Σήμερα Γιορτάζουν:

ΜΕΛΑΝΗ

Οι ισορροπίες αλλάζουν, η Ευρώπη διχάζεται και η Ελλάδα καλείται να επανακαθορίσει τη θέση της

Η απειλή της Ρομπέρτα Μέτσολα, προέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, να προσφύγει κατά της Ευρωπαϊκής Επιτροπής επειδή παρέκαμψε το Κοινοβούλιο στη διαδικασία έγκρισης του σχεδίου Rearm Europe, αποτελεί όχι απλώς μια θεσμική ένταση, αλλά μια θεσμική ρήξη χωρίς ιστορικό προηγούμενο. Για πρώτη φορά στα χρονικά της Ε.Ε., ένας ευρωπαϊκός θεσμός απειλεί έναν άλλον με ένδικα μέσα, αναδεικνύοντας όχι απλώς διαφορετικές προσεγγίσεις για το μέλλον της Ε.Ε., αλλά έναν εσωτερικό διχασμό που αποτυπώνεται στην ίδια τη λειτουργία του συστήματος εξουσίας των Βρυξελλών. Όταν το Ευρωκοινοβούλιο -το μόνο άμεσα εκλεγμένο από τους πολίτες όργανο της Ένωσης- φτάνει στο σημείο να κινηθεί εναντίον της εκτελεστικής αρχής, τότε τίθεται σε αμφισβήτηση όχι μια μεμονωμένη πολιτική απόφαση, αλλά ολόκληρη η αρχιτεκτονική της ευρωπαϊκής διακυβέρνησης.

Η εξέλιξη αυτή έρχεται σε μια εποχή που η παγκόσμια γεωπολιτική ρευστότητα, με αιχμή την πιθανότητα επανεκλογής του Ντόναλντ Τραμπ, φέρνει τα κράτη-μέλη μπροστά σε ένα νέο φάσμα πιέσεων. Η εξαγγελία του Τραμπ περί μιας «Ημέρας Απελευθέρωσης» της αμερικανικής οικονομίας, με άξονα τον σκληρό προστατευτισμό και τη μονομερή στήριξη των αμερικανικών συμφερόντων, αναμένεται να επιταχύνει τον κατακερματισμό των διεθνών εμπορικών σχέσεων και να θέσει την Ευρώπη ενώπιον υπαρξιακών προκλήσεων. Το μοντέλο της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς, που βασίστηκε στην ελεύθερη διακίνηση προϊόντων και υπηρεσιών, θα δοκιμαστεί σκληρά από τη στροφή των ισχυρών παικτών προς τις εσωτερικές παραγωγικές ανασυγκροτήσεις. Ήδη, η νέα αμερικανική πολιτική προσανατολίζεται σε μαζική κρατική χρηματοδότηση στρατηγικών κλάδων, αφήνοντας την Ε.Ε. να αναρωτιέται πώς θα ανταποκριθεί, δεμένη σε ένα δημοσιονομικό πλαίσιο που έχει αποδειχθεί δυσκίνητο, άνισο και συχνά, καταστροφικά ανελαστικό για τις αδύναμες οικονομίες του Νότου.

Η Ελλάδα, σε αυτό το σκηνικό, έχει δύο επιλογές: να συνεχίσει την παραδοσιακή της στάση πειθαρχημένης συμμόρφωσης προς τις επιταγές των ευρωπαϊκών θεσμών ή να επιχειρήσει έναν στρατηγικό επαναπροσδιορισμό της θέσης της στην Ένωση, με γνώμονα όχι τη ρήξη, αλλά την επιδίωξη ουσιαστικής αναδιαπραγμάτευσης των όρων συμμετοχής της. Το αίτημα για πιο δυναμική και ενεργητική συμμετοχή της χώρας στους ευρωπαϊκούς συσχετισμούς, με κατάλληλη αξιοποίηση ακόμη και του εργαλείου του «βέτο» σε κρίσιμα ζητήματα, δεν αποτελεί πλέον μια ιδεολογική ή ρητορική πρόταση. Είναι μια υπαρξιακή ανάγκη για να διασφαλιστούν τα αναπτυξιακά, θεσμικά και κοινωνικά συμφέροντα της χώρας στο μεταβαλλόμενο ευρωπαϊκό πλαίσιο.

Η μέχρι σήμερα πολιτική της άνευ όρων αποδοχής των ευρωπαϊκών οδηγιών, ακόμη και εκείνων που έρχονται σε αντίθεση με την παραγωγική, θεσμική και κοινωνική ιδιαιτερότητα της Ελλάδας, αποδείχθηκε ότι οδηγεί σε δομικές στρεβλώσεις και εξάρτηση. Η εφαρμογή σειράς οδηγιών χωρίς επαρκή εθνική διαβούλευση και χωρίς σαφές αντισταθμιστικό όφελος έχει πλήξει καίριους τομείς όπως η μεταποίηση, η αγροτική παραγωγή, οι ΜμΕ και η δημόσια διοίκηση. Παράλληλα, η ομογενοποίηση που επιβάλλεται στους κανόνες λειτουργίας των οικονομιών και της κοινωνικής πολιτικής των κρατών-μελών δεν συμβαδίζει με τις διαφοροποιήσεις που απορρέουν από ιστορικούς, πολιτισμικούς και δημογραφικούς παράγοντες.

Η Ελλάδα πρέπει να μεταβεί από τον ρόλο του παθητικού αποδέκτη σε εκείνον του ενεργού διαμορφωτή της ευρωπαϊκής πολιτικής. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο αν επανεξεταστεί με επιστημονικό και πολιτικό τρόπο το ισοζύγιο κόστους-οφέλους της συμμόρφωσης σε κάθε νέα οδηγία. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που τα πρόστιμα για μη συμμόρφωση είναι τελικώς μικρότερα από την οικονομική και κοινωνική ζημία που προκαλεί η εφαρμογή μιας πολιτικής αντίθετης στις εθνικές ανάγκες. Είναι καιρός να εξεταστεί κατά πόσον το βραχυπρόθεσμο κόστος της αντίστασης σε ευρωπαϊκές επιταγές θα μπορούσε να οδηγήσει σε μακροπρόθεσμο όφελος για την ελληνική κοινωνία και οικονομία.

Η σημερινή συγκυρία προσφέρεται για μια τέτοια στρατηγική αναδίπλωση. Το γεγονός ότι οι ίδιες οι ισχυρές χώρες της Ε.Ε. (π.χ. Γαλλία, Γερμανία) προχωρούν σε εθνικές βιομηχανικές ενισχύσεις και επιλέγουν επιλεκτική εφαρμογή οδηγιών, αποδεικνύει ότι η ευρωπαϊκή ενότητα παραμένει συχνά ένα εργαλείο για τους ισχυρούς. Η κρίση που γεννάται δεν είναι απλώς οικονομική. Είναι κρίση εμπιστοσύνης στους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς. Και αυτή δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με προσχηματική νομιμοφροσύνη, αλλά με ρεαλιστική πολιτική βούληση και στρατηγική εθνική αξιολόγηση.

Η Ελλάδα έχει το δικαίωμα και την υποχρέωση να θέσει εκ νέου όρους και προϋποθέσεις συμμετοχής στις αποφάσεις που λαμβάνονται στο όνομά της. Οφείλει να προτάξει το συμφέρον της εθνικής της ανάπτυξης απέναντι σε μια Ένωση που ολοένα και περισσότερο διολισθαίνει σε ένα πλαίσιο κλειστής λήψης αποφάσεων, υπό την επιρροή τεχνοκρατικών λόμπι, ανεξέλεγκτων επιτροπών και συμμαχιών ισχύος. Το βέτο δεν είναι πλέον μια έννοια ταυτισμένη με τον απομονωτισμό. Είναι το μόνο εργαλείο που μπορεί να εξαναγκάσει την Ε.Ε. να διαπραγματευτεί επί της ουσίας με τα ασθενέστερα μέλη της.

Αν ο Νότος δεν διεκδικήσει τη θέση που του αναλογεί, η νέα Ευρώπη που διαμορφώνεται θα είναι ακόμη πιο άνιση. Και αν η Ελλάδα δεν σταθεί ενεργά στη γραμμή της διαπραγμάτευσης, η επόμενη διεθνής κρίση –οικονομική, εμπορική, στρατιωτική ή θεσμική– θα την βρει πάλι στην πλευρά των ηττημένων. Η ώρα της εθνικής επαγρύπνησης, της στρατηγικής αναδιάταξης και της θεσμικής αυτοπεποίθησης έχει πλέον σημάνει. Το ερώτημα είναι αν η ελληνική πολιτική ηγεσία θα το αντιληφθεί εγκαίρως.

Ετικέτες: