Σήμερα Γιορτάζουν:

ΜΕΛΑΝΗ

Χωρίς σχέδιο και στήριξη: Στο στόχαστρο του ΣΕΠΟΧ το ΥΠΕΝ για το Π.Δ. των μικρών οικισμών

Για σοβαρή προχειρότητα, απουσία ουσιαστικής διαβούλευσης και γενικευμένη σύγχυση στον πολεοδομικό σχεδιασμό εγκαλεί το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας ο Σύλλογος Ελλήνων Πολεοδόμων και Χωροτακτών (ΣΕΠΟΧ), με αφορμή το πρόσφατο Προεδρικό Διάταγμα που αφορά την οριοθέτηση οικισμών με πληθυσμό κάτω των 2.000 κατοίκων. Το νέο Π.Δ. έχει προκαλέσει έντονη αναστάτωση σε χιλιάδες ιδιοκτήτες ακινήτων σε όλη τη χώρα, δημιουργώντας νομική και πρακτική αβεβαιότητα σχετικά με τη δυνατότητα δόμησης και τον πολεοδομικό έλεγχο στις συγκεκριμένες περιοχές. Ο ΣΕΠΟΧ επισημαίνει ότι η απόφαση ελήφθη χωρίς την απαιτούμενη επιστημονική τεκμηρίωση και χωρίς να προηγηθεί ουσιαστικός διάλογος με τους ειδικούς και τις τοπικές κοινωνίες, γεγονός που, όπως αναφέρει, πλήττει τη διαφάνεια και την αξιοπιστία του χωροταξικού σχεδιασμού.

Επιπλέον, ο Σύλλογος προειδοποιεί ότι το Π.Δ. απειλεί να υπονομεύσει άμεσα την πρόοδο δεκάδων Τοπικών και Ειδικών Πολεοδομικών Σχεδίων που βρίσκονται υπό εκπόνηση, καθώς η νέα ρύθμιση ανατρέπει βασικά δεδομένα και δημιουργεί νομικά κενά. Σε πολλές περιπτώσεις, οι μελέτες κινδυνεύουν να μείνουν ημιτελείς ή να καταστούν ανεφάρμοστες, καθώς στερούνται κοινωνικής αποδοχής και ισχυρής τεκμηρίωσης στο νέο τοπίο που διαμορφώνει το Π.Δ. Ο ΣΕΠΟΧ κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για ένα σχεδιασμό αποκομμένο από την επιστημονική μεθοδολογία και τις ανάγκες των τοπικών κοινωνιών, καλώντας την πολιτεία να αναθεωρήσει άμεσα τη στάση της και να επανεκκινήσει τις διαδικασίες με όρους σοβαρότητας, διαφάνειας και συμμετοχής.

Σφοδρή κριτική κατά του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας ασκεί ο Σύλλογος Ελλήνων Πολεοδόμων και Χωροτακτών (ΣΕΠΟΧ) για το πρόσφατο Προεδρικό Διάταγμα που αφορά την οριοθέτηση οικισμών με πληθυσμό κάτω των 2.000 κατοίκων, το οποίο, όπως καταγγέλλεται, προωθήθηκε χωρίς προηγούμενη ουσιαστική δημόσια διαβούλευση. Το Διάταγμα, που επηρεάζει περίπου 10.000 οικισμούς σε όλη την Ελλάδα, έχει προκαλέσει αναστάτωση στις τοπικές κοινωνίες, στους ΟΤΑ και στους εμπλεκόμενους επιστημονικούς φορείς, οι οποίοι καλούνται να διαχειριστούν τις επιπτώσεις του με ελλιπή καθοδήγηση και μέσα σε ασφυκτικά χρονοδιαγράμματα. Ο ΣΕΠΟΧ τονίζει πως οι μελετητές των Τοπικών Πολεοδομικών Σχεδίων κλήθηκαν να ενσωματώσουν τις νέες ρυθμίσεις χωρίς ειδικές οδηγίες, ενώ το Π.Δ. φαίνεται να αγνοεί την πραγματικότητα που έχει διαμορφωθεί εδώ και τέσσερις δεκαετίες στους οικισμούς της χώρας.

Στην επίσημη ανακοίνωσή του, ο Σύλλογος επισημαίνει πως το Π.Δ. στηρίζεται σε οριζόντια και μηχανιστικά κριτήρια, όπως κτηματολογικά δεδομένα και αεροφωτογραφίες, παραμερίζοντας τις πολεοδομικές και χωροταξικές ιδιαιτερότητες κάθε περιοχής. Εκφράζει έντονο προβληματισμό για την τεχνική επάρκεια και τη σκοπιμότητα της συγκεκριμένης παρέμβασης, ιδιαίτερα σε μια περίοδο που εντείνεται η πίεση για τουριστική και εξωαστική ανάπτυξη. Ο ΣΕΠΟΧ σημειώνει ότι το ζήτημα της οριοθέτησης μικρών οικισμών αποτελεί εκκρεμότητα δεκαετιών, που απαιτεί επιστημονικά τεκμηριωμένες και συνολικές παρεμβάσεις, όχι αποσπασματικές ή πρόχειρες λύσεις.

Παρότι ο Σύλλογος στηρίζει διαχρονικά την ανάγκη για περιορισμό και σταδιακή κατάργηση της εκτός σχεδίου δόμησης, όπως και την ανάγκη ορθολογικής διαχείρισης του χώρου για την προστασία του περιβάλλοντος, της πολιτιστικής κληρονομιάς, του τοπίου και της γεωργικής γης, επισημαίνει ότι οι πρόσφατες ρυθμίσεις δεν προωθούν αυτούς τους στόχους. Αντιθέτως, εισάγουν νέα προβλήματα και δημιουργούν νομική ασάφεια. Τονίζεται επίσης ότι ο ΣΕΠΟΧ διαχρονικά αντιτάχθηκε στις κατά τόπους αυθαίρετες οριοθετήσεις οικισμών με αποφάσεις Νομαρχών, που τελικά ακυρώθηκαν από το Συμβούλιο της Επικρατείας, όμως η νέα προσπάθεια ρύθμισης δεν φαίνεται να μαθαίνει από αυτά τα λάθη.

Ο Σύλλογος καταλήγει καταγράφοντας πέντε κρίσιμα προβληματικά σημεία του νέου Π.Δ., τα οποία, όπως αναφέρει, θέτουν σε αμφισβήτηση τη σκοπιμότητα και τη βιωσιμότητα της νέας αυτής ρυθμιστικής παρέμβασης.

Πρώτον, επισημαίνεται ο μηχανιστικός χαρακτήρας της οριοθέτησης, που στηρίζεται σε γενικευμένα και αυθαίρετα κριτήρια – όπως αποστάσεις κτιρίων, κτηματολογικά δεδομένα, χρονικές περίοδοι και αεροφωτογραφίες – παραμερίζοντας την ανάγκη για ουσιαστική πολεοδομική και χωροταξική αξιολόγηση. Η προσέγγιση αυτή καθιστά την οριοθέτηση τεχνική διαδικασία διαπίστωσης μετρήσιμων στοιχείων, αγνοώντας εντελώς την ιστορική, γεωγραφική και τοπιακή πραγματικότητα κάθε οικισμού. Αποτέλεσμα είναι η υποβάθμιση του ρόλου των Τοπικών Πολεοδομικών Σχεδίων ως εργαλείων διαμόρφωσης αναπτυξιακών επιλογών για την ύπαιθρο, όπως σημειώνει ο ΣΕΠΟΧ.

Δεύτερον, το Π.Δ. προβλέπει οριζόντιες ρυθμίσεις ως προς τους όρους δόμησης, τις χρήσεις γης και τα μορφολογικά χαρακτηριστικά, χωρίς καμία διαφοροποίηση ανά κατηγορία ή τύπο οικισμού. Οι γενικευμένοι κανόνες για αρτιότητες, συντελεστές δόμησης και λοιπές παραμέτρους – όπως για παράδειγμα η αρτιότητα 2 στρεμμάτων για τη Ζώνη Α (οικισμοί προ του 1923) και από 300 τ.μ. έως 2 στρέμματα για τη Ζώνη Β (1923–1985) – εφαρμόζονται χωρίς να λαμβάνονται υπόψη κρίσιμα τοπικά χαρακτηριστικά. Κατά τον ΣΕΠΟΧ, αυτή η «τυφλή» προσέγγιση υπονομεύει την αρχή της πολεοδομικής πολυμορφίας και παρακάμπτει την ανάγκη για σχεδιασμό με βάση την ταυτότητα, την κληρονομιά και τη γεωγραφία κάθε περιοχής.

Τρίτον, ο Σύλλογος εντοπίζει σοβαρά προβλήματα στην αναδοχή της εκπόνησης των νέων μελετών από τους μελετητές των Τοπικών Πολεοδομικών Σχεδίων. Η εργασία αυτή προστέθηκε στο ήδη φορτωμένο μελετητικό τους αντικείμενο χωρίς σαφείς προδιαγραφές και χωρίς αναπροσαρμογή των χρονοδιαγραμμάτων, παρά το τεράστιο πλήθος των υπό εξέταση οικισμών. Πρόκειται, σύμφωνα με τον ΣΕΠΟΧ, για πάγια τακτική του ΥΠΕΝ, το οποίο αναθέτει την επίλυση παλαιών εκκρεμοτήτων στους μελετητές χωρίς να δημιουργεί τις απαραίτητες προϋποθέσεις για αποτελεσματική και τεκμηριωμένη δουλειά.

Τέταρτον, υπογραμμίζεται η θεσμική και ουσιαστική σύγχυση που προκαλείται από την εμπλοκή διαφορετικών επιπέδων σχεδιασμού. Η νέα ρύθμιση προσθέτει αρμοδιότητες και βάρη στο επίπεδο των ΤΠΣ, δημιουργώντας ασάφεια ως προς το ποια εργαλεία σχεδιασμού υπερισχύουν και πώς θεσμοθετούνται. Αυτή η αλληλοεπικάλυψη οδηγεί, κατά τον ΣΕΠΟΧ, σε ένα ασταθές θεσμικό περιβάλλον, που πλήττει τη σαφήνεια, τη συνέχεια και την αποτελεσματικότητα του πολεοδομικού σχεδιασμού.

Πέμπτον, στηλιτεύεται η διαδικασία δημόσιας διαβούλευσης, η οποία προβλέπεται να πραγματοποιηθεί στο τέλος της διαδικασίας, παρά το γεγονός ότι το Π.Δ. επηρεάζει άμεσα και σε βάθος χρόνου δικαιώματα δόμησης για χιλιάδες ιδιοκτήτες. Κατά τον ΣΕΠΟΧ, αυτή η πρακτική δεν διασφαλίζει την κοινωνική νομιμοποίηση των ρυθμίσεων και αγνοεί την ανάγκη για διαφανή και συμμετοχική διαμόρφωση κρίσιμων πολιτικών για τον χώρο.

Στο επίκεντρο της κριτικής του Συλλόγου Ελλήνων Πολεοδόμων και Χωροτακτών (ΣΕΠΟΧ) βρίσκεται όχι μόνο το περιεχόμενο του Προεδρικού Διατάγματος για την οριοθέτηση των μικρών οικισμών, αλλά και η ευρύτερη πολιτική που ασκεί η Πολιτεία για τον σχεδιασμό και την ανάπτυξη του χώρου. Ο ΣΕΠΟΧ υπογραμμίζει ότι η παρούσα συγκυρία χαρακτηρίζεται από εντατική και συχνά άναρχη τουριστική ανάπτυξη, με ιδιαίτερη ένταση στον νησιωτικό και παράκτιο χώρο, αλλά και σε πολλές ηπειρωτικές περιοχές. Καταγράφονται φαινόμενα ανεξέλεγκτης, διάσπαρτης οικοδόμησης που λειτουργούν εις βάρος του περιβάλλοντος, της πολιτιστικής κληρονομιάς και του τοπίου.

Ταυτόχρονα, παρατηρεί ότι η επίσημη στρατηγική του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας δείχνει να ευνοεί την ανάπτυξη οργανωμένων μορφών τουρισμού και την ιδιωτική πολεοδόμηση, δίχως όμως σαφές όριο και χωρίς να συνοδεύεται από μια συνεπή στρατηγική περιορισμού της εκτός σχεδίου δόμησης. Όπως τονίζει ο ΣΕΠΟΧ, οι νέες νόμιμες τουριστικές και παραθεριστικές αναπτύξεις δεν τοποθετούνται εντός των υφιστάμενων οικιστικών πλαισίων, αλλά συμβαίνουν σχεδόν αποκλειστικά σε εκτός σχεδίου περιοχές, είτε ακολουθώντας το υπάρχον καθεστώς της εκτός σχεδίου δόμησης είτε μέσα από οργανωμένους υποδοχείς.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο ΣΕΠΟΧ θέτει ένα θεμελιώδες ερώτημα: ποια είναι η πραγματική σκοπιμότητα της προώθησης του συγκεκριμένου Π.Δ. στην παρούσα χρονική στιγμή; Ενισχύει τη συγκροτημένη, θεσμικά ελεγχόμενη ανάπτυξη ή, αντίθετα, λειτουργεί ως εργαλείο εντατικοποίησης της εκτός σχεδίου δόμησης, εφόσον αποδυναμώνει τα Τοπικά Πολεοδομικά Σχέδια και εισάγει ρυθμίσεις που δεν λαμβάνουν υπόψη τις τοπικές ανάγκες και δυναμικές;

