Σήμερα Γιορτάζουν:

ΜΕΛΑΝΗ

10 Δεκεμβρίου 2025

Ο Μητσοτάκης γιορτάζει τη Διακήρυξη ενώ η Άγκυρα κερδίζει μυστικά στο Αιγαίο

Τη συμπλήρωση δύο ετών από τη Διακήρυξη των Αθηνών με την Τουρκία επέλεξε να αναδείξει ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, επιμένοντας στην «καλή πλευρά» μιας εύθραυστης ύφεσης στο Αιγαίο, η οποία, όπως συχνά επισημαίνεται από διπλωματικούς αναλυτές, παραμένει κρεμασμένη σε μια λεπτή κλωστή. Στον δημόσιο απολογισμό του δεν υπήρξε η παραμικρή αναφορά στα οφέλη που αποκόμισε η Άγκυρα αυτά τα δύο χρόνια, ούτε στις διαδικασίες του παρασκηνιακού διαλόγου που εξελίσσονται παράλληλα με τις επίσημες συναντήσεις και που, σύμφωνα με πληροφορίες, είναι σε γνώση τρίτων χωρών, όχι όμως και ολόκληρου του ελληνικού κυβερνητικού σχήματος.

Δεν αμφισβητεί κανείς ότι ο διάλογος με τον Ταγίπ Ερντογάν αποτελεί αναγκαία συνθήκη για την αποτροπή μιας νέας κρίσης στο Αιγαίο. Το ζήτημα όμως δεν είναι η ύπαρξη του διαλόγου, αλλά η μεθοδολογία και οι όροι με τους οποίους διεξάγεται από το 2019, όταν ανέλαβε η νέα κυβέρνηση. Ο ίδιος ο κ. Μητσοτάκης είχε ομολογήσει, ένα χρόνο μετά, σε συνέντευξή του σε αμερικανικό τηλεοπτικό δίκτυο, ότι προσδοκούσε πως η θητεία του θα επικεντρωνόταν κυρίως στα ζητήματα οικονομίας και όχι στο πιο εκρηκτικό κεφάλαιο των ελληνοτουρκικών σχέσεων.

Το 2020, παρότι η κυβέρνηση χειρίστηκε με επιτυχία την κρίση στον Έβρο, βρέθηκε τελικά να συμμετέχει σε μυστικό διάλογο σε επίπεδο διπλωματικών συμβούλων, υπό γερμανική επιμέλεια. Η αντιπαράθεση του καλοκαιριού εκείνης της χρονιάς μεταξύ των δυο πολεμικών ναυτικών έκλεισε επισήμως με την τότε δήλωση του Γιώργου Γεραπετρίτη περί «κόκκινης γραμμής» στα έξι ναυτικά μίλια — μια διατύπωση που έμελλε να μείνει, καθώς δεν υπήρξε ποτέ πλήρης διόρθωση ή επαναδιατύπωση της ελληνικής θέσης.

Το 2021 η Αθήνα επέστρεψε στις διερευνητικές επαφές με την Τουρκία, μέχρι που φάνηκε καθαρά ότι η Άγκυρα επιδίωκε χαμηλούς τόνους κυρίως για να αποφύγει ακόμα και το ενδεχόμενο ήπιων ευρωπαϊκών κυρώσεων και για να προσεγγίσει τη νέα αμερικανική διοίκηση. Τον Μάρτιο του 2022, ο πρωθυπουργός αντάλλαξε, κατά την αποχώρησή του από την κατοικία του Ερντογάν στην Κωνσταντινούπολη, πέντε δημόσια «ευχαριστώ» μέσα σε είκοσι δευτερόλεπτα, προμηνύοντας κλίμα αισιοδοξίας και αφήνοντας να εννοηθεί ότι το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας ήταν προ των πυλών. Η απάντηση της Τουρκίας υπήρξε άμεση: μαζικές υπερπτήσεις πάνω από το Αιγαίο και τον Έβρο, ενώ παράλληλα διοχέτευε συστηματικά τη θέση ότι έχει συμφωνηθεί διάλογος «εφ’ όλης της ύλης» — κάτι που δεν διαψεύστηκε ποτέ ρητά από την ελληνική πλευρά.

