Σήμερα Γιορτάζουν:

ΜΕΛΑΝΗ

27 Δεκεμβρίου 2025

Όταν η «πράσινη ανάπτυξη» γίνεται όχημα για υπερκέρδη

Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει θέσει ως στρατηγικό της στόχο την επίτευξη μηδενικών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα έως το 2050, στο πλαίσιο της πολιτικής για την κλιματική αλλαγή και την «πράσινη ενεργειακή μετάβαση».

Κεντρικό εργαλείο για την εφαρμογή της πολιτικής αυτής αποτελούν οι κανονισμοί και οι μηχανισμοί όπως το Ευρωπαϊκό Σύστημα Εμπορίας Εκπομπών (EU ETS), οι οποίοι έχουν επηρεάσει το ενεργειακό κόστος στα κράτη-μέλη.

Αμφισβητούμενες τεχνολογίες, όπως η δέσμευση και αποθήκευση COεντός γεωλογικών σχηματισμών (CCS), προβάλλονται με το ψευδές επιχείρημα της πλήρους αποανθρακοποίησης.

Παρά το γεγονός ότι η αναδάσωση είναι οικονομικότερη της CCS, η τελευταία, με όχημα τα ευρωπαϊκά προγράμματα και τις «πιστώσεις άνθρακα» που πληρώνουν οι φορολογούμενοι, ευνοεί τα υπερκέρδη της ελίτ. Αν και ένα στρέμμα δάσους δεσμεύει ετησίως έναν τόνο CO2, η αναδάσωση θεωρείται ελλιπής, επειδή η ελίτ δημιουργεί πλούτο μέσω της «πράσινης» οικονομίας.

Η ενεργειακή πολιτική ενισχύεται από τους κανονισμούς της Ε.Ε. (EU ETS), που εκτοξεύουν το ενεργειακό κόστος. Το αποτέλεσμα της ενεργειακής παράνοιας είναι ορατό. Η αποβιομηχανοποίηση είναι ταχύτατη.

Την ίδια στιγμή που η Δύση εφαρμόζει αντιφατική ενεργειακή πολιτική, η Κίνα, με το 33% των παγκόσμιων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, έναντι 6% της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατασκευάζει δύο θερμοηλεκτρικά εργοστάσια άνθρακα την εβδομάδα. Η Ινδία, με το 13% των παγκόσμιων εκπομπών, βασίζει το 70% της ηλεκτροπαραγωγής της στον άνθρακα.

Αυτή η μονόπλευρη γεωπολιτική ενεργειακή ανισότητα που χαρακτηρίζεται από υποκρισία και απληστία έχει εμπεδώσει στη συλλογική αντίληψη ότι η Δύση θυσιάζει την οικονομία και την ευημερία της για τα υπερκέρδη των ελαχίστων.

Ολιγάρχες όπως ο Bill Gates επενδύουν σε γεωργικές εκτάσεις για εναλλακτικές διατροφικές πρωτεΐνες (έντομα) με σκοπό να περιορίσουν, όπως ισχυρίζονται, τις εκπομπές CO2 από τη γεωργία, ενώ οι ίδιοι διατηρούν υψηλότατο αποτύπωμα άνθρακα, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τα ιδιωτικά τζετ που εκπέμπουν 8.300 τόνους αερίων θερμοκηπίου τον χρόνο.

Το 2025 καταγράφηκε ένα από τα πλέον παράδοξα φαινόμενα της ελληνικής ενεργειακής πολιτικής. Περίπου το 9% της παραγόμενης πράσινης ενέργειας δεν αξιοποιήθηκε ποτέ, ποσοστό που αντιστοιχεί σχεδόν στο 5% της συνολικής ηλεκτροπαραγωγής της χώρας. Σε οικονομικούς όρους, η απώλεια αυτή αποτιμάται σε περίπου 250 εκατομμύρια ευρώ.

Το μέγεθος του προβλήματος γίνεται σαφέστερο αν συγκριθεί με τις απώλειες από τη ρευματοκλοπή. Το ποσό της χαμένης πράσινης ενέργειας αντιστοιχεί περίπου στο 60% των χρημάτων που χάνονται από παράνομη κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος. Η χώρα χάνει, επομένως, σχεδόν συγκρίσιμους πόρους όχι λόγω παραβατικότητας, αλλά λόγω αδυναμίας διαχείρισης της ενέργειας που ήδη παράγεται.

Η ενέργεια αυτή χάνεται κυρίως μέσω αποκοπών μονάδων Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας από το δίκτυο, όταν το σύστημα δεν μπορεί να απορροφήσει την παραγόμενη ισχύ. Καθοριστικό ρόλο παίζει και η έλλειψη επαρκών υποδομών αποθήκευσης, οι οποίες θα επέτρεπαν τη μεταφορά της ενέργειας σε ώρες αυξημένης ζήτησης.

Το αποτέλεσμα είναι ενέργεια που παράγεται και αποζημιώνεται, χωρίς να καταναλώνεται. Η αξία της ενσωματώνεται στο σύστημα, αλλά δεν επιστρέφει ποτέ ως πραγματικό ενεργειακό όφελος.

Το κόστος αυτής της κατάστασης μετακυλίεται στους τελικούς καταναλωτές. Η συνδυασμένη αδυναμία περιορισμού της ρευματοκλοπής και η απώλεια παραγόμενης πράσινης ενέργειας οδήγησαν σε αύξηση της τιμής της κιλοβατώρας κατά περίπου 4,5%.

Σε πρακτικούς όρους, κάθε νοικοκυριό επιβαρύνεται κατά μέσο όρο με περίπου 60 ευρώ ετησίως. Η επιβάρυνση αυτή δεν συνδέεται με αυξημένη κατανάλωση, αλλά με δομικές αδυναμίες του ενεργειακού συστήματος.

Η εξέλιξη αυτή αναδεικνύει ένα βασικό παράδοξο της πράσινης μετάβασης. Η χώρα παράγει περισσότερη καθαρή ενέργεια από όση μπορεί να διαχειριστεί, χωρίς να διαθέτει αντίστοιχες επενδύσεις σε δίκτυα και αποθήκευση. Το κόστος των αστοχιών αυτών ενσωματώνεται στους λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος.

Ως αποτέλεσμα, η πράσινη ενέργεια δεν λειτουργεί ακόμη ως παράγοντας μείωσης του κόστους για τους καταναλωτές. Η απουσία ολοκληρωμένου σχεδιασμού ακυρώνει σε μεγάλο βαθμό τα οικονομικά της πλεονεκτήματα.

Το πρόβλημα δεν εντοπίζεται στην ίδια την παραγωγή ανανεώσιμης ενέργειας, αλλά στον τρόπο με τον οποίο αυτή εντάσσεται στο ενεργειακό σύστημα. Όσο συνεχίζεται η απώλεια ενέργειας υψηλής αξίας και παραμένουν άλυτα ζητήματα όπως η αποθήκευση και η ρευματοκλοπή, η πράσινη μετάβαση θα παραμένει περισσότερο ένα ακριβό αφήγημα παρά μια λειτουργική λύση.

Με σκοπό τα υπερκέρδη της ελίτ και την υπερφορολόγηση η απολιγνιτοποίηση και η ιδιωτικοποίηση της ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα άρχισε το 2019 από τη Ν.Δ. Η «πράσινη μετάβαση» οδήγησε σε δραματική αύξηση των λογαριασμών του ηλεκτρικού ρεύματος, από 0,12 ευρώ/kWh το 2010 σε 0,22 ευρώ/kWh το 2024.

Η «πράσινη» πολιτική όχι μόνο δημιούργησε 4.000 θέσεις ανεργίας στη Δυτική Μακεδονία, όχι μόνο τα χρέη των πολιτών και της βιομηχανίας προς τη ΔΕΗ εκτινάχτηκαν στα 3,6 δισ. το 2024, αλλά το πλέον αρνητικό σημείο του εγχειρήματος είναι ότι μέσω εικονικών εταιριών «πράσινης ανάπτυξης» δημιουργήθηκαν καταστάσεις αντίστοιχες του ΟΠΕΚΕΠΕ στην ενέργεια.

Το αποτέλεσμα των ενεργειακών πολιτικών της Ν.Δ. συνοψίζεται στο γεγονός ότι μία ολιγάριθμη ενεργειακή ελίτ απολαμβάνει ετήσια κέρδη δισεκατομμυρίων ευρώ. Όταν οι ολιγάρχες της ενέργειας εμφανίζονται στον κατάλογο του «Forbes», τότε το χρήμα αφαιρείται από τις τσέπες των πληβείων.

Μέσα από την εντατική προβολή της κλιματικής αλλαγής οι ελίτ προωθούν τα ίδια πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα μέσω των επιδοτήσεων της πράσινης μετάβασης, τις «αγορές άνθρακα» και κυρίως μέσω της εκτίναξης του κόστους της ενέργειας.

Μονοπώλια ηλιακής και αιολικής ενέργειας ή ηλεκτρικών οχημάτων επωφελούνται από τις κρατικές επιδοτήσεις και τις φορολογικές ελαφρύνσεις. Η μετάβαση στην «πράσινη οικονομία» δημιουργεί νέες αγορές όπου οι ελίτ κερδίζουν.

Οι αγορές πιστώσεων άνθρακα (carbon credits) επιτρέπουν στις εταιρίες να «εξισορροπούν» τις εκπομπές τους, αλλά ταυτόχρονα να λειτουργούν ως κερδοσκοπικό εργαλείο ρύπανσης. Τραπεζικοί κολοσσοί και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα διαχειρίζονται αυτές τις αγορές αποκομίζοντας αστρονομικά κέρδη.

Ταυτόχρονα οι πολιτικοί αποκτούν πολιτική επιρροή μέσω της προώθησης της «πράσινης» ατζέντας από τους διεθνείς οργανισμούς, ενισχύοντας την εξουσία των ελίτ. Η επιβολή κανονισμών πλήττει τις μικρότερες επιχειρήσεις, ενώ οι μεγάλες πολυεθνικές κερδίζουν.

Παράλληλα ενισχύονται ο κοινωνικός έλεγχος και η μετάβαση στη νέα φεουδαρχία, επειδή η κλιματική αλλαγή χρησιμοποιείται ως πρόσχημα για την επιβολή των πράσινων φόρων και τον περιορισμό της κατανάλωσης. Είναι λοιπόν προφανές ότι η διεθνής ενεργειακή ανισορροπία και η πολιτική υποκρισία δεν θα διαρκέσουν πολύ.

Ετικέτες: