70 χρόνια από το Πογκρόμ της Κωνσταντινούπολης: Η νύχτα που σφράγισε το τέλος του Ελληνισμού της Βασιλεύουσας
Η νύχτα της 6ης προς 7η Σεπτεμβρίου 1955 έχει καταγραφεί ως μία από τις πιο σκοτεινές σελίδες της νεότερης ιστορίας του Ελληνισμού. Στην Κωνσταντινούπολη, την καρδιά της καθ’ ημάς Ανατολής, εκεί όπου ο ελληνικός λόγος αντηχούσε αδιάλειπτα για τρεις χιλιετίες, ολόκληρη η μειονότητα των Ελλήνων βρέθηκε αντιμέτωπη με την κρατικά υποκινούμενη βία του τουρκικού εθνικισμού. Το πογκρόμ που εκδηλώθηκε τότε δεν ήταν μια αυθόρμητη έκρηξη πλήθους. Ήταν μια προμελετημένη, καλά οργανωμένη επιχείρηση εθνοκάθαρσης που στόχο είχε να πλήξει καίρια το ελληνικό στοιχείο και να προετοιμάσει το έδαφος για τον οριστικό ξεριζωμό του από την Πόλη.

Το ιστορικό πλαίσιο της εποχής φωτίζει τις προθέσεις της Άγκυρας. Είχαν περάσει μόλις τρεις δεκαετίες από την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης, η οποία προέβλεπε την πλήρη προστασία της ελληνικής μειονότητας στην Τουρκία. Τα άρθρα 38 έως 44 του κειμένου δεσμεύουν ρητά την Άγκυρα να εγγυηθεί την ελευθερία, τη ζωή, την περιουσία και τη θρησκευτική έκφραση όλων των πολιτών της ανεξαρτήτως εθνότητας ή θρησκείας. Στην πράξη όμως, το τουρκικό κράτος πορεύτηκε συστηματικά σε αντίθετη κατεύθυνση: επιβολή βαριών φόρων μόνο στους Έλληνες, περιορισμοί στις επαγγελματικές άδειες, παρακολούθηση και εκφοβισμοί, συνεχής πίεση ώστε να οδηγηθούν στη μετανάστευση. Το 1955, με πρόσχημα το Κυπριακό και την ανησυχία για τον ρόλο της Ελλάδας στο ζήτημα, το καθεστώς Μεντερές βρήκε την ευκαιρία να δώσει το τελειωτικό χτύπημα.

Η αφορμή δόθηκε το πρωί της 6ης Σεπτεμβρίου με την προβοκατόρικη έκρηξη στο σπίτι όπου γεννήθηκε ο Κεμάλ Ατατούρκ στη Θεσσαλονίκη. Το γεγονός παρουσιάστηκε ως δήθεν επίθεση Ελλήνων εθνικιστών και αναπαράχθηκε με ταχύτητα από τον φιλοκυβερνητικό Τύπο στην Τουρκία. Οι εφημερίδες έβγαλαν έκτακτες εκδόσεις, φανατίζοντας το κοινό με τίτλους που μιλούσαν για «βλασφημία» και «προσβολή του πατέρα του έθνους». Μέσα σε λίγες ώρες, τα πούλμαν και τα φορτηγά που είχαν ήδη οργανωθεί μετέφεραν χιλιάδες εξαγριωμένους πολίτες στην καρδιά της Πόλης, κυρίως στην Οδό του Πέραν. Ήταν η στιγμή που το σχέδιο τέθηκε σε εφαρμογή.

Το βράδυ, τα οργανωμένα πλήθη ξεχύθηκαν στους δρόμους με λίστες στόχων στα χέρια. Εμπορικά καταστήματα Ελλήνων σημαδεύτηκαν με σταυρούς και γκρεμίστηκαν μέσα σε λίγα λεπτά. Ολόκληρες συνοικίες καταστράφηκαν. Οι εικόνες τρόμου διαδέχονταν η μία την άλλη: εκκλησίες πυρπολημένες, εικόνες βεβηλωμένες, νεκροταφεία σκαμμένα, σπίτια λεηλατημένα. Ο απολογισμός είναι ανατριχιαστικός: 20 Έλληνες και ένας Αρμένιος νεκροί, δεκάδες τραυματίες, 12 Ελληνίδες βιασμένες, περίπου 4.400 ελληνικά καταστήματα κατεστραμμένα, 73 εκκλησίες καμένες, 23 σχολεία διαλυμένα, πάνω από 1.000 σπίτια λεηλατημένα. Η οικονομική ζημία για την ελληνική κοινότητα υπολογίστηκε στα 500 εκατομμύρια δολάρια – ποσό τεράστιο για την εποχή, αλλά η μεγαλύτερη απώλεια ήταν άυλη: η ασφάλεια και η προοπτική επιβίωσης στην πατρογονική γη.