Από εκείνο το σημείο και μετά, η κατάσταση που διαμορφώθηκε μετά την υπογραφή της Διακήρυξης των Αθηνών και όσα ακολούθησαν μέσα στη διετία μπορούν να συνοψιστούν σε αρκετά κρίσιμα σημεία.

Ο κ. Μητσοτάκης μίλησε πρόσφατα για σημαντική μείωση των παραβιάσεων και των παραβάσεων στο Αιγαίο, θεωρώντας το ως ένα από τα πιο απτά οφέλη της ύφεσης. Η εκτίμηση αυτή έχει βάση μόνο ως προς το ποσοτικό σκέλος. Πράγματι, τα επεισόδια είναι λιγότερα σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια, περιορίζοντας έτσι τον κίνδυνο ατυχήματος και τις δαπάνες από τις αεροπορικές αναχαιτίσεις. Ωστόσο, ακόμη και μία ή δύο καθημερινές παραβιάσεις του ελληνικού εναερίου χώρου αρκούν για να καταγραφούν οι τουρκικές αξιώσεις και να εμπεδωθεί η αμφισβήτηση. Παράλληλα, οι παραβάσεις κανόνων στο FIR Αθηνών εμφανίζουν αυξητικές τάσεις, με εξαίρεση τον Οκτώβριο, ενώ τα περιστατικά παρενόχλησης πολιτικών πτήσεων μέσω ασυρμάτου έχουν πολλαπλασιαστεί.

Ανάλογη ένταση καταγράφεται και στη θάλασσα, καθώς οι παραβιάσεις των ελληνικών χωρικών υδάτων από τουρκικά πολεμικά, σκάφη της ακτοφυλακής αλλά και αλιευτικά έχουν αυξηθεί θεαματικά — γεγονός που δεν συνηθίζεται να αναφέρεται δημοσίως. Πρόκειται για κινήσεις που έχουν βαρύτατο πολιτικό και επιχειρησιακό φορτίο, ανεξαρτήτως αριθμών.

Ακόμη πιο ανησυχητική, ωστόσο, είναι η εικόνα στον ενεργειακό τομέα, όπου η Ελλάδα υπέστη ένα σημαντικό πλήγμα. Με μόλις μία επίδειξη ισχύος στα ανοιχτά της Κάσου το καλοκαίρι του 2024, και με την τουρκική σιωπή καθ’ όλη τη διάρκεια του 2025, η Άγκυρα κατάφερε να τινάξει στον αέρα το έργο της ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας – Κύπρου – Ισραήλ, γνωστό ως Great Sea Interconnector. Πρόκειται για έργο με τεράστια γεωπολιτική και ενεργειακή αξία, το οποίο η κυβέρνηση είχε παρουσιάσει ως κορυφαία στρατηγική προτεραιότητα. Και εδώ, ο πρωθυπουργός δεν μπορεί να επιμερίσει ευθύνες — άλλωστε ο ίδιος είχε διαβεβαιώσει το 2022, μετά την απόσυρση της αμερικανικής στήριξης στον αγωγό EastMed, ότι η ηλεκτρική διασύνδεση θα ήταν ακόμη πιο σημαντική για την περιοχή. Σήμερα, οι υποσχέσεις περί νέων μελετών και επενδυτών δεν έχουν ουσιαστικό νόημα, όσο η τουρκική απειλή παραμένει ενεργή.

Παράλληλα, οι διατάξεις της Διακήρυξης των Αθηνών για πολιτικό διάλογο, διερευνητικές επαφές, θετική ατζέντα και Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης δεν έχουν αποφέρει σχεδόν κανένα αποτέλεσμα το 2025, παρότι το 2024 έγιναν κάποιες κινήσεις. Η πρωτοβουλία του πρωθυπουργού για σύγκληση Πενταμερούς Διάσκεψης της Ανατολικής Μεσογείου δεν έχει βρει ανταπόκριση από την Τουρκία, η οποία μέχρι στιγμής κρατά αποστάσεις. Η διάσκεψη, που παρουσιάστηκε ως ένα νέο φόρουμ συνεννόησης για ζητήματα όπως το μεταναστευτικό, η ενέργεια και η περιβαλλοντική συνεργασία, έχει στην πραγματικότητα ως κεντρικό άξονα το ζήτημα της θαλάσσιας οριοθέτησης — θέμα το οποίο η Άγκυρα επιδιώκει να θέσει στο τραπέζι κατά τους δικούς της όρους.

Το παράδοξο όμως είναι προφανές: η Τουρκία δεν έχει υπογράψει τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας, ενώ Ελλάδα, Κύπρος και Αίγυπτος έχουν ήδη συνάψει συμφωνίες με βάση αυτό ακριβώς το νομικό πλαίσιο. Ακόμη και στο εντελώς υποθετικό σενάριο ότι ο κ. Ερντογάν θα αποκήρυσσε το μνημόνιο με τη Λιβύη και θα αποδεχόταν την UNCLOS, τα θέματα οριοθετήσεων δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο πολυμερούς διαπραγμάτευσης, καθώς αφορούν κατ’ εξοχήν εθνικές αρμοδιότητες. Δεν είναι τυχαίο ότι ο ίδιος ο κ. Μητσοτάκης απέρριψε την ιδέα μιας τέτοιας διάσκεψης όταν προτάθηκε από την Ε.Ε. στα τέλη του 2020.

Στο πεδίο της αμυντικής συνεργασίας, η κυβέρνηση παρουσιάζει ως προσωπική επιτυχία του πρωθυπουργού το ότι η Τουρκία δεν εντάχθηκε στο πρόγραμμα φθηνών αμυντικών δανείων SAFE της Ε.Ε. Αν και ισχύει ότι η Ελλάδα υποστήριξε όρους που περιόρισαν την τουρκική πρόσβαση, η πραγματική αιτία του αποκλεισμού ήταν η άρνηση ισχυρών ευρωπαϊκών κρατών, όπως η Γαλλία, να επιτρέψουν κάτι που θα έβλαπτε τα συμφέροντα των δικών τους αμυντικών βιομηχανιών. Ακόμη και η Ιταλία, η οποία έχει στενή αμυντική συνεργασία με την Άγκυρα, τάχθηκε υπέρ του ορίου 35% τουρκικής συμμετοχής στα ευρωπαϊκά προγράμματα, παρά υπέρ της ένταξής της στο SAFE. Η Κομισιόν, εξάλλου, δεν έδειξε κανένα ενδιαφέρον το προηγούμενο διάστημα για την ταχεία αξιολόγηση της τουρκικής αίτησης.

Ο συνολικός απολογισμός της δεύτερης επετείου της Διακήρυξης των Αθηνών απέχει σημαντικά από τις πανηγυρικές κυβερνητικές τοποθετήσεις περί «ιστορικής συμφωνίας». Το πρόβλημα δεν είναι μόνο ότι ο κ. Μητσοτάκης και ο κ. Γεραπετρίτης προέβησαν σε υπερβολικές δηλώσεις, αλλά ότι φαίνεται να τις πίστεψαν πραγματικά. Διπλωμάτες με άμεση γνώση των παρασκηνιακών επαφών σχολιάζουν —όχι χωρίς μια δόση πικρού χιούμορ— τον ενθουσιασμό του Έλληνα υπουργού Εξωτερικών το καλοκαίρι του 2023, όταν μετά από ένα τηλεφώνημα με τον Τούρκο ομόλογό του, Χακάν Φιντάν, μίλησε για «τα μέγιστα επιτεύγματα που έχουμε μπροστά μας».

Η συνολική εικόνα, ωστόσο, δείχνει περισσότερο μια διαδικασία στην οποία η Τουρκία αποκόμισε συγκεκριμένα και ουσιαστικά οφέλη, ενώ η Ελλάδα περιορίστηκε σε συμβολικά κέρδη και σε μια εύθραυστη, επισφαλή ηρεμία στο Αιγαίο. Και αυτό ίσως είναι το πιο κρίσιμο ζήτημα που αποκρύπτεται πίσω από τις επίσημες δηλώσεις για «επιτυχίες» και «σταθερότητα».

Ετικέτες: