Πως η Ελλάδα μετατράπηκε σε κράτος-παρίας της Ευρώπης
Η Ελλάδα των τελευταίων ετών παρουσιάζει μια ιδιότυπη αντίφαση. Εξωτερικά εμφανίζεται ως ένα κανονικό ευρωπαϊκό κράτος: μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με θεσμούς, νόμους, ανεξάρτητες αρχές, εκλογικές διαδικασίες και ρητορική «εκσυγχρονισμού». Στο εσωτερικό, όμως, η καθημερινή εμπειρία των πολιτών αποκαλύπτει μια διαφορετική πραγματικότητα: θεσμούς που υπολειτουργούν, μηχανισμούς ελέγχου που δεν ελέγχουν, ευθύνες που δεν αποδίδονται και σκάνδαλα που δεν κλείνουν ποτέ ουσιαστικά.
Η παρακμή αυτή δεν εμφανίστηκε αιφνίδια. Δεν υπάρχει ένα και μόνο σημείο κατάρρευσης. Αντίθετα, πρόκειται για μια μακρά, σταδιακή διαδικασία φθοράς, τόσο αργή ώστε να μην προκαλεί σοκ, αλλά αρκετά σταθερή ώστε να εδραιώνεται ως «κανονικότητα». Ο μέσος πολίτης εθίστηκε στη δυσλειτουργία. Έμαθε να ζει με την ιδέα ότι «έτσι είναι το κράτος», ότι «τίποτα δεν αλλάζει», ότι «όλοι ίδιοι είναι».
Κομβικό ρόλο σε αυτή τη διαδικασία έπαιξε η σχέση της χώρας με το ευρωπαϊκό χρήμα. Από τη δεκαετία του 1990 και μετά, τεράστιοι πόροι εισέρρευσαν στην Ελλάδα μέσω επιδοτήσεων, προγραμμάτων και ενισχύσεων. Αντί όμως να λειτουργήσουν ως μοχλός θεσμικής ωρίμανσης, σε πολλές περιπτώσεις λειτούργησαν ως καταλύτης διαφθοράς. Δημιουργήθηκε ένα σύστημα διαχείρισης χρημάτων χωρίς πραγματική λογοδοσία, όπου η απορρόφηση είχε μεγαλύτερη σημασία από το αποτέλεσμα και η πολιτική διαμεσολάβηση υπερίσχυε του δημόσιου συμφέροντος.
Οι θεσμοί που υποτίθεται ότι θα λειτουργούσαν ως αντίβαρα –ανεξάρτητες αρχές, ελεγκτικοί μηχανισμοί, δικαιοσύνη– είτε αποδυναμώθηκαν είτε εγκλωβίστηκαν σε ένα πλέγμα πολιτικών εξαρτήσεων. Έτσι, η θεσμική αποτυχία δεν έγινε αντικείμενο σοβαρής αυτοκριτικής, αλλά αντιμετωπίστηκε επικοινωνιακά. Η πολιτική μετατράπηκε σε διαχείριση εικόνας, όχι σε διαχείριση πραγματικότητας.
Αποτέλεσμα αυτής της πορείας είναι μια χώρα που δυσκολεύεται να εμπνεύσει εμπιστοσύνη, τόσο στους πολίτες της όσο και στους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Όχι επειδή «δυσφημείται», αλλά επειδή επανειλημμένα αποτυγχάνει να διαχειριστεί τις ίδιες της τις παθογένειες. Και όταν η αποτυχία επαναλαμβάνεται χωρίς συνέπειες, παύει να θεωρείται αποτυχία και μετατρέπεται σε σύστημα.
Κράτος δικαίου, ΜΜΕ και δικαιοσύνη, η αλυσίδα της ατιμωρησίας
Στον πυρήνα κάθε σύγχρονου κράτους βρίσκεται το κράτος δικαίου. Όχι ως θεωρητική έννοια, αλλά ως καθημερινή πρακτική: ίσοι κανόνες, ανεξάρτητη δικαιοσύνη, θεσμικός έλεγχος της εξουσίας. Όταν αυτός ο πυρήνας ρηγματώνεται, όλα τα υπόλοιπα καθίστανται εύθραυστα.
Στην ελληνική περίπτωση, το πρόβλημα δεν είναι η απουσία θεσμών, αλλά η απονεύρωσή τους. Οι ανεξάρτητες αρχές υπάρχουν, όμως συχνά κρίνονται εκ του αποτελέσματος. Όταν σκάνδαλα παραμένουν χωρίς ουσιαστική διερεύνηση, όταν κρίσιμες αποκαλύψεις δεν οδηγούν σε λογοδοσία, τότε η ύπαρξη των αρχών αυτών χάνει το νόημά της στα μάτια της κοινωνίας.
Ακόμη πιο κρίσιμο είναι το ζήτημα της Δικαιοσύνης. Η διαδικασία επιλογής της ανώτατης δικαστικής ηγεσίας από την εκτελεστική εξουσία, σε συνδυασμό με το καθεστώς ευθύνης υπουργών, δημιουργεί ένα περιβάλλον θεσμικής καχυποψίας. Δεν έχει σημασία αν κάθε δικαστική απόφαση είναι σωστή ή λανθασμένη. Σημασία έχει ότι ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας αμφισβητεί την ανεξαρτησία του συστήματος. Και αυτή η αμφισβήτηση υπονομεύει συνολικά τη δημοκρατική νομιμοποίηση.
Στο ίδιο πλέγμα εντάσσονται και τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Η εξάρτηση μεγάλου μέρους του Τύπου από την κρατική διαφήμιση αλλοιώνει τον ρόλο της ενημέρωσης. Όταν η επιβίωση ενός μέσου εξαρτάται από δημόσιο χρήμα, η κριτική μετατρέπεται σε ρίσκο. Έτσι, η δημοσιογραφία συχνά υποχωρεί μπροστά στην επικοινωνία, και η εξουσία μένει χωρίς ουσιαστικό έλεγχο.
Η ατιμωρησία δεν είναι απλώς αποτέλεσμα διαφθοράς. Είναι αποτέλεσμα ενός ολόκληρου οικοσυστήματος που επιτρέπει στη διαφθορά να αναπαράγεται. Όταν οι αποκαλύψεις δεν οδηγούν σε συνέπειες, όταν οι υπεύθυνοι παραμένουν απρόσβλητοι, το μήνυμα προς την κοινωνία είναι σαφές: το σύστημα προστατεύει τον εαυτό του.
Κρίσιμες υποδομές, ανθρώπινες απώλειες και το δόγμα «πάμε κι όπου βγει»
Η θεσμική παρακμή δεν παραμένει αφηρημένη. Μεταφράζεται σε υλικές καταστροφές και ανθρώπινες απώλειες. Οι κρίσιμες υποδομές μιας χώρας αποτελούν τον καθρέφτη της διοικητικής της ικανότητας. Και στην Ελλάδα, ο καθρέφτης αυτός είναι ραγισμένος.
Πλημμύρες, πυρκαγιές, δυστυχήματα, καταρρεύσεις. Σε όλες σχεδόν τις μεγάλες τραγωδίες των τελευταίων ετών υπήρχαν προειδοποιήσεις. Μελέτες που δεν εφαρμόστηκαν, έργα που δεν ολοκληρώθηκαν, υποδομές που αφέθηκαν χωρίς συντήρηση. Η Πολιτεία εμφανίζεται κάθε φορά «αιφνιδιασμένη», παρότι τα δεδομένα ήταν γνωστά.
Το πρόβλημα δεν είναι μόνο τεχνικό. Είναι βαθιά πολιτικό. Η πρόληψη δεν προσφέρει άμεσο πολιτικό όφελος, ενώ η επικοινωνιακή διαχείριση της κρίσης προσφέρει. Έτσι, η πολιτική προστασία συχνά περιορίζεται σε μηνύματα εκκένωσης και επίκληση της «ατομικής ευθύνης», μεταθέτοντας την αποτυχία του κράτους στον πολίτη.
Η εθνική ασφάλεια, σε αυτό το πλαίσιο, δεν αφορά μόνο τα σύνορα ή τις ένοπλες δυνάμεις. Αφορά την ενεργειακή επάρκεια, τη διατροφική ασφάλεια, την ανθεκτικότητα των υποδομών, την κοινωνική συνοχή. Όταν μια χώρα δεν μπορεί να προστατεύσει τους πολίτες της από προβλέψιμες καταστροφές, τότε η ασφάλεια υπονομεύεται εκ των έσω.
Το πιο ανησυχητικό στοιχείο είναι ότι αυτή η κατάσταση τείνει να κανονικοποιηθεί. Οι τραγωδίες αντιμετωπίζονται ως «ατυχίες», οι ευθύνες διαχέονται, ο χρόνος περνά και το ενδιαφέρον μετατοπίζεται. Όμως το κόστος συσσωρεύεται: σε ζωές, σε πόρους, σε εμπιστοσύνη.
Η Ελλάδα δεν στερείται δυνατοτήτων. Στερείται θεσμικής σοβαρότητας. Και όσο η κοινωνία αποδέχεται το «πάμε κι όπου βγει» ως μοίρα, τόσο η παρακμή θα βαθαίνει. Το ερώτημα δεν είναι αν η χώρα μπορεί να αλλάξει. Το ερώτημα είναι αν θέλει – και ποιο τίμημα είναι διατεθειμένη να πληρώσει αν δεν το κάνει.
Η Ελλάδα έχει κάθε δυνατότητα να επιστρέψει σε μια πορεία ουσιαστικής θεσμικής λειτουργίας. Αυτό όμως προϋποθέτει πολιτική βούληση, θεσμική τόλμη και κοινωνική απαίτηση για λογοδοσία. Μια δημοκρατία δεν μπορεί να στηρίζεται στην αποδοχή της δυσλειτουργίας. Αντιθέτως, χρειάζεται συνεχή ανανέωση των θεσμών της και αδιάλειπτη υπεράσπιση του κράτους δικαίου.
Σε αυτό το κρίσιμο σημείο, η χώρα καλείται να επιλέξει: να συνεχίσει στον δρόμο της κανονικοποίησης της παρακμής ή να αναθεωρήσει ριζικά τις επιλογές της, για να οικοδομήσει ένα πραγματικά λειτουργικό κράτος που ανταποκρίνεται στις προσδοκίες των πολιτών του και στις προκλήσεις του 21ου αιώνα.
Πιο Δημοφιλή
Ο Μητσοτάκης ως ιδεολογικό υβρίδιο νεοφιλελευθερισμού και οικογενειοκρατίας
12 τόνους ακατάλληλα προϊόντα ετοιμάζονταν να ρίξουν στην αγορά στις εορτές
Ηγέτη όπως ο Καποδίστριας χρειάζεται ο Ελληνισμός
Η κυβέρνηση ως θεατής στον εποικισμό της χώρας
Πιο Πρόσφατα
Ο Αλαντίν στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών μέχρι τις 11 Ιανουαρίου 2026
Ζαχαράκη: Απολογισμός ζωής και πολιτικής με το βλέμμα στην Παιδεία
Στο φως το σκοτεινό παρασκήνιο της μητροκτονίας στο Κολωνάκι