Σε μια αποκάλυψη που σοκάρει, ήρθε στο φως η δικογραφία για το κύκλωμα τηλεφωνικών απατών με έδρα το Zευγολατιό Kορινθίας, το οποίο εξαπατούσε ανυποψίαστους πολίτες, ανάμεσά τους και πολλούς ηλικιωμένους, χρησιμοποιώντας ακραία ψυχολογικά παιχνίδια, τρομοκρατικά σενάρια και οργανωμένες τηλεφωνικές τακτικές. Κατά την επιχείρηση της ελληνικής αστυνομίας συνελήφθησαν σαράντα πέντε μέλη της εγκληματικής οργάνωσης, ενώ στη δικογραφία έχουν ταυτοποιηθεί επιπλέον ενενήντα έξι άτομα, που φέρονται να είχαν εμπλοκή σε διάφορα επίπεδα της δράσης του κυκλώματος. Η αστυνομία υπολογίζει ότι η συνολική λεία της σπείρας ανέρχεται τουλάχιστον σε επτά κόμμα έξι εκατομμύρια ευρώ, ποσό που αποσπάστηκε σταδιακά από δεκάδες θύματα, τα οποία πείστηκαν να παραδώσουν αποταμιεύσεις, μετρητά, λίρες και τιμαλφή.
Σύμφωνα με την έρευνα που περιγράφεται στη δικογραφία, τα μέλη της οργάνωσης χρησιμοποιούσαν οργανωμένα τηλεφωνικά κέντρα εγκατεστημένα στο Zευγολατιό και καλούσαν τα θύματα ακολουθώντας συγκεκριμένα «σενάρια» χειραγώγησης, τα οποία είχαν σχεδιαστεί για να προκαλούν πανικό, σύγχυση και φόβο. Οι επιτήδειοι επικαλούνταν ψευδείς απειλές και συνωμοσιολογικά σενάρια ελέγχου και παρακολούθησης, ώστε να πείσουν κυρίως ηλικιωμένους ότι βρίσκονται υπό στενή επιτήρηση από αρχές, ραντάρ και «δορυφορικά συστήματα». Ανάμεσα στις φράσεις που έχουν καταγραφεί στους διαλόγους περιλαμβάνεται η απειλή «πρόσεχε, γιαγιά, σε βλέπουν ραντάρ», που δείχνει το πόσο μακριά έφταναν στην προσπάθειά τους να τρομοκρατήσουν ανθρώπους μεγάλης ηλικίας. Σε άλλες περιπτώσεις προειδοποιούσαν «μην αφαιρείσαι, θα σου βάλω πρόστιμο 42.000 ευρώ», δημιουργώντας την εντύπωση ότι η παραμικρή «παράβαση» στις οδηγίες τους θα είχε άμεσες οικονομικές συνέπειες.
Σε άλλο χαρακτηριστικό απόσπασμα, μέλος της σπείρας φέρεται να ρωτάει «τι δηλώνουμε από λίρες, ούτε μία, θα το δει η τράπεζα από τον δορυφόρο», αναφερόμενο δήθεν σε έλεγχο των τραπεζικών λογαριασμών μέσω δορυφορικών «ραντάρ», επιχειρώντας να ενισχύσει την αίσθηση ότι κάθε κίνηση των θυμάτων είναι ορατή και ότι δεν μπορούν να κρύψουν τα χρήματά τους. Ταυτόχρονα, χρησιμοποιούσαν και το αντίστροφο τέχνασμα, προσπαθώντας να τους πείσουν ότι αν συνεργαστούν, θα κερδίσουν μεγάλα ποσά, με φράσεις όπως «δεν παίζει ρόλο η αξία, παίζουν ρόλο τα κομμάτια, όσο περισσότερα τόσο παραπάνω λεφτά θα πάρεις», ενθαρρύνοντάς τους να συγκεντρώσουν όσο το δυνατόν περισσότερα κοσμήματα, χρυσαφικά και τιμαλφή για δήθεν «μεταφορά» και «επιστροφή» χρημάτων. Με αυτό τον τρόπο, σύμφωνα με την αστυνομία, καλλιεργούσαν επί μήνες και χρόνια ένα κλίμα έντονου φόβου και προσδοκίας, κρατώντας τα θύματα εγκλωβισμένα σε ένα τραυματικό ψυχολογικό πλαίσιο που διευκόλυνε την απάτη.
Η εικόνα που προκύπτει από τη δικογραφία είναι ότι η οργάνωση λειτουργούσε σχεδόν «ρομποτικά», με αυστηρή εσωτερική δομή, κατανομή ρόλων και χρήση πολλαπλών τεχνικών για να παραμένει αθέατη. Το βασικό τηλεφωνικό κέντρο βρισκόταν στο Zευγολατιό Kορινθίας και στελεχωνόταν από δεκάδες τηλεφωνητές, οι οποίοι «έπαιζαν ρόλους» κατά τις κλήσεις, παρουσιάζοντας τον εαυτό τους ως δήθεν υπαλλήλους δημόσιων υπηρεσιών, λογιστές, τεχνικούς ή άλλους «ειδικούς». Για τις ανάγκες της δράσης τους χρησιμοποιούσαν τουλάχιστον εκατόν πενήντα ενεργά κινητά τηλέφωνα, με συχνή εναλλαγή συσκευών και sim καρτών, ώστε να αποφεύγουν την ταυτοποίηση και την παρακολούθηση από τις αρχές. Στη δικογραφία καταγράφονται ακόμη και «αχυράνθρωποι», άτομα που προσέφεραν τους τραπεζικούς τους λογαριασμούς προκειμένου να «περνούν» μέσα από αυτούς τα κέρδη της σπείρας, θολώνοντας τα ίχνη της διαδρομής του χρήματος.
Η συνδυασμένη χρήση τηλεφωνικών κέντρων, ψευδών ταυτοτήτων, μαζικών κλήσεων και «δρομολόγησης» χρημάτων μέσω τρίτων προσώπων, όπως περιγράφεται στο υλικό της υπόθεσης, επέτρεψε στο κύκλωμα να χτίσει μια εγκληματική δραστηριότητα με σημαντική διάρκεια και πολύ υψηλά οικονομικά οφέλη, πριν η αστυνομία καταφέρει να την αποδομήσει με τη μαζική επιχείρηση συλλήψεων και ταυτοποιήσεων που οδήγησε στην αποκάλυψη της υπόθεσης.