Σήμερα Γιορτάζουν:

ΜΕΛΑΝΗ

21 Αυγούστου 2025

Το τέλος των μύθων: Από την ατζέντα ΛΟΑΤΚΙ στο φιάσκο του Russiagate

Το πρώτο που μάθαμε μετά τις τελευταίες αμερικανικές προεδρικές εκλογές είναι κάτι που πολλοί υποπτεύονταν, αλλά λίγοι τολμούσαν να πουν: το διεθνές κίνημα ΛΟΑΤΚΙ δεν υπήρξε ποτέ μια αυθόρμητη έκρηξη υπέρ των ατομικών ελευθεριών, αλλά μια καλοσχεδιασμένη εκστρατεία που τροφοδοτούνταν με δολάρια από το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών. Μόλις κόπηκε η ροή χρηματοδότησης της USAID προς τα μέσα ενημέρωσης σε όλο τον κόσμο –ίσως και σε ελληνικά– η «καταιγίδα» σταμάτησε ως διά μαγείας.

Ο κόσμος που είχε συνηθίσει σε κινηματογραφικές παραγωγές με «υποχρεωτικούς» ρόλους διαφορετικότητας, σε εμβόλιμες πολύχρωμες σημαίες ακόμα και σε παραστάσεις της Επιδαύρου, διαπίστωσε ξαφνικά μια εκκωφαντική σιωπή. Ούτε αλλοιωμένοι πίνακες του Βρυζάκη, ούτε Eurovision-καρικατούρες, ούτε δηλώσεις περί 122 φύλων. Μέχρι κι ο πρωθυπουργός της Ελλάδας ανακάλυψε εκ νέου ότι τα φύλα είναι… δύο. Ενδιαφέρουσα μεταστροφή.

Και δεν είναι μόνο αυτό. Ο πρώην υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Άντονι Μπλίνκεν παραδέχθηκε δημόσια ότι άσκησε πίεση σε κυβερνήσεις όπως της Ελλάδας, της Μαδαγασκάρης και του Αγίου Μαρίνου, ώστε να αλλάξουν τη νομοθεσία τους και να θεσμοθετήσουν τον γάμο μεταξύ ομοφύλων. Η επιχείρηση ήταν σαφής: να υποκατασταθούν συμπαγείς εθνικές ταυτότητες από εύθραυστα μωσαϊκά ατομικοτήτων. Το σχέδιο, ωστόσο, δείχνει να έχει αποτύχει.

Το δεύτερο πράγμα που αποκαλύπτεται σήμερα αφορά τη ρωσοφοβία – τον άλλο πυλώνα της ιδεολογικής πλατφόρμας των Δημοκρατικών. Για χρόνια, πολιτικές ηγεσίες και προσκείμενα ΜΜΕ στην Ελλάδα ακολούθησαν τυφλά αυτή τη γραμμή, δαιμονοποιώντας κάθε αναφορά σε ρωσική προσέγγιση. Τώρα, όμως, τα στοιχεία που φέρνει στο φως η κυβέρνηση Τραμπ δείχνουν πώς στήθηκε όλο το αφήγημα.

Οι έρευνες εντός της CIA αποκαλύπτουν πως η Χίλαρι Κλίντον πίεσε ασφυκτικά ώστε να «κατασκευαστεί» η αφήγηση ότι ο Τραμπ εξελέγη το 2016 χάρη στη ρωσική παρέμβαση. Ένα αφήγημα που ταίριαζε τέλεια στις ανάγκες των Δημοκρατικών, καθώς αποσπούσε την προσοχή από τα δικά τους σκάνδαλα και έστρωνε το χαλί για μια μόνιμη δαιμονοποίηση της Μόσχας. Ειρωνεία της Ιστορίας: σήμερα η ίδια η Κλίντον εμφανίζεται να στηρίζει την υποψηφιότητα Τραμπ για Νόμπελ Ειρήνης.

Η ουσία είναι πως τώρα που ανοίγουν στόματα, η εικόνα γίνεται καθαρή. Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχει ήδη δημοσιοποιήσει η νυν διευθύντρια Εθνικών Πληροφοριών Τulsi Gabbard, το αφήγημα «Russiagate» δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια επιμελώς σκηνοθετημένη πολιτική επιχείρηση. Ο Τζέιμς Κλάπερ, ο Τζον Μπρέναν και ο Τζέιμς Κόμεϊ βιάστηκαν να «νομιμοποιήσουν» υποτιθέμενες αποδείξεις, παρά τις έντονες αντιρρήσεις άλλων στελεχών.

Με όλα αυτά καταρρέουν δύο μεγάλοι μύθοι που για χρόνια συντηρούσαν οι αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών: πρώτον, ότι λειτουργούν με απόλυτη αντικειμενικότητα, και δεύτερον, ότι είναι απολιτικές. Στην πραγματικότητα, όπως παραδέχονται πλέον και ειδικοί αναλυτές, οι μυστικές υπηρεσίες δεν απέχουν πολύ από τα ΜΜΕ ή τα think tanks: ασχολούνται με την κατασκευή και προώθηση αφηγημάτων όσο και με την παροχή πληροφορίας.

Το πιο ανησυχητικό είναι η κουλτούρα μυστικότητας που έχει καλλιεργήσει αλαζονεία και αίσθημα ατιμωρησίας στην κορυφή της ιεραρχίας. Επί χρόνια, κάθε αποτυχία παρουσιαζόταν ως «τεχνικό λάθος», σαν να αρκούσε λίγη περισσότερη «επιστημονική αυστηρότητα» για να εξασφαλιστεί το αλάθητο. Όμως το φιάσκο του Russiagate έδειξε ότι βρισκόμαστε σε μια εποχή όπου η αφήγηση μετράει όσο και τα δεδομένα.

Σήμερα, η κυβέρνηση Τραμπ φαίνεται αποφασισμένη να οδηγήσει την υπόθεση μέχρι τέλους. Ακόμη κι αν πολλές αποδείξεις παραμείνουν απόρρητες, ακόμη κι αν οι διώξεις δεν ξεπεράσουν τα κατηγορητήρια ενόρκων επιτροπών, το πλήγμα έχει συντελεστεί. Οι πολίτες έχουν δει ότι η κορυφή της κοινότητας πληροφοριών μπορεί να λογοδοτήσει δημόσια – και αυτό δεν μπορεί να αναστραφεί.

Και εδώ τίθεται το κρίσιμο ερώτημα για εμάς, στην Ελλάδα: ποιοι υιοθέτησαν αβίαστα αυτή την προπαγάνδα; Ποιοι μέσα στο πολιτικό και μιντιακό μας σύστημα έκαναν «copy paste» τα αφηγήματα περί ρωσικής απειλής, χωρίς να αναρωτηθούν ποιος τα έστησε και γιατί;

Η αλήθεια, όσο κι αν ενοχλεί, είναι πως το εγχώριο σύστημα εξουσίας ακολούθησε πιστά την αμερικανική ατζέντα. Από την επιβολή κοινωνικών «προοδευτικών» θεμάτων που κατέληξαν σε ιδεολογικό καταναγκασμό, μέχρι την τυφλή ευθυγράμμιση με την ψυχροπολεμική ρητορική κατά της Μόσχας, το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο: απώλεια αυτονομίας και υποβάθμιση της εθνικής στρατηγικής.

Το συμπέρασμα είναι αναπόφευκτο: όταν οι μύθοι καταρρέουν, αυτό που απομένει είναι η ανάγκη εθνικής εγρήγορσης. Η Ελλάδα δεν μπορεί να βασίζεται στην «αντικειμενικότητα» των υπηρεσιών πληροφοριών ξένων χωρών ούτε στην «προστασία» των ισχυρών συμμάχων της. Γιατί πίσω από τις πολύχρωμες σημαίες και τα μεγάλα αφηγήματα κρύβονται πάντα ψυχρά, απροκάλυπτα συμφέροντα.

Απέλπιδα προσπάθεια επιστροφής

Μετά την παγκόσμια «αφύπνιση» που ακολούθησε την πανδημία, όταν οι κοινωνίες αντιλήφθηκαν το εύρος της χειραγώγησης που ασκήθηκε επάνω τους στο όνομα της δημόσιας υγείας, πολλοί πίστεψαν ότι το κύμα των ιδεολογικών επιβολών τύπου woke είχε λήξει οριστικά. Οι ήττες των σχετικών ατζεντών σε Ηνωμένες Πολιτείες, Ευρώπη και αλλού, οι αντιδράσεις που σάρωσαν πανεπιστήμια, επιχειρήσεις, μέσα ενημέρωσης και πολιτικά κόμματα, έμοιαζαν να έχουν βάλει τελεία. Η εικόνα ήταν πως τα παγκόσμια κέντρα εξουσίας που χρηματοδότησαν, οργάνωσαν και προώθησαν αυτό το νέο «ευαγγέλιο» κοινωνικής μηχανικής είχαν αποτύχει, κι ότι αναγκάζονταν σε αναδίπλωση.

Η πραγματικότητα αποδεικνύεται διαφορετική. Δεν έκαναν πίσω, δεν αποσύρθηκαν. Επέστρεψαν. Αθόρυβα, ύπουλα, με άλλο ένδυμα, με διαφορετικό λεξιλόγιο, με πιο «ώριμη» στρατηγική, και με την ίδια ακριβώς στόχευση: την επανεπιβολή μιας νεοφεουδαρχικής παγκόσμιας τάξης, όπου η ελευθερία του ατόμου περισσεύει και η λογική αντικαθίσταται από την υπακοή. Οι ίδιοι παίκτες, οι ίδιες πολυεθνικές πλατφόρμες, τα ίδια think tanks, που μας επέβαλαν υποχρεωτικούς εμβολιασμούς, ψηφιακά πιστοποιητικά, καραντίνες, περιορισμό ελευθερίας έκφρασης και έναν νέο τύπο κοινωνίας βασισμένο σε «κοινωνικά κριτήρια συμμόρφωσης», επανέρχονται με νέο αφήγημα.

Δεν ονομάζεται πια ESG, δεν διαφημίζεται ως DEI, δεν προβάλλεται ως woke. Αντίθετα, φέρει ένα πιο τεχνοκρατικό, πιο ουδέτερο, πιο «λογικό» όνομα: Stakeholder Capitalism – ή ακόμη πιο πονηρά, «Stakeholder Capitalism 3.0». Στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτε άλλο από το ίδιο παλιό σχέδιο: μια επιχείρηση ελέγχου των κοινωνιών μέσω της οικονομίας, του πολιτισμού και της τεχνολογίας.

Το πλάνο είναι απλό: αφού ο κόσμος απέρριψε τον δήθεν προοδευτισμό ως ελεγχόμενο εργαλείο εξουσίας, ας τον επαναλανσάρουμε με νέο περιτύλιγμα. Πιο ρεαλιστικό, πιο «ήπιο», πιο «καλοσυνάτο». Στην καρδιά του, όμως, ίδιο και χειρότερο: το όνειρο μιας οικονομίας όπου δεν λογοδοτούν οι κυβερνήσεις στους πολίτες αλλά οι κοινωνίες στις εταιρείες.

Αυτό δεν είναι θεωρία συνωμοσίας. Το Harvard Law School Forum το διατυπώνει απερίφραστα: «Η ορολογία πρέπει να αλλάξει, αλλά ο σκοπός να μείνει ίδιος». Οι επιχειρήσεις καλούνται να αγκαλιάσουν τη woke κουλτούρα όχι πια με όρους ιδεολογικούς, αλλά με όρους συμφέροντος. Να προωθούν «κοινωνική δικαιοσύνη» και «κλιματική υπευθυνότητα», όχι επειδή είναι ηθικό, αλλά επειδή –υποτίθεται– βγάζει περισσότερα χρήματα.

Το μήνυμα είναι ξεκάθαρο: αφού οι κοινωνίες δεν πείστηκαν με συνθήματα περί ισότητας και συμπερίληψης, ας τις πείσουμε μέσω… χρηματιστηριακών αποδόσεων. Επενδύστε σε woke εταιρείες, λένε, γιατί είναι πιο ανθεκτικές, πιο κοινωνικά αποδεκτές και κυρίως έχουν την εύνοια των κυβερνήσεων.

Μόνο που η πραγματικότητα αποδεικνύει το αντίθετο. Οι εταιρείες που δεν ακολούθησαν το ESG τα πήγαν εξίσου καλά ή και καλύτερα. Οι κοινωνίες που υιοθέτησαν φανατικά woke πολιτικές βρέθηκαν σε κρίση κοινωνική, οικονομική και πολιτισμική. Η κατάρρευση πανεπιστημίων που επένδυσαν στην «πολυμορφία» αντί στην επιστήμη, η κρίση στις μεγάλες αμερικανικές πόλεις που υιοθέτησαν ακραίες πολιτικές DEI, η φθορά του ίδιου του brand «προοδευτισμός» – όλα αυτά δείχνουν την αποτυχία.

Στην καρδιά αυτού του σχεδίου βρισκόταν και παραμένει η BlackRock. Ο Λάρι Φινκ, επικεφαλής της μεγαλύτερης διαχειρίστριας κεφαλαίων στον κόσμο, ήταν ο μεγάλος αρχιτέκτονας της «νέας ηθικής». Πίσω από το γράμμα «S» του ESG (Social) κρύφτηκαν πλατφόρμες κοινωνικής αναδιάρθρωσης: φεμινισμός α λα καρτ, παγκόσμια κουλτούρα ενοχής, φίμωση του αντίθετου λόγου, φυλετικές ποσοστώσεις, μισανδρισμός, νεομαρξιστική ηθικολογία. Όλα βαφτίστηκαν «συμπερίληψη» και «πρόοδος».

Το σχέδιο έσπασε. Οι κοινωνίες αντέδρασαν. Οι επενδυτές απομακρύνθηκαν. Τα κεφάλαια εξαφανίστηκαν. Το αφήγημα αποσυντίθεται. Η ίδια η BlackRock αναγκάστηκε να παραδεχθεί σε κατάθεσή της στην αμερικανική SEC ότι η εμμονή σε ESG μπορεί να πλήξει «ουσιαστικά αρνητικά» την επενδυτική της δραστηριότητα. Ο ίδιος ο Φινκ, στο φετινό Νταβός, παραδέχθηκε ότι η ρητορική ESG έχει γίνει αντικείμενο πόλωσης και αποδοκιμασίας.

Αλλά επειδή το brand «ESG» έγινε συνώνυμο του εταιρικού αυταρχισμού, τώρα προσπαθούν να το ξανασερβίρουν χωρίς να το ονομάζουν. Μιλούν για «inclusive capitalism», για «εταιρική υπευθυνότητα», για «βιώσιμη στρατηγική». Πρόκειται για την ίδια ατζέντα, με νέα ετικέτα, πιο «στρογγυλεμένη». Μια επιχείρηση παγκόσμιας χειραγώγησης που έχει στόχο να φέρει τις ίδιες ελίτ πίσω στο κέντρο του ελέγχου, χωρίς να λογοδοτούν για τις κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες των πολιτικών τους.

Εδώ μπαίνει και η νέα πολιτική πραγματικότητα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο από τον Ιανουάριο του 2025 δεν είναι απλώς αλλαγή πολιτικής φρουράς. Είναι καρφί στο φέρετρο του ESG. Το Bloomberg αναφέρει ότι οι επενδύσεις σε woke κεφάλαια μειώνονται ραγδαία, ενώ το ίδιο το brand ESG έχει «τοξικοποιηθεί» τόσο, που ούτε ο Φινκ δεν τολμά να το προφέρει δημόσια. Νομικοί κίνδυνοι για όσες εταιρείες συνεχίζουν να υιοθετούν ESG πολλαπλασιάζονται, ενώ αποχωρήσεις από τέτοιες στρατηγικές καταγράφονται ήδη σε BlackRock, Invesco, Janus Henderson και αλλού.

Παρά ταύτα, η woke παράνοια δεν πέθανε. Και σχεδιάζει επάνοδο. Όχι επειδή πείθει, αλλά επειδή δεν θέλει να τιμωρηθεί. Το μόνο που φοβίζει το σύστημα είναι η λαϊκή πίεση, η οικονομική τιμωρία και η αποδόμηση των δομών που το συντηρούν: κρατικά κονδύλια, ΜΚΟ, θεσμικά επενδυτικά ταμεία, πολιτικές «συμμαχίες», μέσα ενημέρωσης.

Η Ελλάδα δεν έμεινε εκτός αυτού του πειράματος. Οι τράπεζες έσπευσαν να ενσωματώσουν ESG πολιτικές στις χρηματοδοτήσεις τους, μεγάλοι όμιλοι τοποθέτησαν τμήματα «βιωσιμότητας», πανεπιστήμια εισήγαγαν προγράμματα DEI με την αφέλεια ότι ακολουθούν την παγκόσμια τάση. Η δημόσια συζήτηση μολύνθηκε από ρητορική που παρουσίαζε τις παραδοσιακές αξίες ως οπισθοδρομικές και τον σεβασμό στην εθνική ταυτότητα ως σχεδόν επικίνδυνο. Ο Έλληνας φορολογούμενος πλήρωσε μέσω ευρωπαϊκών προγραμμάτων δράσεις που σήμερα δεν τολμούν ούτε να αναφέρουν.

Το μάθημα, ωστόσο, είναι εδώ. Η κοινωνία έχει ξυπνήσει. Και αυτή τη φορά δεν θα χαριστεί. Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη και κυβερνητικοί αξιωματούχοι ανακαλύπτουν ξανά ότι τα φύλα είναι δύο, ότι η ελευθερία λόγου είναι θεμέλιο της δημοκρατίας, ότι οι κοινωνίες δεν μπορούν να επιβιώσουν χωρίς συνοχή. Δεν είναι αναλαμπές συντηρητισμού· είναι η πραγματικότητα που επιβάλλεται μετά από μια δεκαετία παραλογισμού.

Το «Stakeholder Capitalism 3.0» είναι η απέλπιδα προσπάθεια ενός συστήματος να διατηρηθεί ζωντανό αλλάζοντας απλώς ταμπέλα. Δεν θα πετύχει, γιατί δεν πείθει. Και ακριβώς εδώ βρίσκεται η ευθύνη όλων: να μην επιτρέψουμε ξανά τη μετατροπή της κοινωνίας σε εργαστήριο κοινωνικής μηχανικής, να μην αφήσουμε τις αγορές και τα λόμπι να καθορίσουν τι σημαίνει πρόοδος, τι είναι αποδεκτό, τι είναι «βιώσιμο».

Η μάχη αυτή δεν είναι μόνο οικονομική. Είναι πολιτική, πολιτισμική, υπαρξιακή. Οι ίδιοι κύκλοι που χθες μας μιλούσαν για την «υποχρεωτικότητα» της υγειονομικής συμμόρφωσης και σήμερα μας μιλούν για «υποχρεωτικότητα» της εταιρικής υπευθυνότητας, αύριο θα απαιτήσουν «υποχρεωτικότητα» ψηφιακής ταυτότητας, βιομετρικού ελέγχου, κοινωνικής πιστοποίησης.

Η ιστορία διδάσκει πως ό,τι δεν στέριωσε στη συνείδηση των ανθρώπων με το καλό, επιχειρείται να επιβληθεί με το ζόρι. Αυτή είναι η ουσία της νέας φάσης που ζούμε. Το αν θα το επιτρέψουμε ή όχι, είναι το πραγματικό διακύβευμα. Όμως η κοινωνία έχει ξυπνήσει. Και αυτή τη φορά, δεν θα τους χαριστεί.

Ετικέτες: