οι μεγάλες ευρωπαϊκές αεροπορικές εταιρείες βρίσκονται σε μειονεκτική θέση στον ανταγωνισμό για διεθνείς επιβάτες. Εταιρείες από τον Περσικό Κόλπο ή τις ΗΠΑ, των οποίων οι κόμβοι βρίσκονται εκτός ΕΕ, δεν υπόκεινται στους ίδιους κανονισμούς και μπορούν να προσφέρουν φθηνότερες και πιο ευέλικτες λύσεις.
Επιπρόσθετα, η εφαρμογή των νέων κανονισμών δημιουργεί διοικητικά κόστη και αυστηρούς ελέγχους, καθώς οι αεροπορικές θα πρέπει να αποδεικνύουν ότι δεν χρησιμοποιούν πλεονάζον καύσιμο για λόγους εξοικονόμησης. Τέτοιες πρακτικές, που μέχρι τώρα θεωρούνταν εργαλείο ασφάλειας και εξοικονόμησης, αντιμετωπίζονται πλέον ως παράνομες.
Καταναλωτές στο ταμείο της «πράσινης μετάβασης»
Η νέα ευρωπαϊκή πολιτική επιδιώκει τη μείωση των εκπομπών από τις αερομεταφορές, αλλά το κόστος της πράσινης μετάβασης μεταφέρεται στους επιβάτες. Αναμένονται αυξήσεις στις τιμές των εισιτηρίων, μείωση του αριθμού των δρομολογίων, κυρίως σε λιγότερο εμπορικά αεροδρόμια, και περιορισμός του ανταγωνισμού.
Σε μια περίοδο όπου ο κλάδος προσπαθεί να ανακάμψει από τις επιπτώσεις της πανδημίας και να παραμείνει ανταγωνιστικός σε διεθνές επίπεδο, οι νέοι κανονισμοί της ΕΕ φαίνεται να φέρνουν νέες προκλήσεις. Το ερώτημα που τίθεται είναι αν η πράσινη μετάβαση μπορεί να επιτευχθεί χωρίς να προσγειώσει τις επιλογές και τις δυνατότητες των πολιτών.
Πιο Δημοφιλή
Ο Μητσοτάκης ως ιδεολογικό υβρίδιο νεοφιλελευθερισμού και οικογενειοκρατίας
12 τόνους ακατάλληλα προϊόντα ετοιμάζονταν να ρίξουν στην αγορά στις εορτές
Η Τουρκία περικυκλώνεται στρατηγικά
Πιο Πρόσφατα