Το δυστύχημα στην Τέμπη δεν είναι απλώς μια τραγωδία που σημάδεψε ανεξίτηλα τη συλλογική συνείδηση της χώρας. Είναι μια πληγή που παραμένει ανοιχτή και συνεχίζει να προκαλεί πολιτικές αναταράξεις για τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Παρά τις προσπάθειες της κυβέρνησης να περιορίσει το πολιτικό κόστος και να ελέγξει το αφήγημα γύρω από την υπόθεση, το βάρος της τραγωδίας επιστρέφει διαρκώς, υπενθυμίζοντας τα κενά, τις παραλείψεις και τις ευθύνες.
Η υπόθεση των Τεμπών, λόγω της σοβαρότητάς της και της συγκλονιστικής απώλειας ανθρώπινων ζωών, δεν ακολουθεί τους συνήθεις ρυθμούς φθοράς που έχουν άλλα ζητήματα στη δημόσια σφαίρα. Δεν ξεχνιέται εύκολα, δεν εξηγείται με τη ροή της επικαιρότητας. Αντίθετα, παραμένει παρούσα, με κάθε εξέλιξη να ανατροφοδοτεί την οργή και την αμφισβήτηση. Οι συγγενείς των θυμάτων, με την επιμονή τους να αναζητούν δικαίωση, να ενισχύουν τη δημόσια πίεση, ενώ οι αποκαλύψεις που συνεχίζονται γύρω από τις συνθήκες και τα αίτια της τραγωδίας, τροφοδοτούν μια διαρκή κρίση αξιοπιστίας για το κυβερνητικό στρατόπεδο.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης επιχειρεί να παρουσιάσει την εικόνα μιας κυβέρνησης που προχωρά σε μεταρυθμίσεις και εκσυγχρονισμό, όμως το τραύμα των Τεμπών ανατρέπει αυτή την εικόνα. Ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίστηκε η υπόθεση, τόσο άμεσα μετά το δυστύχημα όσο και στη συνέχεια, εξέθεσε σοβαρές αδυναμίες: θεσμικές, πολιτικές, επικοινωνιακές. Οι υποσχέσεις για απόδοση ευθυνών και για συνολική αναβάθμιση του σιδηροδρομικού δικτύου έμειναν πίσω από τις προσδοκίες, δημιουργώντας κλίμα απογοήτευσης και δυσπιστίας.
Η αδυναμία να κλείσει πολιτικά το θέμα ενισχύεται και από το γεγονός ότι η Τέμπη συνδέθηκε ευθέως με ζητήματα διαφθοράς, αδιαφάνειας και κρατικής αναποτελεσματικότητας. Σε μια εποχή που η κοινωνία εμφανίζει αυξημένη ευαισθησία σε θέματα θεσμικής ανεπάρκειας, το δυστύχημα λειτουργεί ως σύμβολο όλων των όσων η κυβέρνηση Μητσοτάκη ήθελε να αφήσει πίσω της. Αντί να αναδειχθεί ως παράδειγμα αποφασιστικότητας και ανάληψης ευθύνης, εξελίσσεται σε διαρκή υπενθύμιση των ορίων και των αποτυχιών της εξουσίας.
Η πολιτική ζημία δεν περιορίζεται μόνο στις άμεσες αποκαλύψεις δημοφιλίας ή στην κριτική από την αντιπολίτευση. Το βαθύτερο πλήγμα έγκειται στη φθορά της σχέσης εμπιστοσύνης με ένα κρίσιμο τμήμα της κοινωνίας, ιδίως με τους νέους, που βλέπουν στο δυστύχημα των Τεμπών μια σκληρή επιβεβαίωση της αίσθησης ότι το κράτος τους προδίδει. Αυτή η φθορά είναι βραδεία, υπόγεια αλλά εξαιρετικά επικίνδυνη, γιατί διαμορφώνει νέες πολιτικές στάσεις και διαθέσεις που δύσκολα ανατρέπονται.
Η υπόθεση των Τεμπών στοιχειώνει τον Μητσοτάκη όχι μόνο γιατί υπήρξε τραγωδία πρωτοφανούς μεγέθους, αλλά κυρίως γιατί αποκάλυψε δομικά προβλήματα που δεν επιλύονται εύκολα ούτε μπορούν να καλυφθούν επικοινωνιακά. Κάθε επιστροφή του ζητήματος στη δημόσια ατζέντα αναμοχλεύει το συλλογικό τραύμα και επαναφέρει στο προσκήνιο τα αναπάντητα ερωτήματα. Το παρελθόν γίνεται διαρκώς παρόν και το φάντασμα των Τεμπών συνεχίζει να βαραίνει πολιτικά και ηθικά πάνω στον Πρωθυπουργό και την κυβέρνησή του.
Δεν χρειάζεται κάποιος να διαθέτει ειδικές γνώσεις πολιτικής επικοινωνίας για να αντιληφθεί ότι ένας από τους βασικούς λόγους συντονισμένης κυβερνητικής προσπάθειας αντιστροφής του δυσμενούς κλίματος είναι η τραγωδία των Τεμπών. Το Μέγαρο Μαξίμου, ακολουθώντας με συνέπεια μια στρατηγική συγκάλυψη και συσκότιση της κοινής γνώμης, επιχειρεί εδώ και καιρό να αποδράσει από μια υπόθεση που έχει καθηλώσει και έχει προκαλέσει βαθιά και επικίνδυνη δημοσκοπική φθορά.
Η επιχείρηση μετατόπισης της προσοχής της κοινωνίας μακριά από το δυστύχημα στην Τέμπη έχει πάρει πολλές μορφές. Επανειλημμένα η κυβέρνηση δοκίμασε να αναδείξει νέα αφηγήματα και εναλλακτικές θεματικές, ωστόσο καμία από αυτές δεν κατάφερε να σβήσει το αποτύπωμα της οργάνωσης. Στο Μαξίμου δείχνουν εγκλωβισμένοι σε έναν φαύλο κύκλο, εφευρίσκοντας συνεχώς νέες εκδοχές υπεράσπισης, την ώρα που οι δείκτες κοινωνικής δυσαρέσκειας παραμένουν αμετάβλητα υψηλοί. Η αποτυχία να διαμορφωθεί ένα κλίμα λήθης και η αδυναμία αλλαγής της πολιτικής ατζέντας φανερώνουν την ένταση και τη διάρκεια του πλήγματος.
Η αλήθεια είναι ότι πολύ σύντομα η Νέα Δημοκρατία θα κληθεί ξανά να δώσει απαντήσεις, όχι μόνο για τη διαχείριση της τραγωδίας, αλλά και για τις πράξεις και παραλείψεις που συνδέονται με εκείνη τη μοιραία νύχτα, όταν 57 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους εξαιτίας της μετωπικής σύγκρουσης των τρένων και της αδιανόητης φωτιάς που ακολούθησε.
Σύμφωνα με πληροφορίες, μέσα στις επόμενες ημέρες πρέπει να διαβιβαστεί στη Βουλή η δικογραφία για την υπόθεση των Τεμπών, γεγονός που έχει ήδη προκαλέσει έντονη ανησυχία στο πρωθυπουργικό περιβάλλον. Ο εφέτης ανακριτής, εφαρμόζοντας τη διαδικασία που προβλέπεται από το άρθρο 86 του Συντάγματος, θα αποστείλει αμελλητί τον φάκελο ώστε να εξεταστούν τυχόν ευθύνες πολιτικών προσώπων. Το όνομα του Κώστα Αχ. Καραμανλή, πρώην Υπουργού Μεταφορών, φαίνεται να βρίσκεται στο επίκεντρο της έρευνας, προκαλώντας τη σοβαρή αμηχανία και τον προβληματισμό στην κυβέρνηση.
Η υπόθεση των Τεμπών, αντί να ξεχαστεί ή να υποβαθμιστεί, επιστρέφει με ακόμη μεγαλύτερη πολιτική βαρύτητα, απειλώντας να επαναφέρει στο προσκήνιο όλη τη συσσωρευμένη κοινωνική οργάνωση και να επιδείξει τη φθορά της κυβέρνησης Μητσοτάκη.
Ο εφέτης ανακριτής, εφαρμόζοντας τη διαδικασία που προβλέπεται από το άρθρο 86 του Συντάγματος, θα αποστείλει αμελλητί τον φάκελο ώστε να εξεταστούν τυχόν ευθύνες πολιτικών προσώπων. Εκτός από τον πρώην Υπουργό Υποδομών και Μεταφορών Κώστα Αχ. Καραμανλή, εικάζεται ότι η δικογραφία που περιλαμβάνει και τον πρώην υφυπουργό Γιώργο Καραγιάννη, τον γενικό γραμματέα Μεταφορών Γιάννη Ξιφαρά, καθώς και τον πρώην Υπουργό Μεταφορών επί ΣΥΡΙΖΑ Χρήστο Σπίρτζη, μαζί με όλους τους γενικούς γραμματείς του υπουργείου από το 2016 και μετά.
