Σήμερα Γιορτάζουν:

ΜΕΛΑΝΗ

29 Απριλίου 2025

Προανακριτική-παρωδία για τα Τέμπη: Πολιτική κάλυψη στον Καραμανλή ετοιμάζει η κυβέρνηση

Δεν θα γίνει ούτε ανάκριση, ούτε πραγματική διερεύνηση της υπόθεσης

Σε μια προσπάθεια που μοιάζει περισσότερο με θεσμική παρωδία παρά με πραγματική αναζήτηση ευθυνών, η κυβέρνηση σχεδιάζει τη σύσταση προανακριτικής επιτροπής για την τραγωδία των Τεμπών με στόχο όχι την απόδοση δικαιοσύνης, αλλά την πολιτική προστασία του πρώην υπουργού Μεταφορών, Κώστα Καραμανλή. Παρά τις σοβαρές ενδείξεις ευθυνών που βαραίνουν τον πρώην υπουργό για την κατάσταση του σιδηροδρομικού δικτύου, την έλλειψη κρίσιμων συστημάτων ασφαλείας και την ανεπαρκή διαχείριση των προειδοποιήσεων από εργαζόμενους και εμπλεκόμενους φορείς, η κυβερνητική πλειοψηφία φαίνεται αποφασισμένη να περιορίσει το εύρος της διερεύνησης αποκλειστικά σε συγκεκριμένα πρόσωπα της διοίκησης του ΟΣΕ και του σταθμάρχη της μοιραίας βάρδιας, αφήνοντας στο απυρόβλητο τον πολιτικό τους προϊστάμενο.

Η συγκρότηση της προανακριτικής δεν προκύπτει από γνήσια βούληση για θεσμική κάθαρση, αλλά από την ανάγκη της κυβέρνησης να εκτονώσει τη δημόσια πίεση και την αγανάκτηση που εξακολουθεί να προκαλεί η πολύνεκρη σύγκρουση των τρένων στα Τέμπη. Η κοινή γνώμη, οι οικογένειες των θυμάτων και μεγάλος αριθμός πολιτών ζητούν επιτακτικά την πλήρη διαλεύκανση των γεγονότων και την απόδοση ευθυνών σε όλα τα επίπεδα, ιδιαίτερα στην κορυφή της πολιτικής ιεραρχίας που φέρει αντικειμενικά την ευθύνη για τη λειτουργία των δημόσιων υποδομών και την ασφάλεια των μεταφορών.

Ωστόσο, η κυβέρνηση δείχνει να εστιάζει στην επικοινωνιακή διαχείριση του ζητήματος, προσπαθώντας να παρουσιάσει την κίνηση για προανακριτική ως θεσμική ευαισθησία, την ώρα που η σύσταση της επιτροπής προετοιμάζεται με τρόπο που προδικάζει την έκβασή της. Δεν είναι τυχαίο ότι η κυβερνητική πλειοψηφία φαίνεται να προκρίνει ένα στενό πλαίσιο έρευνας, επιλέγοντας μόνο ορισμένους μάρτυρες, περιορίζοντας την ανάλυση του χρονικού πλαισίου και αποκλείοντας από τη διαδικασία κρίσιμα ερωτήματα που αφορούν τις πολιτικές αποφάσεις, τις παραλείψεις και τις παρεμβάσεις του υπουργείου Μεταφορών, ιδίως κατά τη θητεία του Κώστα Καραμανλή.

Παράλληλα, το γεγονός ότι ο πρώην υπουργός επανήλθε ως υποψήφιος βουλευτής και εκλέχθηκε χωρίς ποτέ να έχει δώσει εξηγήσεις με ουσιαστικό τρόπο, ενισχύει την εντύπωση ότι υπάρχει κυβερνητική γραμμή προστασίας του. Ο τρόπος με τον οποίο χειρίστηκε την παραίτησή του, χωρίς να συνοδευτεί από λογοδοσία ή ανάληψη ευθύνης, καθώς και η σιωπή του έκτοτε, δεν συνάδουν με τις αρχές της διαφάνειας και της λογοδοσίας που απαιτούνται σε μια δημοκρατία όταν χάνονται αθώες ζωές λόγω διαχρονικής αμέλειας και κακοδιαχείρισης.