Το πογκρόμ δεν υπήρξε στιγμιαίο ξέσπασμα· ήταν αποτέλεσμα πολυετούς προπαγάνδας και προετοιμασίας. Ο τουρκικός εθνικισμός, που μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο τροφοδοτούνταν από τα ψυχροπολεμικά παιχνίδια των μεγάλων δυνάμεων, βρήκε στους Έλληνες τον εύκολο αποδιοπομπαίο τράγο. Η παρουσία Ελλήνων σε καίριους οικονομικούς τομείς – από τα μαγαζιά του Πέραν έως τις βιοτεχνίες και τα εργαστήρια – θεωρήθηκε απειλή για την τουρκική «ομογενοποίηση». Έτσι, μέσα σε μια νύχτα, 2.000 τσαγκάρηδες, 2.000 επιπλοποιοί, 2.700 εργαζόμενοι στην εστίαση, εκατοντάδες εργάτες σε εργοστάσια και τυπογραφεία βρέθηκαν στον δρόμο. Η κοινωνική υποδομή που είχε στηρίξει την Πόλη για δεκαετίες γκρεμίστηκε βίαια.

Η διεθνής κοινότητα παρακολούθησε μουδιασμένη. Παρά τις εκκλήσεις της ελληνικής κυβέρνησης, οι μεγάλες δυνάμεις περιορίστηκαν σε ήπιες ανακοινώσεις. Ο ψυχρός πόλεμος και η στρατηγική σημασία της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ υπερίσχυσαν της ηθικής καταδίκης. Είναι χαρακτηριστικό ότι εκείνο το βράδυ βρίσκονταν στην Κωνσταντινούπολη ανώτατα στελέχη μυστικών υπηρεσιών δυτικών χωρών, μεταξύ των οποίων και ο Άλεν Ντάλες της CIA. Ο τουρκικός στρατός περιέγραψε αργότερα την επιχείρηση ως «μεγαλειώδη επιτυχία ανορθόδοξου πολέμου».

Για τους Έλληνες της Πόλης, όμως, ήταν μια τραγωδία. Οι άνθρωποι που βίωσαν τη φρίκη κουβαλούν μέχρι σήμερα τις μνήμες: οικογένειες που είδαν τα σπίτια τους να καίγονται, κορίτσια που κακοποιήθηκαν, ιερείς που εξευτελίστηκαν μπροστά στα ποίμνιά τους. Το πογκρόμ δεν τερμάτισε απλώς μια περίοδο σχετικής ειρηνικής συνύπαρξης· εγκαινίασε τον μαρασμό και τον οριστικό ξεριζωμό. Μέχρι το 1964, η ελληνική μειονότητα είχε μειωθεί δραματικά, καθώς χιλιάδες οικογένειες μετανάστευσαν στην Ελλάδα ή αλλού.

Σήμερα, εβδομήντα χρόνια μετά, η μνήμη του πογκρόμ παραμένει ζωντανή. Δεν πρόκειται μόνο για ιστορικό γεγονός, αλλά για ζήτημα εθνικής αυτογνωσίας, θυμίζει ότι οι διεθνείς συνθήκες, όσο δεσμευτικές κι αν φαίνονται στα χαρτιά, δεν προστατεύουν πάντα τις μειονότητες όταν η πολιτική βούληση απουσιάζει. Διδάσκει ότι ο εθνικισμός, όταν συνδυάζεται με κρατική ισχύ, μπορεί να μετατραπεί σε όπλο αφανισμού. Και προειδοποιεί πως η λήθη είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τους λαούς που έχουν πληρώσει το τίμημα της βίας.

Για την Ελλάδα, η επέτειος αυτή είναι μια υπενθύμιση ότι ο Ελληνισμός της Ανατολής υπήρξε οργανικό κομμάτι της ταυτότητάς μας. Είναι επίσης μια προειδοποίηση για το σήμερα: σε μια εποχή που η εξωτερική πολιτική συχνά θυσιάζει την ιστορική μνήμη στον βωμό της «ελληνοτουρκικής φιλίας», το πογκρόμ της Κωνσταντινούπολης μαρτυρεί πως η πραγματική συμφιλίωση απαιτεί πρώτα την αναγνώριση της αλήθειας και την έμπρακτη δικαιοσύνη.

Το βράδυ της 6ης Σεπτεμβρίου 1955 δεν έσβησε μόνο σπίτια, μαγαζιά και εκκλησίες, έσβησε ένα μεγάλο κομμάτι του υπερτρισχιλιετούς ελληνικού παρελθόντος της Πόλης. Και αυτό είναι ένα χρέος που δεν μπορεί να σβήσει ποτέ από τη συλλογική μνήμη του Ελληνισμού.
«Πρώτη φορά ένιωσα να μας μισούν χωρίς να καταλαβαίνω το γιατί»
Από το Γενί Τσαρσί ως το Ταξίμι, η Οδός του Πέραν ήταν η καρδιά της Κωνσταντινούπολης. Εκεί έσφυζε η ζωή, τα πιο όμορφα μαγαζιά, οι καλύτεροι τεχνίτες, τα ζαχαροπλαστεία που μύριζαν καϊμάκι και προφιτερόλ, οι εκκλησίες που στεκόντουσαν περήφανες δίπλα στις καθολικές και αρμενικές. Έλληνες, Βούλγαροι, Αρμένιοι, Εβραίοι, Τούρκοι, όλοι μαζί, στον παλμό μιας Πόλης που έμοιαζε αιώνια.

Κι όμως, εκείνο το απόγευμα της 6ης Σεπτεμβρίου 1955, όλα άλλαξαν. Μια παιδική ματιά, μόλις 9 χρονών τότε, θυμάται αποσπασματικά αλλά ανεξίτηλα: την ταραχή των μεγάλων, την αγωνία που έφερε το όνομα του Μεντερές στους ψιθύρους, τη φράση «Κύπρος είναι τουρκική» που επαναλαμβανόταν αδιάκοπα. Και ύστερα, τις κραυγές. Το πλήθος που κατέβαινε από το Ταξίμι και το Μπέιογλου, φορτωμένο με μίσος, φανατισμένο από την προβοκάτσια στη Θεσσαλονίκη.

Η οικογένεια βρέθηκε στο σπίτι της θείας, ένα αρχοντικό χτισμένο από Ιταλό αρχιτέκτονα, με βαριά ξύλινη πόρτα και μπρούτζινα χέρια για χτυπητήρια. Ο κόσμος ήταν ακόμη ανυποψίαστος· δούλευε, πρόκοβε, νοιαζόταν για τον διπλανό του. Οι γυναίκες άλλαζαν, έφερναν στην Πόλη το πρότυπο της δυνατής, κομψής κυρίας, που ήξερε να κρατάει σπίτι και να διεκδικεί τη ζωή. Κι αυτό, για κάποιους, ήταν ήδη ενοχλητικό.

Όταν το πλήθος έφτασε στη γειτονιά, οι φωνές έγιναν απειλές: «Ποιος μένει εδώ; Θα το σπάσουμε!». Ο καπουτζής, ο φύλακας του σπιτιού, στάθηκε μπροστά τους. «Εδώ δεν μένουν ξένοι. Μένουν Τούρκοι. Αν περάσετε, θα περάσετε πάνω από εμένα». Και για να τους σταματήσει, έδειξε το περίστροφο και μια φιάλη οξυγόνου. «Καλώς ήρθατε λοιπόν. Πεθαίνουν αυτοί, πεθαίνουμε κι εμείς». Η αποφασιστικότητα ενός ανθρώπου απέτρεψε την καταστροφή.

Το επόμενο μεσημέρι, η οικογένεια γύρισε με προφυλάξεις στο Αγά Χαμάμ. Ο δρόμος ήταν γεμάτος χαλάσματα. Τόπια υφασμάτων κομμένα σε λωρίδες, σπασμένα κρύσταλλα, καμένα μαγαζιά, εκκλησίες βεβηλωμένες. Στην Αγία Τριάδα του Ταξιμ, στην Παναγία, στον Σαν Αντόνιο, τα σημάδια της μανίας ήταν παντού. Οι φήμες για βεβηλωμένα νεκροταφεία, για γυναίκες και παιδιά που κακοποιήθηκαν, συμπλήρωναν το σκηνικό φρίκης.

«Πρώτη φορά ένιωσα να μας μισούν», θυμάται η αφήγηση. «Κι ως τότε δεν υπήρχε διαφορά: Έλληνες και Τούρκοι αγαπιόντουσαν, υπήρχε προκοπή, σεβασμός, νοιάξιμο. Όλα άρχισαν να αλλάζουν εκείνη τη μέρα. Και το πόσο μακριά θα έφτανε αυτή η αλλαγή το έζησα λίγα χρόνια μετά, το 1964, όταν μας απέλασαν με τον νόμο των “20 δολαρίων και 20 κιλών”. Αφήσαμε τα πάντα. Τίποτα δεν ήταν πια το ίδιο».
Η μαρτυρία ανήκει στη Μαρία-Κλάρα-Αναστασία-Ιωσηφίνα Γαλανοπούλου, γεννημένη στο Γαλατά Σαράι, που έφτασε στην Ελλάδα με την απέλαση του ’64. Τη διηγούνταν πάντα με σεμνότητα και θλίψη, σαν να είχε γίνει μόλις χθες. Ένα κομμάτι μιας μεγάλης, οδυνηρής ιστορίας που σημάδεψε για πάντα τον Ελληνισμό της Πόλης.
Πιο Δημοφιλή
Ο Μητσοτάκης ως ιδεολογικό υβρίδιο νεοφιλελευθερισμού και οικογενειοκρατίας
12 τόνους ακατάλληλα προϊόντα ετοιμάζονταν να ρίξουν στην αγορά στις εορτές
Η Τουρκία περικυκλώνεται στρατηγικά
Πιο Πρόσφατα
Παγωμένο χαμόγελο στα crypto: Από την ευφορία στο ψυχρό ξύπνημα
Σφαίρες και καραμπίνα στο φονικό των Βοριζίων: Τι «μαρτυρά» το αυτοκίνητο