Απέναντι σε αυτό το ενδεχόμενο, η κυβέρνηση φαίνεται να μην ακολουθήσει τη διαχείριση μοντέλων που εφάρμοσε και στην περίπτωση του Χρήστου Τριαντόπουλου: συνοπτικές τυπικές διαδικασίες στην αρμόδια επιτροπή και παραπομπή της υπόθεσης στις δικαστικές αρχές για περαιτέρω διερεύνηση. Στόχος είναι να περιοριστεί η έκθεση, να ακουστούν όσο το δυνατόν λιγότερα και να προστατευθούν τα κυβερνητικά στελέχη, ώστε να αποφευχθούν νέοι εσωκομματικοί κραδασμοί σε μια ήδη βουλευτική κοινοτική ομάδα.
Ωστόσο, η πραγματικότητα είναι πεισματάρικη. Η δημόσια συζήτηση αυτή τη φορά δεν θα περιοριστεί σε νομικές λεπτομέρειες, αλλά πρέπει να επικεντρωθεί στις βαθύτερες αιτίες της τραγωδίας: την υποβάθμιση των σιδηροδρομικών μεταφορών, την εγκατάλειψη του ΟΣΕ, τις παραστάσεις της Σύμβασης 717, την ανεπάρκεια και τη διαχρονική διαφορά. Η υπόθεση των Τεμπών αναδεικνύει ξανά, με αδυσώπητη σαφήνεια, την αποτυχία του λεγόμενου “επιτελικού κράτους 2.0” και ακυρώνει, στα μάτια της κοινωνίας, το αφήγημα αποτελεσματικότητας και ανανέωσης που προσπάθησε να προβάλλει η κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Η κυβέρνηση καλείται να δώσει άμεσες, σαφείς και πειστικές απαντήσεις στους συγγενείς των θυμάτων, αλλά και στην ευρύτερη ελληνική κοινωνία, σχετικά με μια σειρά από σοβαρά ζητήματα που συνδέονται άρρηκτα με την υποβάθμιση της ασφάλειας στους σιδηροδρόμους. Η τραγωδία ανέδειξε με τον πιο οδυνηρό τρόπο τις διαχρονικές αδυναμίες και παραλείψεις του κρατικού μηχανισμού, ενώ απέκλεισε πλέον οποιοδήποτε επιχείρημα που θα χαρακτήριζε «ντροπή» την εγερση τέτοιων ερωτημάτων. Αντιθέτως, η συζήτηση γύρω από τις ευθύνες και τις αστοχίες δεν είναι απλώς θεμιτή αλλά επιβεβλημένη.
Μεταξύ των θεμάτων που απαιτούν άμεση και ειλικρινή τοποθέτηση είναι η πλήρης αδιαφορία που επιδείχθηκε απέναντι στις συνεχείς και τεκμηριωμένες προειδοποιήσεις των εργαζομένων του σιδηροδρόμου. Οι καταγγελίες για σημαντικές ελλείψεις προσωπικού, καθώς και για τοποθετήσεις ατόμων χωρίς την απαραίτητη κατάρτιση σε καίριες θέσεις, παρέμειναν αναπάντητες και χωρίς ουσιαστική αντιμετώπιση. Επιπλέον, ενδεικτική της γενικότερης αδράνειας και διοικητικής αμέλειας υπήρξε η μη αποκατάσταση του κτιρίου στην οδό Καρόλου, το οποίο είχε καταστραφεί από πυρκαγιά ήδη από το καλοκαίρι του 2019, με αποτέλεσμα να παραμένει αχρησιμοποίητο επί σειρά ετών. Το αποκορύφωμα αυτής της διαχειριστικής ανεπάρκειας εκδηλώθηκε με τον πιο τραγικό τρόπο, όταν δύο τρένα βρέθηκαν να κινούνται στο ίδιο σιδηροδρομικό ρεύμα για αρκετά λεπτά, οδηγώντας τελικά σε μια φονική μετωπική σύγκρουση, η οποία θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί.
Την ίδια στιγμή, σε πλήρη εξέλιξη βρίσκεται και το άλλο σημαντικό σκέλος της υπόθεσης, αυτό που αφορά τη διαλεύκανση των αιτιών που οδήγησαν στη δημιουργία της πυρόσφαιρας – ενός φαινομένου που, σύμφωνα με τις μαρτυρίες και τα πορίσματα των εμπειρογνωμόνων, αποτέλεσε την άμεση αιτία για τον θάνατο πολλών επιβατών. Όλα δείχνουν πως η διαδικασία της τεχνικής διερεύνησης οδεύει προς την ολοκλήρωσή της, καθώς το πολυαναμενόμενο πόρισμα του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, υπό την επιστημονική ευθύνη του καθηγητή Δημήτρη Καρώνη, έχει πλέον συνταχθεί και είναι έτοιμο να διαβιβαστεί στον ανακριτή Σωτήρη Μπακαΐμη. Η δημοσιοποίηση αυτού του πορίσματος αναμένεται να φωτίσει κρίσιμες πτυχές της τραγωδίας και να συμβάλει αποφασιστικά στην απόδοση ευθυνών, εκεί όπου αυτές πραγματικά ανήκουν.
Το αναμενόμενο πόρισμα του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου αναμένεται να φωτίσει περαιτέρω τα αίτια της φονικής έκρηξης που σημειώθηκε μετά τη σύγκρουση των δύο τρένων, στοιχείο κρίσιμο όχι μόνο για την απόδοση ευθυνών αλλά και για την κατανόηση της έκτασης της καταστροφής. Η πληρέστερη τεχνική και επιστημονική τεκμηρίωση που αναμένεται να περιλαμβάνεται στο πόρισμα ενδέχεται να αποτελέσει τη βάση για νέες ανακριτικές ενέργειες, οδηγώντας πιθανώς σε περαιτέρω δικαστικές και θεσμικές εξελίξεις. Παράλληλα, η δημοσιοποίησή του αναμένεται να προκαλέσει αναταράξεις στο πολιτικό σκηνικό, εντείνοντας την πίεση προς την κυβέρνηση και ιδίως προς τα συναρμόδια υπουργεία.
Παρά την πάροδο δύο ετών από το σιδηροδρομικό έγκλημα, ο φόβος που κυριαρχεί στους επιβάτες για τη χρήση των σιδηροδρομικών μεταφορών παραμένει έντονος και διάχυτος. Η ανασφάλεια δεν είναι ένα αίσθημα εσωτερικό ή υποκειμενικό, αλλά αντανακλά την αντικειμενική πραγματικότητα της κατάστασης του σιδηροδρομικού δικτύου. Το Μέγαρο Μαξίμου, όπως και το αρμόδιο υπουργείο, καλούνται να απαντήσουν με σοβαρότητα και υπευθυνότητα στο γιατί, παρ’ όλη την τραγική εμπειρία του παρελθόντος, η εικόνα των τρένων σήμερα δεν εμπνέει την απαιτούμενη εμπιστοσύνη στους πολίτες.
Η πρόσφατη τοποθέτηση του προέδρου της Πανελλήνιας Ένωσης Προσωπικού Έλξης, Δημήτρη Κουτσιαύτη, αποτελεί μια κραυγή απόγνωσης και ταυτόχρονα μια ηχηρή καταγγελία για την κυβερνητική αναλγησία. Ο ίδιος περιέγραψε με γλαφυρότητα το αρχικό κύμα βελτιώσεων που παρατηρήθηκε αμέσως μετά την τραγωδία στα Τέμπη, όταν τέθηκαν σε λειτουργία τμήματα του συστήματος φωτοσήμανσης και τηλεδιοίκησης στον βασικό σιδηροδρομικό άξονα Αθήνας–Θεσσαλονίκης. Ωστόσο, σύμφωνα με την ίδια καταγγελία, η πρόοδος αυτή ήταν πρόσκαιρη και σταδιακά εγκαταλείφθηκε. Η κακοκαιρία Daniel, όπως ανέφερε χαρακτηριστικά, λειτούργησε ως επιταχυντής της οπισθοδρόμησης, καθώς τα ήδη ανεπαρκή μέτρα ασφαλείας αποδιαρθρώθηκαν ακόμα περισσότερο. Το πλέον ανησυχητικό, όπως επισήμανε, είναι ότι μέχρι και σήμερα δεν έχει τεθεί σε λειτουργία το κρίσιμο σύστημα ασφαλείας ETCS, γεγονός που συνιστά σοβαρή ένδειξη τεχνολογικής υστέρησης και διοικητικής αμέλειας.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η τραγωδία δεν μπορεί να θεωρείται ένα μεμονωμένο ή τυχαίο γεγονός, αλλά μάλλον η αποκορύφωση ενός συστήματος αδυναμιών, παθογενειών και αδιαφορίας που συνεχίζει να υφίσταται. Η πολιτεία οφείλει να λογοδοτήσει, να δώσει εξηγήσεις με διαφάνεια και να προχωρήσει σε ριζικές μεταρρυθμίσεις, αν θέλει να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη των πολιτών σε ένα μέσο μεταφοράς που, για δεκαετίες, υπήρξε συνώνυμο της ασφάλειας και της αξιοπιστίας.
Στην ίδια ανησυχητική κατεύθυνση με τις προηγούμενες καταγγελίες και προειδοποιήσεις για τις δραματικές ελλείψεις ασφαλείας στο σιδηροδρομικό δίκτυο, κινείται και η πρόσφατη εισήγηση δύο μελών της Επιτροπής Υγείας και Ασφάλειας των εργαζομένων προς τη διοίκηση της ΣΤΑΣΥ, με έμφαση στη γραμμή «1» του μετρό της Αθήνας, τον γνωστό ηλεκτρικό σιδηρόδρομο. Η εισήγηση αυτή, βασισμένη σε λεπτομερή παρουσίαση προβλημάτων, αποτυπώνει μια ζοφερή εικόνα για τη λειτουργία του δικτύου και κρούει με τον πλέον επίσημο τρόπο τον κώδωνα του κινδύνου. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο συμπέρασμα του κειμένου, «σύμφωνα με τα στοιχεία του πορίσματος του ΕΟΔΑΣΑΑΜ και τις ομοιότητες των παραγόντων κινδύνου που παρουσιάζονται στη λειτουργία της ΣΤΑΣΥ όπως σας αναπτύξαμε σ’ αυτήν την εισήγηση, σας ενημερώνουμε ότι αν δεν λάβετε μέτρα άμεσα, κατά πάσα πιθανότητα θα έχουμε σοβαρό σιδηροδρομικό δυστύχημα και στη ΣΤΑΣΥ».
Η διατύπωση αυτή δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνειών. Η προειδοποίηση είναι άμεση, τεκμηριωμένη και επείγουσα. Κι όμως, ακόμα και μπροστά σε τόσο σαφή σήματα κινδύνου, η κυβερνητική αντίδραση παραμένει υποτονική, αποσπασματική και σε πολλές περιπτώσεις ανύπαρκτη. Είναι πλέον φανερό ότι η κυβέρνηση δείχνει να βρίσκεται σε κατάσταση σύγχυσης, χωρίς σχέδιο και χωρίς την απαιτούμενη πολιτική βούληση να αντιμετωπίσει τις κρίσιμες αυτές παθογένειες. Για πρώτη φορά εδώ και καιρό, φαίνεται να έχει απολέσει την ικανότητα να επιβάλει την πολιτική της ατζέντα, παρασυρόμενη από την πίεση της επικαιρότητας, τις αποκαλύψεις και τη συσσωρευμένη αγανάκτηση των πολιτών.
Το πλέον ανησυχητικό, όμως, είναι ότι ακόμη και σήμερα, δύο χρόνια μετά την τραγωδία που συγκλόνισε τη χώρα, η κυβέρνηση δείχνει να αδυνατεί να προσφέρει το στοιχειώδες: την αίσθηση ασφάλειας και προστασίας στις καθημερινές μετακινήσεις των πολιτών. Η έλλειψη αποφασιστικότητας, οι καθυστερήσεις στη λήψη και εφαρμογή μέτρων και η συνεχής υποβάθμιση των συστημάτων ελέγχου και πρόληψης διαμορφώνουν ένα επικίνδυνο μείγμα, που δεν αφήνει περιθώρια εφησυχασμού. Η πολιτεία, αντί να λειτουργεί προνοητικά και να χτίζει ένα ανθεκτικό και σύγχρονο δίκτυο μεταφορών, εγκλωβίζεται σε ένα «παιχνίδι σκιών» και προσπαθειών συγκάλυψης, αναζητώντας μάταια τρόπους διαφυγής από τις αμείλικτες ευθύνες που τη βαραίνουν.
Με το βλέμμα στραμμένο όχι προς τις ανάγκες των πολιτών αλλά προς τη διατήρηση της εξουσίας, επιλέγει την πολιτική επιβίωση έναντι της δημόσιας ασφάλειας. Η κοινωνία, ωστόσο, δεν ξεχνά. Η μνήμη της τραγωδίας παραμένει ζωντανή και η απαίτηση για λογοδοσία και δικαιοσύνη πιο επίμονη από ποτέ.