Χορός στον στύλο μέσα στα Ανάκτορα: Οργή και ερωτήματα για “εικόνες ντροπής” στην Κέρκυρα
Έντονες αντιδράσεις έχει προκαλέσει η παρουσία ημίγυμνων γυναικών που χόρευαν σε στύλο pole dancing στο περιστύλιο των Ανακτόρων στην παλιά πόλη της Κέρκυρας, σε έναν από τους πιο ιστορικούς και εμβληματικούς χώρους του νησιού. Το περιστατικό σημειώθηκε τις πρώτες πρωινές ώρες της ημέρας, γύρω στη 1:30 π.μ., με αρκετές γυναίκες να κυκλοφορούν ημίγυμνες στον χώρο και να επιδίδονται σε χορό που καταγράφηκε από παρευρισκόμενους και κοινοποιήθηκε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, προκαλώντας την άμεση αντίδραση της τοπικής κοινωνίας.
Το Corfu TV News χαρακτήρισε τις εικόνες «ντροπιαστικές», δίνοντας τον τόνο της γενικευμένης κατακραυγής που ακολούθησε. Παραμένει άγνωστο εάν η δράση αυτή ήταν αυθόρμητη ή εντασσόταν σε κάποιο οργανωμένο δρώμενο με άδεια, ενώ εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι δεν υπήρξε καμία επίσημη ενημέρωση ή προειδοποίηση για τη χρήση του χώρου.
Η ΕΡΤ επικοινώνησε με τη διεύθυνση του Μουσείου Ασιατικής Τέχνης, που στεγάζεται στο ίδιο κτηριακό συγκρότημα, η οποία δήλωσε πλήρη άγνοια για το περιστατικό και παρέπεμψε στο Υπουργείο Πολιτισμού για οποιαδήποτε περαιτέρω πληροφόρηση. Το θέμα έλαβε δημοσιότητα έπειτα από ανάρτηση επαγγελματία της περιοχής, ο οποίος κοινοποίησε φωτογραφίες και βίντεο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, κάνοντας λόγο για απαράδεκτη εικόνα σε έναν χώρο ιστορικής και πολιτιστικής σημασίας.
Το περιστατικό αναμένεται να εξελιχθεί σε πολιτιστικό και θεσμικό ζήτημα, καθώς τίθενται σοβαρά ερωτήματα για τη φύλαξη, τη χρήση και τον σεβασμό δημόσιων και πολιτιστικών χώρων.
Το περιστύλιο των Ανακτόρων στην παλιά πόλη της Κέρκυρας, όπου πρόσφατα εκτυλίχθηκαν σκηνές pole dancing που προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις, δεν είναι απλώς ένας ακόμα δημόσιος χώρος. Σύμφωνα με την επίσημη ιστοσελίδα του, πρόκειται για το μεγαλύτερο και σημαντικότερο οικοδόμημα της περιόδου του Ιονίου Κράτους, η οποία διήρκεσε από το 1815 έως το 1864, όταν τα Επτάνησα ενώθηκαν με την υπόλοιπη Ελλάδα.
Την ανέγερση του εντυπωσιακού αυτού συγκροτήματος διέταξε ο Ύπατος Βρετανός Αρμοστής Sir Thomas Maitland, με στόχο να στεγάσει την πολυτελή προσωπική του κατοικία αλλά και το διοικητικό κέντρο της Αρμοστείας, που μέχρι τότε λειτουργούσε στο Παλαιό Φρούριο. Το οικοδόμημα δεν είχε απλώς λειτουργικό χαρακτήρα· φιλοξενούσε επίσης την Ιόνιο Γερουσία και την Ιόνιο Βουλή, δύο θεσμούς που ενσάρκωναν την πολιτική αυτονομία των Ιόνιων Νήσων και τη μοναδική πολιτειακή τους ταυτότητα κατά την εποχή της βρετανικής προστασίας.
Η πρόσφατη χρήση του χώρου για έναν χορό που φέρει έντονα στοιχεία ιδιωτικής διασκέδασης και ενδεχομένως σεξουαλικής υποδήλωσης, έρχεται σε ακραία αντίθεση με την ιστορική και θεσμική του βαρύτητα. Το γεγονός αυτό εντείνει τις αντιδράσεις, καθώς δεν πρόκειται απλώς για προσβολή αισθητικής, αλλά για έναν ευθύ πλήγμα στον συμβολισμό και την κληρονομιά ενός κτηρίου-συμβόλου για τα Επτάνησα και την ελληνική ιστορία.
Η κατασκευή τους ανατέθηκε στον Sir George Whitmore, μηχανικό του βρετανικού στρατού και αρχιτέκτονα, ο οποίος σχεδίασε το κτίριο ακολουθώντας το νεοκλασικό ρυθμό της Αντιβασιλείας (Regency Style). Επηρεασμένος από τον νεοπαλλαδιανισμό και την αρχαιολατρία που κυριαρχούσε στη Βρετανία εκείνης της εποχής, εφάρμοσε έναν συγκερασμό ρωμαϊκών και αρχαιοελληνικών στοιχείων, δημιουργώντας ένα οικοδόμημα που συνδύαζε την αισθητική αυστηρότητα με την επίδειξη δύναμης.
Πέρα όμως από την αρχιτεκτονική του αξία, το κτίριο σχεδιάστηκε για να στεγάσει θεσμούς εξουσίας και κύρους. Εκτός από την πολυτελή κατοικία του Ύπατου Αρμοστή και τα όργανα της τοπικής κυβέρνησης, επελέγη ως έδρα του νεοσύστατου τότε Τάγματος των Αρχαγγέλου Μιχαήλ και Αγίου Γεωργίου, το οποίο ιδρύθηκε το 1818 με πρωτοβουλία του Sir Thomas Maitland. Από αυτό το τάγμα, τα Ανάκτορα έλαβαν και την επίσημη ονομασία τους, που φέρουν έως σήμερα.
Η σημερινή τους χρήση και η εικόνα που παρουσιάστηκε μέσα από τα social media δεν προκαλεί απλώς αισθητική και ηθική αποδοκιμασία. Αναδεικνύει και ένα σοβαρό ρήγμα ανάμεσα στον ιστορικό ρόλο του χώρου και στη σύγχρονη διαχείρισή του. Από σύμβολο εξουσίας, τέχνης και πολιτειακής μνήμης, μετατράπηκε —έστω και πρόσκαιρα— σε σκηνικό ενός θεάματος που ξέφυγε από κάθε πλαίσιο σεβασμού και ιστορικής συνέχειας.
Κομβικό ρόλο στη διαμόρφωση της αισθητικής του κτηρίου είχε η συνεργασία του Sir George Whitmore με τον Κερκυραίο γλύπτη Παύλο Προσαλέντη, ο οποίος ανέλαβε εξ ολοκλήρου τη γλυπτική διακόσμηση του οικοδομήματος. Ο Whitmore αναγνώρισε στον Προσαλέντη έναν ιδεώδη συνεργάτη – έναν καλλιτέχνη με τεχνική αρτιότητα και βαθιά γνώση της αρχαιοελληνικής τέχνης, που εναρμονίστηκε πλήρως με τη νεοπαλλαδιανή αρχιτεκτονική που υιοθετήθηκε.
Καθώς προχωρούσε το έργο, ο Ύπατος Αρμοστής Sir Thomas Maitland απαίτησε την επέκταση των Ανακτόρων ώστε να ανταποκριθούν στις προσδοκίες και τις πιέσεις των Ιονίων πολιτών για ένα πιο επιβλητικό και μεγαλοπρεπές κτήριο. Η απαίτηση αυτή οδήγησε σε αύξηση του όγκου και του εμβαδού του συγκροτήματος, καθιστώντας το όχι μόνο διοικητικό και συμβολικό κέντρο αλλά και μνημείο αρχιτεκτονικής φιλοδοξίας.
Σημαντική ήταν επίσης η συμβολή των Επτανήσιων στρατιωτικών μηχανικών και αρχιτεκτόνων Φίλιππου Πετριτσόπουλου και Ιωάννη Μπατίστα Παρμαζάν, οι οποίοι είχαν ενεργή παρουσία στην Κέρκυρα ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνα. Αυτοί ανέλαβαν τον έλεγχο των οικοδομικών υλικών, διασφαλίζοντας την ποιότητα και τη στατική αρτιότητα του έργου.
Η ανέγερση έγινε με μαλτέζικη πέτρα, ειδικά εισαγόμενη για το σκοπό αυτό, υλικό πολυτελές και ανθεκτικό, ενώ οι Μαλτέζοι τεχνίτες που τη δούλεψαν είχαν την υποστήριξη δεκάδων Κερκυραίων εργατών. Το τελικό αποτέλεσμα δεν ήταν απλώς ένα διοικητικό κτίριο, αλλά ένα αρχιτεκτονικό σύμβολο που παντρεύει την βρετανική εξουσία με την τοπική καλλιτεχνική ιδιοφυΐα – ένα έργο που χτίστηκε με διεθνή τεχνικά πρότυπα και τοπική ψυχή.
Με την ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα το 1864, το ελληνικό κράτος κληρονόμησε όχι μόνο ένα εμβληματικό αρχιτεκτόνημα, αλλά και ένα από τα μεγαλύτερα και επιβλητικότερα δημόσια κτήρια της επικράτειας – δεύτερο μόνο μετά το Ανάκτορο του Όθωνα, τη σημερινή Βουλή των Ελλήνων. Τα Ανάκτορα των Αρχαγγέλου Μιχαήλ και Αγίου Γεωργίου εντάχθηκαν στο ελληνικό δημόσιο και απέκτησαν νέο ρόλο, καθώς από το 1864 έως το 1913 χρησιμοποιήθηκαν ως θερινή κατοικία της βασιλικής οικογένειας κατά τις επισκέψεις της στην Κέρκυρα.
Στον πρώτο όροφο, οι πολυτελείς αίθουσες πλαισιώνονταν ανατολικά από τα ιδιωτικά διαμερίσματα της βασίλισσας και δυτικά από εκείνα του βασιλιά. Ο εσωτερικός διάκοσμος ενσάρκωνε την αίγλη της βασιλικής εξουσίας, με εντυπωσιακά αγγλικά και γαλλικά έπιπλα, περίτεχνα φωτιστικά, χειροποίητες ταπετσαρίες, πορσελάνες και ανατολίτικα χαλιά να συνθέτουν ένα περιβάλλον απόλυτης χλιδής. Στον δεύτερο όροφο υπήρχαν δώδεκα δωμάτια για τη βασιλική φρουρά, ενώ το υπόγειο φιλοξενούσε τις εγκαταστάσεις του βοηθητικού προσωπικού.
Ωστόσο, οι ιστορικές αναταράξεις που ακολούθησαν, με τους Βαλκανικούς Πολέμους (1912–1914) και τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο (1914–1918), ανέκοψαν τη χρήση των Ανακτόρων ως βασιλικής κατοικίας. Το οικοδόμημα μετατράπηκε και πάλι, αυτή τη φορά για να εξυπηρετήσει τις επιτακτικές ανάγκες της εποχής του Μεσοπολέμου. Η αρχική του λειτουργία ως σύμβολο εξουσίας και πολιτισμού έδωσε τη θέση της σε έναν πιο πρακτικό ρόλο, ενδεικτικό των συνεχών αλλαγών που επέβαλλαν οι κοινωνικές και γεωπολιτικές εξελίξεις.
Από την αποικιακή επίδειξη δύναμης και την αριστοκρατική χλιδή μέχρι την αντιμετώπιση των κρίσεων του 20ού αιώνα, τα Ανάκτορα δεν είναι απλώς ένας χώρος. Είναι καθρέφτης των ιστορικών μεταβολών που διαμόρφωσαν την ταυτότητα της Κέρκυρας, της Ελλάδας και της ίδιας της Ευρώπης.
Ήδη από το 1919, ξεκίνησε μια νέα εποχή για τα Ανάκτορα της Κέρκυρας, όταν άρχισαν οι διαπραγματεύσεις για τη δημιουργία του πρώτου –και μέχρι σήμερα μοναδικού– Μουσείου Ασιατικής Τέχνης στην Ελλάδα. Το μουσείο θα φιλοξενούνταν στο ιστορικό αυτό οικοδόμημα, με βασικό θεμέλιο τη συλλογή-δωρεά του διπλωμάτη και συλλέκτη Γρηγορίου Μάνου. Η επιλογή του χώρου σηματοδότησε τη μετάβαση των Ανακτόρων από βασιλική και στρατιωτική χρήση σε ένα σημείο πολιτισμικής σύνθεσης και διεθνούς προβολής.
Ωστόσο, η πορεία δεν υπήρξε ανέφελη. Το κτήριο υπέστη σοβαρές καταστροφές κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, με τον βομβαρδισμό της στέγης και τη λεηλασία επίπλων και έργων τέχνης. Ακόμη μεγαλύτερη ήταν η ζημιά που προκλήθηκε κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου, όταν η ιστορική Αίθουσα των Συμποσίων καταστράφηκε ολοσχερώς από πυρκαγιά. Η μεταπολεμική περίοδος σήμανε σταδιακή αποκατάσταση. Τη δεκαετία του 1950 έγιναν οι πρώτες ουσιαστικές επισκευές, με έμφαση στις μνημειακές αίθουσες.
Το αποφασιστικό βήμα για την αναβίωση του χώρου ήρθε μεταξύ 1992 και 1994, όταν πραγματοποιήθηκαν σημαντικά έργα αποκατάστασης τόσο στην εξωτερική τοιχοποιία όσο και στο εσωτερικό, ενώ εκσυγχρονίστηκαν και οι υποδομές. Η αναβάθμιση αυτή έγινε ενόψει της Συνόδου Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης που φιλοξενήθηκε στην Κέρκυρα το 1994, καθιστώντας τα Ανάκτορα κέντρο ευρωπαϊκής πολιτικής δράσης.
Έκτοτε, το Μουσείο Ασιατικής Τέχνης λειτουργεί όχι μόνο ως θεματοφύλακας μιας σπάνιας συλλογής, αλλά και ως φορέας διατήρησης της ιστορικής μνήμης του κτηρίου. Η επανέκθεση των συλλογών συνοδεύεται από δράσεις συντήρησης, τεκμηρίωσης και ανάδειξης της πορείας των Ανακτόρων από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα. Έτσι, ένας χώρος που άλλοτε ενσάρκωνε την αποικιακή εξουσία, τη βασιλική πολυτέλεια και τις ταραχές των πολέμων, μετατράπηκε σε σύμβολο πολιτιστικού διαλόγου και ιστορικής συνέχειας.
Πιο Δημοφιλή
Ο Μητσοτάκης ως ιδεολογικό υβρίδιο νεοφιλελευθερισμού και οικογενειοκρατίας
12 τόνους ακατάλληλα προϊόντα ετοιμάζονταν να ρίξουν στην αγορά στις εορτές
Ηγέτη όπως ο Καποδίστριας χρειάζεται ο Ελληνισμός
Η κυβέρνηση ως θεατής στον εποικισμό της χώρας
Πιο Πρόσφατα
Παπασταύρου: Απολογισμός δράσεων με αποτύπωμα σε ενέργεια και περιβάλλον
Γεωργιάδης: «Τα μπλόκα έγιναν πολιτικό εργαλείο»