Σήμερα Γιορτάζουν:

ΜΕΛΑΝΗ

Αντίδραση διοικητικών δικαστών στο Νομοσχέδιο

Την αντίθεσή τους στο Νομοσχέδιο του Υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου με τίτλο «αναμόρφωση πλαισίου και διαδικασιών επιστροφών πολιτών τρίτων χωρών – λοιπές ρυθμίσεις του υπουργείου μετανάστευσης και ασύλου» εκφράζουν οι διοικητικοί δικαστές, καταθέτοντας αναλυτικό υπόμνημα και επισημαίνοντας ότι το Μεταναστευτικό/Προσφυγικό δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται με καταστολή και με αυστηροποίηση των διαδικασιών χορήγησης άδειας διαμονής ή ασύλου. Υπογραμμίζουν ότι εναντιώνονται σε κάθε απόπειρα φαλκίδευσης της συνθήκης της Γενεύης, καλώντας τον νομοθέτη να λάβει υπόψη μια ήδη διαμορφωμένη πραγματικότητα και να μην αγνοεί τα δικαιώματα των ανθρώπων που προσφεύγουν στην προστασία της χώρας. Ως δικαστικοί λειτουργοί που κρίνουν τις συγκεκριμένες υποθέσεις σημειώνουν ότι το σχέδιο νόμου σκληραίνει περαιτέρω το πλαίσιο επιστροφών, εντείνοντας την καταστολή σύμφωνα με τις κατευθύνσεις του νέου συμφώνου της εε για τη μετανάστευση και το άσυλο, σε περιβάλλον ύφεσης και πολεμικής οικονομίας σε ολόκληρη την ένωση, ενώ επαναβεβαιώνουν την ιδιαίτερη ευαισθησία τους για τα ουσιαστικά και δικονομικά δικαιώματα μεταναστών και προσφύγων.

Υπενθυμίζουν, μάλιστα, τη δημόσια τοποθέτησή τους κατά τη συζήτηση διάταξης για τρίμηνη αναστολή υποβολής αιτημάτων ασύλου από όσους εισέρχονται παράνομα με πλωτά μέσα από τη Βόρεια Αφρική και την επιστροφή τους χωρίς καταγραφή, την οποία είχαν καταγγείλει με δελτίο τύπου. Τεκμηριώνουν ότι οι ανταγωνισμοί κρατών και μεγάλων οικονομικών συμφερόντων για αγορές, πρώτες ύλες, ενεργειακές πηγές, διαδρόμους μεταφοράς και στρατιωτικά πλεονεκτήματα γεννούν φτώχεια και εξαθλίωση, άρα η απάντηση δεν μπορεί να είναι η καταστολή αλλά η οργάνωση αξιοπρεπών ανοιχτών δομών υποδοχής και φιλοξενίας με ιατροφαρμακευτική φροντίδα, δωρεάν σίτιση και στέγαση, διερμηνεία και νομική αρωγή, με ειδική μέριμνα για ανηλίκους, μητέρες και παιδιά και θύματα εμπορίας ανθρώπων, καθώς και μια ευέλικτη νομοθετική δυνατότητα νομιμοποίησης όσων ζουν και εργάζονται ήδη στην ελλάδα, προς την κατεύθυνση της κοινωνικής ένταξής τους.

Επί των επίμαχων διατάξεων διατυπώνουν συγκεκριμένες προτάσεις και ενστάσεις ως εξής. 1. Άρθρο 4 (περ. ζ): ο ορισμός του «κινδύνου διαφυγής» οφείλει να περιλαμβάνει εξαντλητικό και όχι ενδεικτικό κατάλογο κριτηρίων, ώστε η επιβολή μέτρων στέρησης ελευθερίας να υπάγεται σε σαφή, προβλέψιμα όρια, κατά τη νομολογία του ΔΕΕ στην υπόθεση al chodor, ενώ κριτήρια όπως «έλλειψη κατοικίας ή γνωστής διαμονής» δεν μπορούν να αποτελούν αυτοτελή τεκμήρια διαφυγής, ιδίως για αιτούντες διεθνή προστασία. 2. Άρθρο 4 (περ. γδ): η πρόβλεψη απομάκρυνσης προς «ασφαλή τρίτη χώρα» ή «πρώτη χώρα ασύλου» ως αυτοτελών προορισμών επιστροφής δεν εναρμονίζεται με την οδηγία 2008/115/εκ, που ορίζει ως δυνατούς προορισμούς μόνο τη χώρα καταγωγής, χώρα διέλευσης βάσει επανεισδοχής ή άλλη τρίτη χώρα με συναίνεση του ενδιαφερομένου και αποδοχή της, ενώ η επίκληση της πρότασης κανονισμού επιστροφών της επιτροπής δεν έχει δεσμευτική ισχύ και η διεύρυνση χωρίς αυστηρά κριτήρια θέτει σε κίνδυνο θεμελιώδη δικαιώματα· προτείνεται, επιπλέον, η επέκταση του ορισμού «ευάλωτων» σε άτομα με σοβαρές ασθένειες, νοητική ή ψυχική αναπηρία και σε άμεσους συγγενείς θυμάτων ναυαγίων, σε ευθυγράμμιση με τον Ν. 4939/2022.

3. Άρθρο 8: η μείωση της προθεσμίας οικειοθελούς αναχώρησης από 25 σε 14 ημέρες και της παράτασης από 120 σε 60 δυσχεραίνει δυσανάλογα οικογένειες, ασθενείς και πρόσωπα με διοικητικές καθυστερήσεις έκδοσης ταξιδιωτικών εγγράφων και υπονομεύει την αποτελεσματική δικαστική προστασία, τη στιγμή που η πρόσβαση σε νομική συνδρομή απαιτεί χρόνο· η εισαγωγή ηλεκτρονικής επιτήρησης ως εναλλακτικού μέτρου εγείρει σοβαρά ζητήματα συνταγματικότητας, ενωσιακής συμβατότητας και προστασίας προσωπικών δεδομένων. 4. Άρθρο 12: η αύξηση της απαγόρευσης εισόδου σε 10 έτη με δυνατότητα παράτασης για άλλα 5 αντίκειται στο άρθρο 11 παρ. 2 της οδηγίας 2008/115/εκ, που θέτει όριο 5 ετών με εξαίρεση τις περιπτώσεις σοβαρής απειλής για τη δημόσια τάξη ή ασφάλεια, ενώ η επίκληση μελλοντικού κανονισμού δεν αρκεί. 5. άΆρθρο 14: η καθιέρωση προθεσμίας δέκα ημερών για αίτηση θεραπείας κατά αποφάσεων επιστροφής, αντί της ισχύουσας εξηκονθήμερης, είναι υπέρμετρα στενή και πρακτικά αδύνατη για συγκέντρωση δικαιολογητικών και εξασφάλιση νομικής συνδρομής. 6. Άρθρο 16: η παράταση διοικητικής κράτησης από 18 σε 24 μήνες προσκρούει στο άρθρο 15 παρ. 5–6 της οδηγίας επιστροφών και υπερβαίνει τα συνταγματικά όρια στέρησης ελευθερίας χωρίς ποινική δίκη, με την πρόταση νέου κανονισμού να μην συνιστά έγκυρη βάση απόκλισης.

Ακόμη και με μελλοντικές αλλαγές, η ρύθμιση θα ίσχυε μόνο όπου δεν παραβιάζει το Σύνταγμα. 7. Άρθρο 23: η αυτόματη κράτηση λόγω παράβασης υποχρεώσεων κατά την οικειοθελή αναχώρηση ή λόγω γενικών «παραγόντων κινδύνου» αντιβαίνει στην απαίτηση ατομικής αξιολόγησης του άρθρου 15 της οδηγίας, καθώς η κράτηση πρέπει να είναι έσχατο μέτρο αφού εξαντληθούν ηπιότερα μέσα. 8. Άρθρο 29: η κατάργηση της άδειας διαμονής για εξαιρετικούς λόγους αφαιρεί ένα κρίσιμο δίχτυ ασφαλείας από χιλιάδες μακροχρόνια διαμένοντες με αποδεδειγμένους δεσμούς, οι οποίοι συχνά μένουν εκτός για λόγους μη οφειλόμενους σε αυτούς, και δεν υποκαθίσταται επαρκώς από άδειες για ανθρωπιστικούς λόγους ή δημοσίου συμφέροντος, με κίνδυνο ενίσχυσης της περιθωριοποίησης αντί περιορισμού της μετανάστευσης. 9. Άρθρο 34: η επιβολή παραβόλου 300 ευρώ για κάθε μεταγενέστερη αίτηση ασύλου συνιστά οικονομικό φραγμό πρόσβασης σε διαδικασία που πρέπει να είναι απρόσκοπτη, με σχετικές πράξεις ήδη προσβληθείσες στο συμβούλιο της επικρατείας και χωρίς ανάλογο παράδειγμα σε άλλα κράτη μέλη, ενώ η αντικατάσταση της απόρριψης ως απαράδεκτης (με δυνατότητα προσφυγής) από απλή αρχειοθέτηση από τον προϊστάμενο καταργεί στην πράξη την ενδικοφανή προσφυγή, σε αντίθεση με τα άρθρα 40–42 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ.

Οι διοικητικοί δικαστές καταλήγουν ότι η πολιτεία οφείλει να επιλέξει λύσεις που σέβονται το ενωσιακό και διεθνές δίκαιο, διασφαλίζουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και ανταποκρίνονται ρεαλιστικά στις συνθήκες, με πολιτικές υποδοχής, ένταξης και νόμιμης διαμονής όπου συντρέχουν προϋποθέσεις, αντί για οριζόντιες αυστηροποιήσεις που ούτε επιλύουν το πρόβλημα ούτε τιμούν το κράτος δικαίου.