Σε αυτό το πλαίσιο, η προανακριτική μοιάζει περισσότερο με μια επιχείρηση αποπροσανατολισμού της κοινής γνώμης και δημιουργίας προσχημάτων για το κλείσιμο της υπόθεσης, παρά με μια πραγματική προσπάθεια να ερευνηθούν σε βάθος οι αιτίες και να τιμωρηθούν οι υπεύθυνοι, ανεξαρτήτως θέσης και πολιτικού κόστους. Η επιλογή αυτή όχι μόνο προσβάλλει τη μνήμη των θυμάτων, αλλά υπονομεύει και τη θεσμική αξιοπιστία του Κοινοβουλίου και της Δικαιοσύνης, που χρησιμοποιούνται ως εργαλεία πολιτικής συγκάλυψης.

Η ελληνική κοινωνία αξίζει μια πραγματική διερεύνηση των γεγονότων και την πολιτική βούληση για ουσιαστική κάθαρση. Οτιδήποτε λιγότερο από αυτό αποτελεί ύβρη απέναντι στους ανθρώπους που χάθηκαν στα Τέμπη και προσβολή για μια δημοκρατία που οφείλει να λειτουργεί με διαφάνεια, λογοδοσία και σεβασμό στην αλήθεια.

Το πρωί της Δευτέρας, η δικογραφία που έχει συνταχθεί από τον εφέτη ανακριτή Λάρισας, Σωτήρη Μπακαΐμη, διαβιβάστηκε στη Βουλή με διαδικασίες ταχύτατες, σχεδόν εξπρές, γεγονός που προκαλεί εντύπωση τόσο για τον ρυθμό όσο και για τη σκοπιμότητα της κίνησης. Η ενέργεια αυτή δεν συνιστά απλώς μια τυπική δικαστική εξέλιξη, αλλά σηματοδοτεί την είσοδο της υπόθεσης των Τεμπών σε μια νέα, πιο πολιτική φάση, καθώς πλέον τα στοιχεία της έρευνας φτάνουν στα χέρια της εθνικής αντιπροσωπείας για πιθανή διερεύνηση ποινικών ευθυνών πολιτικών προσώπων.

Η δικογραφία αυτή έρχεται να καταδείξει με σαφήνεια ότι οι ευθύνες για την τραγωδία των Τεμπών δεν είναι ούτε αόριστες ούτε διάχυτες, αλλά συγκεκριμένες και προσωποποιημένες. Σύμφωνα με όσα περιλαμβάνει, οι ευθύνες αυτές φέρουν ονοματεπώνυμο και δεν περιορίζονται μόνο σε διοικητικά ή υπηρεσιακά στελέχη του ΟΣΕ ή των άλλων εμπλεκόμενων φορέων, αλλά αγγίζουν ευθέως το πολιτικό επίπεδο και, μάλιστα, τους πρώην υπουργούς Μεταφορών Κώστα Αχ. Καραμανλή και Χρήστο Σπίρτζη.

Η αναφορά στα δύο αυτά πολιτικά πρόσωπα αποκαλύπτει ότι η έρευνα του ανακριτή έχει εντοπίσει διαχρονικές ευθύνες και παραλείψεις, που σχετίζονται τόσο με τη μη εφαρμογή ή καθυστέρηση κρίσιμων έργων ασφαλείας όσο και με την αδυναμία εποπτείας και ελέγχου της λειτουργίας του σιδηροδρομικού δικτύου. Η συμπερίληψή τους στη δικογραφία δείχνει πως υπάρχουν στοιχεία που τεκμηριώνουν την εμπλοκή τους ή τουλάχιστον την πιθανότητα σοβαρής αμέλειας στην άσκηση των καθηκόντων τους, κάτι που πλέον η Βουλή καλείται να αξιολογήσει θεσμικά και με πολιτική ευθύνη.

Η αποστολή της δικογραφίας στο Κοινοβούλιο με ταχύτητα που δεν συνηθίζεται για παρόμοιες υποθέσεις, εγείρει επιπλέον ερωτήματα για τις προθέσεις πίσω από αυτή την κίνηση, ιδιαίτερα υπό το φως των σεναρίων για μια «φωτογραφική» προανακριτική, που θα περιοριστεί σε επιφανειακές αναφορές και θα αφήσει στο απυρόβλητο την πολιτική ευθύνη. Παρόλα αυτά, η παρουσία συγκεκριμένων πολιτικών ονομάτων στη δικογραφία ενισχύει την ανάγκη για μια εις βάθος και αμερόληπτη διερεύνηση, χωρίς προειλημμένες αποφάσεις ή κομματικές σκοπιμότητες.

Στο διαβιβαστικό αναφέρεται:

«Σας υποβάλλουμε, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 86 παρ.1,2 του Συντάγματος και του Ν. 3126/2003 «περί ποινικής ευθύνης Υπουργών», έγγραφο που μας διαβιβάστηκε από τον Εφέτη Ανακριτή (Λάρισας) της υπόθεσης των Τεμπών Σωτήριο Μπακαΐμη, με συνημμένο σε ηλεκτρονική μορφή, το σύνολο της σχηματισθείσας μέχρι σήμερα ανακριτικής δικογραφίας. Στο ως άνω έγγραφό του ο Εφέτης Ανακριτής αναφέρει ότι κατά τη διενεργούμενη από αυτόν κυρία ανάκριση προέκυψαν στοιχεία, τα οποία έχουν σχέση με τις αξιόποινες πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παρ.1 του Ν. 3126/2003, τα οποία και διαβιβάζονται, χωρίς αξιολόγηση, για τη διερεύνηση ενδεχόμενης ποινικής ευθύνης των διατελεσάντων Υπουργών Υποδομών και Μεταφορών, το χρονικό διάστημα 1-1-2016 έως και την 28-2-2023».

Η δικογραφία, η οποία χαρακτηρίζεται από τον ιδιαίτερα ογκώδη όγκο της και περιλαμβάνει σημαντικό αριθμό αποδεικτικών στοιχείων και μαρτυρικών καταθέσεων, διαβιβάστηκε στο Κοινοβούλιο μέσω του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με τη θεσμικά προβλεπόμενη διαδικασία για υποθέσεις που ενδέχεται να εμπλέκουν πολιτικά πρόσωπα. Ανάμεσα στο υλικό που περιέχεται στον φάκελο, ξεχωρίζουν οι απολογίες και καταθέσεις στελεχών του υπουργείου Μεταφορών, οι οποίες θεωρούνται κρίσιμες για την αποτύπωση του πλαισίου ευθυνών αλλά και των παραλείψεων που ενδέχεται να οδήγησαν στη φονική σύγκρουση των τρένων στα Τέμπη.

Η δικογραφία φέρει πλέον τον χαρακτήρα ενός πολιτικού και θεσμικού ντοκουμέντου, το οποίο καλούνται να μελετήσουν οι βουλευτές, προκειμένου να αξιολογήσουν εάν συντρέχουν λόγοι για τη σύσταση προανακριτικής επιτροπής ή άλλης μορφής κοινοβουλευτικής διερεύνησης. Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Βουλής, τα έγγραφα θα είναι διαθέσιμα σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο στο ισόγειο του Μεγάρου του Κοινοβουλίου, υπό τον έλεγχο και την εποπτεία της ειδικής γραμματείας του προέδρου της Βουλής. Η πρόσβαση σε αυτό το υλικό γίνεται με αυστηρούς όρους, ώστε να διασφαλιστεί τόσο η προστασία της δικονομικής διαδικασίας όσο και η διακριτικότητα που απαιτείται σε υποθέσεις υψηλής πολιτικής και θεσμικής σημασίας.

Η ίδια η αποστολή της δικογραφίας στη Βουλή σηματοδοτεί μια κρίσιμη φάση στην εξέλιξη της υπόθεσης, καθώς μεταφέρει το βάρος της ευθύνης στους εκπροσώπους του λαού, οι οποίοι καλούνται να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων, να κινηθούν με σοβαρότητα, αντικειμενικότητα και διαφάνεια, και να αποδείξουν πως η αναζήτηση της αλήθειας και η απόδοση ευθυνών δεν υπόκειται σε πολιτικές σκοπιμότητες ή κομματικές σκοπιές.

Η δικογραφία που διαβιβάστηκε στη Βουλή αποτυπώνει με σαφή και αναλυτικό τρόπο ένα σκηνικό διαχρονικής ανευθυνότητας και θεσμικής εγκατάλειψης ενός έργου που είχε χαρακτηριστεί ως εθνικής σημασίας. Μέσα από το πλήθος των καταθέσεων, των τεχνικών πορισμάτων και των εγγράφων που έχουν συγκεντρωθεί, αναδεικνύονται σοβαρές παραλείψεις, εγκληματική αδράνεια και η πλήρης ανυπαρξία ουσιαστικού ελέγχου, ιδιαίτερα σε σχέση με την υλοποίηση και την ολοκλήρωση του κρίσιμου συστήματος ασφαλείας για τις σιδηροδρομικές μεταφορές.

Στο επίκεντρο της δικογραφίας βρίσκεται ο Κώστας Αχ. Καραμανλής, ο οποίος διετέλεσε υπουργός Υποδομών και Μεταφορών για σχεδόν τέσσερα χρόνια, έχοντας υπό την ευθύνη του τον σιδηρόδρομο. Κατά τη διάρκεια της θητείας του όχι μόνο δεν ολοκληρώθηκε το σύστημα τηλεδιοίκησης και ασφάλειας, το οποίο θα μπορούσε να αποτρέψει την τραγωδία, αλλά και κάθε ένδειξη αναγκαίας πολιτικής εγρήγορσης είτε αγνοήθηκε είτε σκόπιμα παρακάμφθηκε. Οι εκθέσεις ασφαλείας, οι αναφορές των αρμόδιων υπηρεσιών και οι συνεχείς προειδοποιήσεις των εργαζομένων, που με επιμονή τόνιζαν τους κινδύνους από τη συνεχιζόμενη λειτουργία του δικτύου χωρίς βασικά συστήματα ελέγχου, φαίνεται πως έπεσαν στο κενό. Αντί να υπάρξει αποφασιστική αντίδραση, υπήρξαν παρατάσεις συμβάσεων, γραφειοκρατικές καθυστερήσεις και προκλητικές εμφανίσεις σε φιέστες εγκαινίων έργων που, όπως αποδεικνύεται, ήταν ακόμα ημιτελή ή σε μεγάλο βαθμό εικονικά.

Η στάση του Καραμανλή αμέσως μετά το πολύνεκρο δυστύχημα ενίσχυσε τις εντυπώσεις για πολιτική υπεκφυγή. Η παραίτησή του, που συνοδεύτηκε από απόσυρση από τη δημόσια σφαίρα και απουσία λογοδοσίας, έγινε αντιληπτή από μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης όχι ως μια πράξη ευθιξίας, αλλά ως μια κυνική, εθιμοτυπική κίνηση χωρίς ουσιαστικό πολιτικό ή ηθικό βάρος. Η σιωπή του και η επανεμφάνισή του στις εκλογές χωρίς να έχει δώσει απαντήσεις, ενίσχυσαν την αίσθηση ότι επιχειρείται πολιτική προστασία του, παρά τη βαρύτητα των καταγγελιών και την οργή της κοινωνίας.

Την ίδια στιγμή, η δικογραφία δεν παραλείπει να καταλογίσει ευθύνες και στον πρώην υπουργό της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, Χρήστο Σπίρτζη, ο οποίος κατά τη δική του περίοδο στο τιμόνι του υπουργείου Υποδομών φέρεται να περιορίστηκε σε επικοινωνιακές εξαγγελίες και δηλώσεις περί εκσυγχρονισμού του ΟΣΕ, χωρίς ωστόσο να συνοδευτούν από την υλοποίηση των απαραίτητων παρεμβάσεων στις κρίσιμες υποδομές. Οι υποσχέσεις για αναβάθμιση της ασφάλειας και εισαγωγή σύγχρονων τεχνολογιών αποδείχθηκαν ανεφάρμοστες ή παρέμειναν στο στάδιο του σχεδιασμού, με αποτέλεσμα να συντηρείται ένα περιβάλλον κινδύνου και θεσμικής ανεπάρκειας.

Επιπλέον, η ευθύνη, όπως σκιαγραφείται από τη δικογραφία, δεν εξαντλείται στους δύο πρώην υπουργούς. Επικείμενες διώξεις και κατηγορητήρια αναμένονται και για επτά γενικούς γραμματείς του υπουργείου Μεταφορών, οι οποίοι υπηρέτησαν στο διάστημα από το 2016 έως το 2023. Τα πρόσωπα αυτά, σύμφωνα με τις πληροφορίες, αναμένεται να κληθούν ως κατηγορούμενοι, καθώς φέρονται να εμπλέκονται σε κρίσιμες αποφάσεις ή παραλείψεις που σχετίζονται με την πρόοδο των έργων, την εποπτεία των συμβάσεων και την εν γένει διαχείριση των ζητημάτων ασφάλειας στις σιδηροδρομικές μεταφορές.

Το σύνολο των στοιχείων που περιέχονται στον φάκελο, καθιστά πλέον αναπόφευκτη την πλήρη και ουσιαστική διερεύνηση της υπόθεσης από τη Βουλή, καθώς τα τεκμήρια της διαχρονικής αποτυχίας και της πολιτικής αδιαφορίας δεν αφήνουν περιθώρια για επιφανειακή προσέγγιση ή συγκάλυψη. Οι πολιτικοί συσχετισμοί δεν μπορούν να σταθούν εμπόδιο στην ανάγκη για απόδοση δικαιοσύνης και θεσμική κάθαρση, την οποία απαιτεί η κοινωνία.

Η δικογραφία καταγράφει, με δραματική σαφήνεια, ότι οι ευθύνες δεν είναι γενικές ή αόριστες, αλλά έχουν συγκεκριμένα πρόσωπα και διακριτές πολιτικές διαδρομές. Πρώην υπουργοί, όπως ο Κώστας Αχ. Καραμανλής και ο Χρήστος Σπίρτζης, περιγράφονται με σαφήνεια ως κομβικά πρόσωπα σε μια πορεία διαχρονικής αποτυχίας. Ο Καραμανλής, ο οποίος κατείχε τη θέση του υπουργού Υποδομών και Μεταφορών για περίπου τέσσερα χρόνια, εμφανίζεται ως κεντρικός υπεύθυνος για την εγκατάλειψη του έργου εκσυγχρονισμού και την αδυναμία ολοκλήρωσης κρίσιμων υποδομών ασφαλείας. Όχι μόνο δεν κινήθηκε αποφασιστικά απέναντι στις αλλεπάλληλες προειδοποιήσεις, αλλά προτίμησε την επικοινωνιακή διαχείριση, υπογράφοντας παρατάσεις συμβάσεων, συμμετέχοντας σε φιέστες για έργα-βιτρίνα και τελικά επιλέγοντας τη σιωπή μετά την τραγωδία, με μια παραίτηση που λειτούργησε περισσότερο ως αποποίηση ευθύνης παρά ως ανάληψή της.

Ο Χρήστος Σπίρτζης, με τη σειρά του, κατηγορείται για ένα μοντέλο διακυβέρνησης που βασίστηκε στις εξαγγελίες και την επικοινωνία, την ώρα που η υλική πρόοδος στα θέματα ασφάλειας ήταν είτε ανύπαρκτη είτε ανεπαρκής. Η αναβάθμιση του ΟΣΕ και η εγκατάσταση του συστήματος τηλεδιοίκησης παρέμειναν στα χαρτιά, ενώ η καθημερινότητα των εργαζομένων και των επιβατών εξακολουθούσε να χαρακτηρίζεται από κινδύνους και αβεβαιότητα.

Ωστόσο, παρά τη σοβαρότητα των αποκαλύψεων και το εύρος των πιθανών ευθυνών, η κυβερνητική στάση υποδηλώνει πρόθεση να περιορίσει την έκταση και το βάθος της διερεύνησης. Όπως φαίνεται, θα ακολουθηθεί η ίδια συνταγή που εφαρμόστηκε στην υπόθεση του πρώην υφυπουργού Τριαντόπουλου: η κυβέρνηση θα συναινέσει στη σύσταση προανακριτικής επιτροπής, όχι με στόχο την αποκάλυψη της αλήθειας, αλλά για να εκτονώσει τις πολιτικές πιέσεις και να ελέγξει τη διαδικασία. Η επιτροπή θα λειτουργήσει με απολύτως τυπικό τρόπο, χωρίς ουσιαστική ανάκριση, χωρίς πραγματική εμβάθυνση στις ευθύνες και χωρίς πολιτική βούληση για λογοδοσία. Το μόνο που θα επιδιωχθεί θα είναι η διαβίβαση της υπόθεσης στο πενταμελές Δικαστικό Συμβούλιο, το οποίο πιθανότατα θα αναλάβει να «κλείσει» την υπόθεση, αποφορτίζοντας κάθε πιθανό πολιτικό ή ποινικό κόστος.

Η κοινωνία, που παρακολουθεί με θυμό και δυσπιστία την εξέλιξη της υπόθεσης, απαιτεί διαφάνεια, τιμωρία και δικαιοσύνη. Αντί γι’ αυτό, όλα δείχνουν πως το πολιτικό σύστημα ετοιμάζεται για μια ακόμη φορά να αυτοπροστατευτεί, επαναλαμβάνοντας το γνωστό σενάριο συγκάλυψης, με στόχο να σβηστούν οι ευθύνες στη σκιά των θεσμικών διαδικασιών. Στο τέλος, δεν είναι μόνο η τραγωδία των Τεμπών που θα μείνει χωρίς δικαίωση· θα είναι και η ίδια η αξιοπιστία της Δημοκρατίας που θα έχει δεχθεί ένα ακόμη βαρύ πλήγμα.

Η διαβίβαση της δικογραφίας στη Βουλή για τον Κώστα Αχ. Καραμανλή και τον Χρήστο Σπίρτζη αντιμετωπίστηκε με επιφυλακτικότητα και καχυποψία από τους συγγενείς των θυμάτων του πολύνεκρου δυστυχήματος στα Τέμπη, όπως και από τους νομικούς εκπροσώπους τους. Για τους ανθρώπους που θρηνούν καθημερινά την απώλεια των δικών τους, η κίνηση αυτή δεν αποτελεί ούτε δικαίωση ούτε ουσιαστική πρόοδο. Αντιθέτως, εκφράζουν σοβαρές αμφιβολίες για το αν υπάρχει πραγματική πολιτική βούληση να αποδοθούν ευθύνες σε υψηλόβαθμα πρόσωπα και δηλώνουν πως θα περιμένουν τις επόμενες κινήσεις της Δικαιοσύνης – τις ασκήσεις διώξεων, την ουσιαστική ποινική αξιολόγηση των πρώην υπουργών – προτού σχηματίσουν οριστική άποψη. Παρόλα αυτά, δεν κρύβουν την απογοήτευσή τους και αναφέρουν με ειλικρίνεια πως δεν έχουν μεγάλες προσδοκίες από το πολιτικό και δικαστικό σύστημα.

Στο επίκεντρο της οργής, πέρα από τους πρώην υπουργούς, βρίσκεται και ο ίδιος ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, του οποίου η στάση μετά την τραγωδία έχει χαρακτηριστεί από πολλούς ως προκλητική και απολύτως αποκαλυπτική της ευρείας πολιτικής συγκάλυψης. Παρά τις συνεχείς αναφορές, τις εσωτερικές εκθέσεις, τις κοινοβουλευτικές ερωτήσεις και τις δημόσιες καταγγελίες για τις τραγικές ελλείψεις στον ΟΣΕ και στην ΕΡΓΟΣΕ, ο πρωθυπουργός διαβεβαίωνε πως όλα λειτουργούν σωστά, καλλιεργώντας ένα ψευδές αίσθημα ασφάλειας τόσο στους πολίτες όσο και στους εργαζόμενους του δικτύου.

Μετά τη φονική σύγκρουση των τρένων, η επίσημη γραμμή του Μεγάρου Μαξίμου ήταν η απόδοση των ευθυνών σε «ανθρώπινο λάθος», περιορίζοντας την τραγωδία στο πρόσωπο ενός σταθμάρχη και επιχειρώντας να εκτονώσει τη δημόσια πίεση με επικοινωνιακές κινήσεις. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, αν και όφειλε να λογοδοτήσει θεσμικά για τη διαχρονική αδιαφορία απέναντι σε μια υπηρεσία ζωτικής σημασίας, απέφυγε κάθε ουσιαστική ανάληψη ευθύνης. Η ευθύνη του, ωστόσο, δεν είναι ούτε ασαφής ούτε απλώς τυπική. Είναι βαθιά θεσμική και πολιτική. Ο ίδιος είχε πλήρη γνώση της κατάστασης και της επικινδυνότητας του δικτύου, ωστόσο επέλεξε να διατηρήσει ένα αφήγημα κανονικότητας και να καλύψει τους πολιτικά προϊστάμενους φορείς, με πρώτο τον Καραμανλή, ο οποίος επανεμφανίστηκε ως υποψήφιος βουλευτής λίγους μήνες μετά, χωρίς να έχει αναλάβει ουσιαστικά τις ευθύνες του.

Η υπόσχεση του πρωθυπουργού ότι θα «ξαναχτίσει το σιδηρόδρομο από την αρχή» δεν συνοδεύτηκε από πράξεις. Δύο χρόνια μετά το δυστύχημα, τα τρένα εξακολουθούν να κινούνται χωρίς τα απαραίτητα μέτρα ασφαλείας, με το σύστημα τηλεδιοίκησης ακόμη ημιτελές, τα κέντρα ελέγχου υποστελεχωμένα και τις ίδιες χρόνιες παθογένειες να επαναλαμβάνονται. Το αφήγημα της πολιτικής ευθύνης αποδείχθηκε σύντομο και επιφανειακό, ενώ η ανάγκη για πραγματική δικαιοσύνη δείχνει να χάνεται μέσα στη θεσμική αδράνεια και την πολιτική αυτοπροστασία.

Μέσα σε αυτό το κλίμα, καθίσταται όλο και πιο σαφές πως αν η Δικαιοσύνη δεν προχωρήσει σε ουσιαστικό και γενναίο καταλογισμό ευθυνών – ανεξαρτήτως πολιτικού κόστους ή ονομάτων – τότε τα Τέμπη δεν θα είναι απλώς μια τραγωδία. Θα αποτελέσουν ακόμη μία μαύρη σελίδα στο χρονικό της ελληνικής ατιμωρησίας, εκεί όπου η ανθρώπινη ζωή χάνει την αξία της και η ευθύνη διαχέεται στο κενό. Η κοινωνία δεν έχει ανάγκη από άλλες επιτροπές-σφραγίδες ούτε από τυπικές διαδικασίες που συγκαλύπτουν την ουσία. Έχει ανάγκη από αλήθεια, διαφάνεια και πραγματική δικαιοσύνη. Και αυτό παραμένει ζητούμενο.