Η κυβέρνηση, για ακόμη μία φορά, πασχίζει να πείσει τους πολίτες ότι ο ψηφιακός δρόμος είναι μονόδρομος για τη σωτηρία
Η κυβέρνηση, για ακόμη μία φορά, πασχίζει να πείσει τους πολίτες ότι ο ψηφιακός δρόμος είναι μονόδρομος για τη σωτηρία των δημόσιων ταμείων. Επιστρέφει στο τραπέζι των συσκέψεων το φορολογικό μπόνους για ηλεκτρονικές πληρωμές σε επαγγέλματα «υψηλού κινδύνου» φοροδιαφυγής, μήπως και καταφέρει να πείσει τον υδραυλικό, τον ηλεκτρολόγο, το κομμωτήριο και το γυμναστήριο να μπουν στον ίσιο δρόμο του POS. Δύσκολη αποστολή. Η αγορά γνωρίζει καλά ότι πίσω από τα τερματικά και τις δηλωμένες δαπάνες, ο άτυπος κανόνας είναι άλλος: πληρωμή μετρητοίς, χωρίς απόδειξη, με την ευλογία και των δύο πλευρών.
Το περίφημο μέτρο, θεσμοθετημένο από το 2022 και με λήξη στο τέλος του 2025, υποτίθεται πως προσφέρει έκπτωση φόρου έως 2.200 ευρώ, αν ο φορολογούμενος πληρώσει ηλεκτρονικά επαγγελματίες που παραδοσιακά κρύβουν τα έσοδά τους. Στην πράξη όμως, ο πολίτης βλέπει τον λογαριασμό του να φουσκώνει με ΦΠΑ και τη φορολογική ελάφρυνση να έρχεται μήνες αργότερα, ψίχουλα, μέσα από το εκκαθαριστικό. Αντίθετα, το deal με τον επαγγελματία για πληρωμή χωρίς παραστατικό αποδίδει αμέσως: η ίδια εργασία των 100 ευρώ κοστίζει 24 ευρώ λιγότερο. Η εξίσωση δεν αφήνει περιθώρια για παρερμηνείες – το κράτος ζητά εμπιστοσύνη με αντάλλαγμα καθυστέρηση και αβεβαιότητα, ενώ ο φοροφυγάς προσφέρει άμεση έκπτωση και χειραψία.
Η πολιτεία διατείνεται πως έχει δημιουργήσει ένα «προωθητικό» πλαίσιο για εικοσαπλά επαγγέλματα, από οικοδομές μέχρι νομικές υπηρεσίες και παιδική φροντίδα, προσφέροντας έκπτωση 30% στις σχετικές ηλεκτρονικές δαπάνες, έως 5.000 ευρώ τον χρόνο. Το αποτέλεσμα, υπολογιζόμενο κατά εισοδηματική κλίμακα, παραμένει θλιβερό. Όσοι έχουν ετήσιο εισόδημα κάτω από 10.000 ευρώ – οι περισσότεροι – βλέπουν μόλις 450 ευρώ ελάφρυνση, εάν και εφόσον τη δουν. Η μεγάλη πλειονότητα δεν μπήκε ποτέ στον κόπο να το δοκιμάσει. Είτε γιατί δεν είχαν να κερδίσουν τίποτα, είτε γιατί γνώριζαν εκ των προτέρων ότι η γραφειοκρατία θα φάει το όφελος.
Τα στοιχεία των φετινών φορολογικών δηλώσεων δείχνουν πως περίπου 3,8 εκατομμύρια πολίτες πραγματοποίησαν τουλάχιστον μία ηλεκτρονική πληρωμή σε αυτούς τους κλάδους, με δηλωθέν ποσό που ξεπέρασε το 1 δισεκατομμύριο ευρώ. Και όμως, στο υπουργείο Οικονομικών δεν πανηγυρίζουν. Γνωρίζουν καλά ότι αυτό το νούμερο είναι σταγόνα στον ωκεανό των πραγματικών συναλλαγών. Οι μαύρες πληρωμές εξακολουθούν να κυριαρχούν, ειδικά στα τεχνικά επαγγέλματα, όπου ο ΦΠΑ παραμένει λέξη-ταμπού και η απόδειξη ζητούμενο μάλλον γραφικό.
Μπροστά στην αποτυχία, το οικονομικό επιτελείο εξετάζει πλέον τρία σενάρια: α) να παρατείνει το μέτρο μπας και ωριμάσει, β) να αυξήσει τις εκπτώσεις και να μοιράσει γενναία «καρότα» έως 4.400 ευρώ για υψηλά εισοδήματα ή γ) να το καταργήσει πλήρως, παραδεχόμενο πως απέτυχε να πείσει ακόμη και τους πιο πρόθυμους. Παράλληλα, πέφτουν ιδέες για επέκταση του μέτρου σε άλλα επαγγέλματα όπως μασέρ και ξυλουργοί, όπου η παραοικονομία ζει και βασιλεύει, χωρίς καν τον φόβο του ελέγχου.
Η Τράπεζα της Ελλάδας, σε ρόλο αυστηρού δασκάλου, συστήνει περαιτέρω ενίσχυση των ηλεκτρονικών κινήτρων, λέγοντας το αυτονόητο: μόνο μέσω ψηφιακής καταγραφής θα περιοριστεί η φοροδιαφυγή. Άλλοι, πιο ρεαλιστές, ζητούν απλοποίηση – ένα εργαλείο που θα αποδίδει το όφελος εδώ και τώρα, όχι στο επόμενο εκκαθαριστικό, ώστε ο πολίτης να βλέπει χειροπιαστά γιατί τον συμφέρει να ζητά απόδειξη.
Το 2024, οι ηλεκτρονικές συναλλαγές στην Ελλάδα άγγιξαν τα 68 δισεκατομμύρια ευρώ, καταγράφοντας αύξηση 11% σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά. Σούπερ μάρκετ, καφετέριες, ταξί και περίπτερα μπήκαν στον χορό της ψηφιακής εποχής. Όχι όμως και η οικοδομή. Οι τεχνίτες, παρά την εξάπλωση των POS, επιμένουν στο χαρτονόμισμα, ενώ πλέον δυσκολεύονται περισσότερο να το νομιμοποιήσουν. Το χρήμα ηλεκτρονικοποιείται, αλλά η κουλτούρα της συναλλαγής παραμένει βαθιά αναχρονιστική.
Στο τέλος της ημέρας, οι αριθμοί δεν λένε ψέματα. Οι χαμηλόμισθοι μισθωτοί, αγρότες και συνταξιούχοι, που βρίσκονται κάτω από το αφορολόγητο, δεν έχουν κανένα απολύτως κίνητρο να συλλέγουν αποδείξεις – απλώς δεν κερδίζουν τίποτα. Οι υπόλοιποι, είτε από άγνοια είτε από αδιαφορία, ακολούθησαν τον γνωστό δρόμο: της άμεσης έκπτωσης τιμής με αντάλλαγμα τη σιωπή. Και ενώ η εφορία μιλά τη γλώσσα των προσδοκιών, ο επαγγελματίας μιλά τη γλώσσα του χρήματος. Η απόδειξη, όσο κι αν το κράτος την εξαγιάζει, συνεχίζει να είναι το χαρτί που κανείς δεν ζητά.
Πιο Δημοφιλή
Ο Μητσοτάκης ως ιδεολογικό υβρίδιο νεοφιλελευθερισμού και οικογενειοκρατίας
12 τόνους ακατάλληλα προϊόντα ετοιμάζονταν να ρίξουν στην αγορά στις εορτές
Ηγέτη όπως ο Καποδίστριας χρειάζεται ο Ελληνισμός
Η κυβέρνηση ως θεατής στον εποικισμό της χώρας
Πιο Πρόσφατα
Παπασταύρου: Απολογισμός δράσεων με αποτύπωμα σε ενέργεια και περιβάλλον
Γεωργιάδης: «Τα μπλόκα έγιναν πολιτικό εργαλείο»