Ο ΣΕΠΟΧ αφήνει να εννοηθεί ότι η κυβερνητική στρατηγική δεν προτάσσει την προστασία του χώρου, αλλά τη διευκόλυνση επενδύσεων με όρους ιδιωτικής πρωτοβουλίας και χωρίς χωρική στρατηγική, με το Π.Δ. να μοιάζει περισσότερο με εργαλείο νομικής τακτοποίησης, παρά με μοχλό πολεοδομικού εξορθολογισμού.

Στο στόχαστρο του Συλλόγου Ελλήνων Πολεοδόμων και Χωροτακτών (ΣΕΠΟΧ) μπαίνει και η λύση που φέρεται να εξετάζει το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, με τη χρήση των εργαλείων των Περιοχών Ελέγχου Χρήσεων και την πρόβλεψη αρτιότητας στα 2 στρέμματα, με στόχο –όπως εκτιμά ο ΣΕΠΟΧ– να παρακαμφθεί η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ο Σύλλογος υποστηρίζει ότι η προσέγγιση αυτή επαναφέρει ουσιαστικά το καθεστώς της παρέκκλισης με νέο ένδυμα, δημιουργώντας μια «νέα κατηγορία» εκτός σχεδίου δόμησης, αυτή τη φορά με πιο ελαστικούς και πιο επισφαλείς όρους.

Οι πολεοδόμοι προειδοποιούν ότι το εργαλείο αυτό, αντί να συμβάλει στον περιορισμό της άναρχης δόμησης, κινδυνεύει να γίνει μηχανισμός διευκόλυνσης της περαιτέρω διάχυσης οικοδομικής δραστηριότητας, ειδικά περιμετρικά των οικισμών, οδηγώντας σε μακροπρόθεσμες αρνητικές επιπτώσεις για την ορθολογική διαχείριση του χώρου. Επισημαίνουν ότι, εφόσον οι Περιοχές Ελέγχου Χρήσεων χρησιμοποιηθούν ορθά, θα έπρεπε να θέτουν αυστηρότερους όρους και αρτιότητες άνω των 4 στρεμμάτων, και όχι να μειώνουν τα πολεοδομικά φίλτρα. Αντί αυτού, η χρήση τους με τον προτεινόμενο τρόπο αλλοιώνει τον σκοπό του εργαλείου και ανοίγει νέα κανάλια για την επανεμφάνιση πρακτικών που υποτίθεται ότι είχε θέσει στο περιθώριο η νομολογία του ΣτΕ.

Το πρόβλημα επιτείνεται από τη δημογραφική και κοινωνική πραγματικότητα των οικισμών. Ο ΣΕΠΟΧ υπενθυμίζει ότι περίπου 6.500 οικισμοί σε όλη τη χώρα έχουν χαρακτηριστεί ως στάσιμοι ή φθίνοντες, πολλοί από τους οποίους είναι διάσπαρτοι, όπως στην Ικαρία ή την Άνδρο. Οι οικισμοί αυτοί συχνά δεν πληρούν τα τυπικά κριτήρια του Π.Δ., γεγονός που εγείρει ακόμη μεγαλύτερες ανησυχίες για την τύχη τους, τόσο από πλευράς ανάπτυξης όσο και ως προς την ενδεχόμενη εγκατάλειψή τους από την επίσημη χωροταξική πολιτική.

Συνολικά, ο ΣΕΠΟΧ περιγράφει μια εικόνα παράλληλης στρατηγικής: από τη μία η πολιτεία εμφανίζεται να προωθεί τον πολεοδομικό εξορθολογισμό, και από την άλλη ανοίγει νέους δρόμους ελαστικής δόμησης, σε βάρος του ίδιου του στόχου της βιώσιμης και ισορροπημένης ανάπτυξης του χώρου.