1 Σεπτεμβρίου 2025

Η ανάκριση για τα Τέμπη, οι απουσίες από το κατηγορητήριο και το θεσμικό παράδοξο μεταξύ ελληνικής και ευρωπαϊκής Δικαιοσύνης

Τέμπη: Ο εφέτης ανακριτής Λαρίσης ολοκλήρωσε την κύρια ανάκριση για το δυστύχημα των Τεμπών, κλείνοντας έναν πολύμηνο κύκλο πράξεων που, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, αφήνει εκτός κρίσιμους μάρτυρες και φορείς με άμεση ή έμμεση εμπλοκή. Στη διάρκεια της διερεύνησης δεν κλήθηκε ποτέ να καταθέσει εκπρόσωπος της Hellenic Train, της ιταλικών συμφερόντων εταιρίας που εκτελεί τις σιδηροδρομικές μεταφορές. Δεν ζητήθηκε μαρτυρία από τους αναδόχους της σύμβασης 717, μεταξύ των οποίων και εκπρόσωπος εταιρίας με δραστηριοποίηση σε τηλεοπτικό σταθμό και στον τραπεζικό κλάδο, παρότι οι ίδιοι φέρονται ήδη να έχουν κληθεί ως ύποπτοι σε έρευνα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας.

Χωρίς κλήση κατέθεσαν και οι γενικοί γραμματείς του υπουργείου Μεταφορών, όπως επίσης δεν προσήλθαν για μαρτυρία στελέχη της Διεύθυνσης Κυκλοφορίας του ΟΣΕ στην Αθήνα, που τη μοιραία νύχτα είχαν πλήρη επιχειρησιακή εικόνα της κίνησης και, ενδεχομένως, σχετικές ευθύνες. Δεν κλήθηκαν επίσης εκπρόσωποι της ΓΑΙΟΣΕ, με αντικειμενική συνάφεια ως προς τη διαχείριση υλικού και υποδομών, ούτε υπηρεσιακοί παράγοντες του υπουργείου Υποδομών.

Στο φάκελο της ανάκρισης υπάρχει πλέον πόρισμα της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας για το φαινόμενο της πυρόσφαιρας, το οποίο δεν συντάχθηκε αμέσως μετά το δυστύχημα αλλά έπειτα από χρονικό διάστημα δυόμισι ετών· στη βάση αυτού ο ανακριτής έθεσε περαίωση στην ανάκριση. Η καταγραφή που ακολουθεί αφορά γεγονότα και δικονομικές πράξεις.

Ως προς τη θεσμική διαχείριση ευθυνών πολιτικών προσώπων, όταν ο εφέτης ανακριτής διαβίβασε τη δικογραφία στη Βουλή, δεν προέβη σε ονομαστική αναφορά ούτε σε προσωποποιημένη ποινική αξιολόγηση. Στο διαβιβαστικό έκανε λόγο για ενδεχόμενες ευθύνες, ακόμη και κακουργηματικού χαρακτήρα, χωρίς να προσδιορίσει ποιοι τυχόν υπάγονται σε αυτές, αφήνοντας στο Κοινοβούλιο το πεδίο να αποφανθεί σε ποιους θα αποδοθούν και με ποιο νομικό χαρακτηρισμό. Η απόφανση της Βουλής είναι γνωστή: κατά την κρίση της, η υπόθεση των Τεμπών εντάσσεται στη σφαίρα του πλημμεληματικού πλαισίου. Αντίστοιχη γραμμή ακολουθεί τώρα ο ανακριτής και ως προς τους γενικούς γραμματείς, με το πόρισμα που απέστειλε στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου: ούτε στην περίπτωση αυτή κατονομάζει πρόσωπα, παρότι οι συγκεκριμένοι δεν υπάγονται στον νόμο περί ευθύνης υπουργών.

Κατά πληροφορίες που «επικοινωνήθηκαν» σε δημοσιογράφους, έγινε επίκληση ότι οι μεταβιβασθείσες αρμοδιότητες επί θεμάτων ασφάλειας σιδηροδρόμων τους προσδίδουν χαρακτηριστικά πολιτικών προσώπων. Στην πράξη, ο ανακριτής ζητά από το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο να εξειδικεύσει, μέσω της μεθόδου της συνάφειας, ποιοι γενικοί γραμματείς και για ποιες πράξεις μπορεί να φέρουν ποινικές ευθύνες. Μεταξύ των προσώπων που αναφέρονται συγκαταλέγονται και γραμματείς που, σύμφωνα με το υλικό της δικογραφίας, ήταν παρόντες σε τηλεφωνική επικοινωνία ανώτερου κυβερνητικού στελέχους στην Περιφέρεια Θεσσαλίας, με περιεχόμενο επίσπευσης τεχνικών εργασιών επιχρίσεων/μπαζώματος, σε τόνο επιτακτικό.

Το δικονομικό μοτίβο της μη προσωποποίησης εκ μέρους του εφέτη ανακριτή αντιδιαστέλλεται προς την πρακτική της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (EPPO). Η EPPO, με δύο διακριτές δικογραφίες—η πρώτη για τη σύμβαση 717 σε συνάρτηση με τα Τέμπη υπό το πρίσμα οικονομικού εγκλήματος, η δεύτερη για την υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ—προχώρησε σε κατονομασία και ρητή απόδοση ποινικών αξιολογήσεων. Επικαλέστηκε το εφαρμοστέο κοινοτικό δίκαιο και τον χαρακτήρα των εμπλεκόμενων πόρων ως κοινοτικών, όχι εθνικών, και αποτύπωσε αιτιάσεις περί ηθικής αυτουργίας στο αδίκημα της απιστίας για συγκεκριμένα πολιτικά πρόσωπα, μεταξύ των οποίων οι κ.κ. Βορίδης και Αυγενάκης, περιγράφοντας νομικά σκέλη και στάδια τέλεσης.

Η Βουλή, αν και εν τέλει απέρριψε τις σχετικές προτάσεις κατηγορίας με ψηφοφορία, δεν αμφισβήτησε θεσμικά το δικαίωμα της εισαγγελικής αρχής να προβεί σε ποινική αξιολόγηση και προσωποποίηση υπουργικών πράξεων, στοιχείο που συνιστά δημιουργία πρακτικού προηγουμένου στην ελληνική έννομη τάξη ως προς τη συμβίωση εθνικών και ευρωπαϊκών εισαγγελικών εξουσιών.

Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία είναι θεσμός της Ένωσης που συστάθηκε το 2021 και λειτουργεί στην Ελλάδα με εισαγγελείς που είναι Έλληνες λειτουργοί της Δικαιοσύνης, διαθέτουν υπηρεσιακή έδρα στην Αθήνα και, βάσει νόμου που ψηφίστηκε από την παρούσα κυβέρνηση, εντάσσονται οργανικά στο ελληνικό σώμα, με ειδική απόσπαση/ανάθεση για τα καθήκοντά τους στο ευρωπαϊκό πλαίσιο.

Στο δημόσιο διάλογο έχει αναφερθεί ότι η εθνική νομοθεσία παρέχει στον υπουργό Δικαιοσύνης τη δυνατότητα υπηρεσιακών μεταβολών και αντικαταστάσεων σε θέσεις ευθύνης της Εισαγγελίας, γεγονός που καταδεικνύει τη διττή υπαγωγή των λειτουργών αυτών: αφενός στο ευρωπαϊκό θεσμικό οικοδόμημα, αφετέρου στη δομή και ιεραρχία της ελληνικής Δικαιοσύνης.

Ανακύπτει, έτσι, ένα εμφανές θεσμικό παράδοξο: από τη μία πλευρά, ο εφέτης ανακριτής, πλήρως ενσωματωμένος στον εθνικό δικαστικό κορμό, όταν η έρευνα προσκρούει σε πολιτικά πρόσωπα, δεν προβαίνει σε ονομαστική απόδοση ευθυνών ούτε σε πρωτογενή ποινική αξιολόγηση, παρότι ο νόμος 3126/2003 για την ευθύνη υπουργών προβλέπει ειδική διαδικασία με σαφές πεδίο αποτύπωσης των ελεγχόμενων πράξεων. Στέλνει στη Βουλή δικογραφίες που περιγράφουν αδικήματα αφηρημένα, χωρίς αντιστοίχιση σε συγκεκριμένους φορείς δημόσιας εξουσίας, μολονότι στη νομολογία και στην πρακτική του παρελθόντος (μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος το 2001) έχει επικρατήσει η ονομαστική αναφορά σε πρόσωπα υπουργών κατά τις περισσότερες περιπτώσεις διαβίβασης.

Από την άλλη, Έλληνες δικαστικοί λειτουργοί που τελούν υπό το ευρωπαϊκό καθεστώς της EPPO ακολουθούν πορεία αντίστροφη: προχωρούν σε προσωποποίηση, περιγράφουν νομικά χαρακτηριστικά των πράξεων και προσδίδουν ρόλους και ευθύνες σε συγκεκριμένα πρόσωπα, υπό το πρίσμα του ενωσιακού ποινικού και δημοσιονομικού δικαίου.

Η απουσία συνταγματικού δικαστηρίου στην Ελλάδα αφήνει αναπάντητο το πεδίο σύγκλισης ή ιεράρχησης μεταξύ των δύο πρακτικών. Το σχήμα του «διάχυτου ελέγχου» συνταγματικότητας και το σύστημα συνεργασίας Βουλής–Δικαιοσύνης σε υποθέσεις πολιτικών προσώπων παράγουν αποκλίνουσες εφαρμογές, οι οποίες στον δημόσιο χώρο εκλαμβάνονται ως απροθυμία της εθνικής Δικαιοσύνης να αναμετρηθεί με πολιτικές ευθύνες, την ώρα που η ευρωπαϊκή οδός δείχνει μεγαλύτερη ετοιμότητα να προχωρήσει. Η εικόνα αυτή, ανεξάρτητα από επιμέρους νομικές ερμηνείες, δημιουργεί εντύπωση ασυνέχειας και τροφοδοτεί συζήτηση για τα όρια και τις αρμοδιότητες κάθε θεσμού.

Συνοψίζοντας τα στάδια: η κύρια ανάκριση περατώθηκε χωρίς να εξεταστούν ως μάρτυρες κομβικοί φορείς του σιδηροδρομικού οικοσυστήματος και της διοίκησης· η παραγόμενη ύλη συμπεριλαμβάνει μεταγενέστερο πόρισμα της Πυροσβεστικής για την πυρόσφαιρα· τα πολιτικά σκέλη διαβιβάστηκαν στη Βουλή χωρίς ονομαστικό προσδιορισμό και η κοινοβουλευτική κρίση κινήθηκε στο πεδίο του πλημμεληματικού.

Παράλληλα, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία άνοιξε δικό της δρόμο με ονομαστικές αναφορές και αξιολόγηση πράξεων, επικαλούμενη την αρμοδιότητά της για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης. Το αποτέλεσμα είναι ένα διπλό θεσμικό αποτύπωμα, που αναδεικνύει την ανάγκη σαφέστερης οριοθέτησης διαδικασιών και αρμοδιοτήτων, ενόψει και της, προς το παρόν λησμονημένης, συζήτησης για πιθανή αναθεώρηση του Συντάγματος.

Ετικέτες: