Σήμερα Γιορτάζουν:

ΜΕΛΑΝΗ

Φιλελεύθερος φεμινισμός έναντι κολεκτιβιστικού φεμινισμού

Ο φεμινισμός θεωρείται συχνά μια ενιαία, ομοιογενής ιδεολογία, που είτε την υποστηρίζει κανείς, είτε της αντιτίθεται. Ωστόσο, από την αρχή, το κίνημα είχε δύο πλευρές.

Όπως έγραψε η φιλελεύθερη και φεμινίστρια μελετήτρια Wendy McElroy στο άρθρο της στο περιοδικό Freeman του 1998 με τίτλο «Ατομικιστικός φεμινισμός: Η χαμένη παράδοση του 19ου αιώνα»:

«Οι δύο βασικές παραδόσεις του φεμινισμού που αμφισβήτησαν ριζικά το πολιτικό σύστημα ήταν ο σοσιαλιστικός φεμινισμός, από τον οποίο προέρχεται ο σύγχρονος ριζοσπαστικός φεμινισμός, και ο ατομικιστικός φεμινισμός, ο οποίος μερικές φορές αποκαλείται φιλελεύθερος (libertarian) φεμινισμός».

Σε ένα άλλο άρθρο της στο Freeman, που δημοσιεύτηκε το 1997, η McElroy υιοθέτησε τον όρο της Christina Hoff Summer για τον σύγχρονο ριζοσπαστικό φεμινισμό: «φεμινισμός του φύλου».

Έτσι, οι δύο πλευρές του κινήματος θα μπορούσαν να ονομαστούν ατομικιστικός φεμινισμός και κολεκτιβιστικός φεμινισμός, με τον τελευταίο να περιλαμβάνει τόσο τον «σοσιαλιστικό φεμινισμό» όσο και τον διάδοχό του, τον σημερινό «φεμινισμό του φύλου».

Η έννοια της ισότητας

Μία από τις κύριες διαφορές μεταξύ του ατομικιστικού φεμινισμού και του κολεκτιβιστικού φεμινισμού είναι τι εννοεί η κάθε παράδοση με τον όρο «ισότητα». Όπως έγραψε η McElroy:

«Οι διαφορετικές ιδεολογίες των δύο παραδόσεων αντικατοπτρίζονταν στις διαφορετικές προσεγγίσεις τους στην έννοια της ισότητας. Για τις σοσιαλίστριες φεμινίστριες, η «ισότητα» ήταν ένας κοινωνικο-οικονομικός όρος. Οι γυναίκες θα μπορούσαν να είναι ίσες μόνο μετά την εξάλειψη της ατομικής ιδιοκτησίας και των οικονομικών σχέσεων που αυτή ενθάρρυνε -δηλαδή του καπιταλισμού».

Ο σοσιαλιστικός φεμινισμός επιδιώκει την «ισότητα των αποτελεσμάτων» μεταξύ ανδρών και γυναικών. Θεωρεί ότι οποιαδήποτε ανισότητα στο αποτέλεσμα είναι αναγκαστικά αποτέλεσμα μιας βαθύτερης ανισότητας: μιας ανισότητας στην εξουσία που συντηρείται από τον καπιταλισμό της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και τους συμμαχικούς του θεσμούς, όπως η οικογένεια. Αυτή η δυναμική ως προς την εξουσία έγινε γνωστή ως «πατριαρχία».

Ο ατομικιστικός φεμινισμός αναγνώριζε κι αυτός τις ανισότητες στην εξουσία, αλλά δεν κατηγορούσε την ιδιωτική ιδιοκτησία γι’ αυτές: το αντίθετο μάλιστα. Το πρόβλημα ήταν ότι τα δικαιώματα -συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων της ατομικής ιδιοκτησίας- των γυναικών δεν είχαν λάβει τον απαιτούμενο σεβασμό και προστασία. Όπως έγραψε η McElroy:

«Οι ατομικίστριες φεμινίστριες προσέγγισαν την ισότητα με έναν πιο αυστηρά νομικό τρόπο, επικαλούμενες τη θεωρία του φυσικού δικαίου. Επιθυμούσαν να αναγνωριστούν πλήρως τα ατομικά δικαιώματα των γυναικών στο πλαίσιο των νόμων που προστάτευαν το πρόσωπο και την ιδιωτική περιουσία ανδρών και γυναικών με τον ίδιο τρόπο. Ένας όρος που προτιμούσαν ήταν η «αυτοκτησία», η οποία αναφερόταν στην ηθική δικαιοδοσία που έχει κάθε ανθρώπινο ον πάνω στο σώμα του και στα προϊόντα της εργασίας του».

Έτσι, ο ατομικιστικός φεμινισμός επιδιώκει την «ισότητα» μεταξύ ανδρών και γυναικών με την έννοια των ίσων δικαιωμάτων και της ισότητας βάσει του νόμου. Αυτό το επιτυγχάνει με την κατάργηση των ειδικών νομικών περιορισμών που επιβάλλονται στις γυναίκες και των ειδικών νομικών προνομίων (ιδίως έναντι των γυναικών) που παρέχονται στους άνδρες.

Αυτό ήταν επίσης το είδος της «ισότητας» που επιδίωξε και της «καταπίεσης» που πολέμησε το κλασικό φιλελεύθερο κίνημα, όταν κατήργησε άλλες ειδικές νομικές υστερήσεις (όπως αυτές που επιβλήθηκαν στους δουλοπάροικους και τους σκλάβους) και ειδικά νομικά προνόμια (όπως αυτά που παραχωρήθηκαν στους φεουδάρχες και τους δουλοκτήτες).

Πράγματι, ο ατομικιστικός φεμινισμός μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι απλώς ο κλασικός φιλελευθερισμός εφαρμοσμένος στα δικαιώματα των γυναικών. Όπως έγραψε ο Ludwig von Mises:

«Στο μέτρο που ο Φεμινισμός επιδιώκει να προσαρμόσει τη νομική θέση της γυναίκας σε εκείνη του άνδρα, στο μέτρο που επιδιώκει να της προσφέρει νομική και οικονομική ελευθερία να αναπτυχθεί και να δράσει σύμφωνα με τις κλίσεις, τις επιθυμίες και τις οικονομικές της συνθήκες – τότε δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας κλάδος του μεγάλου φιλελεύθερου κινήματος, το οποίο υποστηρίζει την ειρηνική και ελεύθερη εξέλιξη».

Φιλελεύθερος φεμινισμός έναντι κολεκτιβιστικού φεμινισμού v38909337

Κάστες και σύγκρουση

Αυτό το κλασικό φιλελεύθερο κίνημα έφερε την επανάσταση στη Δύση τον 17ο, 18ο και 19ο αιώνα. Η παλαιά τάξη πραγμάτων που ανέτρεψε ήταν ένα σύστημα από «κάστες», σύμφωνα με τον Mises. Όπως εξήγησε η McElroy, στο δοκίμιό της στο Freeman το 1997 με τίτλο «Η κληρονομιά του Mises για τις φεμινίστριες»:

«Ο Mises αποκαλούσε τις στατικές τάξεις που εργάζονται κάτω από νομικούς περιορισμούς «κάστες». Οι κάστες δημιουργούνται όταν εγείρονται νομικά εμπόδια για να τσιμεντώσουν τους ανθρώπους σε μια τάξη και να εμποδίσουν την κοινωνική κινητικότητα. Στο βιβλίο του “Socialism”, διεύρυνε τι εννοούσε με τον όρο κάστες ή “μέλη κοινωνικού στρώματος”: “Τα κοινωνικά στρώματα ήταν νομικοί θεσμοί, όχι οικονομικώς καθορισμένα γεγονότα. Κάθε άνθρωπος γεννιόταν σε ένα κοινωνικό στρώμα και γενικά παρέμενε σε αυτό μέχρι να πεθάνει […] Κάποιος ήταν αφέντης ή δουλοπάροικος, ελεύθερος ή δούλος, κύριος της γης ή προσαρτημένος σε αυτήν, πατρίκιος ή πληβείος, όχι επειδή κατείχε μια ορισμένη θέση στην οικονομική ζωή, αλλά επειδή ανήκε σε ένα ορισμένο κοινωνικό στρώμα. Στην ουσία, οι κάστες είναι νομοθετημένες τάξεις που δημιουργούν μια στατική κοινωνία».

Έτσι, οι νομικοί περιορισμοί που επιβάλλονταν στις γυναίκες μετέτρεψαν τα δύο φύλα σε «κάστες» και αυτό δημιούργησε μια σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ ανδρών και γυναικών.

Όπως έγραψε ο Mises στο δοκίμιό του “The Clash of Group Interests” (Η σύγκρουση των ομάδων συμφερόντων) :

«Έτσι επικρατεί μια αλληλεγγύη συμφερόντων μεταξύ όλων των μελών της κάστας και μια σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ των διαφόρων καστών. Κάθε προνομιούχος κάστα στοχεύει στην απόκτηση νέων προνομίων και στη διατήρηση των παλαιών. Κάθε υποβαθμισμένη κάστα στοχεύει στην κατάργηση των αποκλεισμών της. Μέσα σε μια κοινωνία από κάστες υπάρχει ένας αγεφύρωτος ανταγωνισμός μεταξύ των συμφερόντων των διαφόρων καστών».

Η κλασική φιλελεύθερη επανάσταση κατήργησε τις περισσότερες διακρίσεις με βάση τις κάστες και έτσι προώθησε την αρμονία των συμφερόντων, που προκύπτει φυσιολογικά σε μια ελεύθερη κοινωνία. Η ατομικιστική φεμινιστική κατάργηση των διακρίσεων τύπου κάστας μεταξύ ανδρών και γυναικών ήταν ένα σημαντικό μέρος αυτού του ένδοξου σχεδίου.

Ταξικός πόλεμος και σύγκρουση των φύλων

Όμως οι σοσιαλιστές, και ιδιαίτερα οι μαρξιστές, συντέλεσαν στο να εκτροχιαστεί αυτό το εγχείρημα συγχέοντας την έννοια της «καταπίεσης». Η μαρξιστική θεωρία του ταξικού πολέμου έβλεπε μια αξεδιάλυτη σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ της «εγγενώς καταπιεστικής» καπιταλιστικής τάξης και της «εγγενώς καταπιεσμένης» τάξης του προλεταριάτου, ακόμη και όταν οι τάξεις αυτές δεν είχαν μετατραπεί σε κάστες με νομικά προνόμια και περιορισμούς.

Όπως εξήγησε η McElroy, η κλασική φιλελεύθερη φιλοσοφία, μιας και ενσωματώνει την υγιή οικονομική επιστήμη, καταρρίπτει αυτό το δόγμα:

«Η θεωρία του Mises για το πώς λειτουργεί η κοινωνία βασίζεται στην κλασική φιλελεύθερη σκέψη, η οποία θεωρεί ότι η συνεργασία λαμβάνει χώρα μόνο όταν και οι δύο πλευρές επωφελούνται από την συναλλαγή. Πράγματι, η ίδια η αντίληψη του οφέλους είναι αυτή που ωθεί κάθε πλευρά να δράσει. Ακόμη και η περιβόητη εχθρότητα μεταξύ εργατών και καπιταλιστών σε μια συνθήκη ίσων ατομικών δικαιωμάτων διαλύεται, επειδή η κάθε ομάδα δεν έχει τη δυνατότητα να εξαναγκάσει την άλλη να συνεργαστεί. Μόνο όταν εισάγεται η βία στις συναλλαγές προκύπτουν αναγκαστικά ομαδικές συγκρούσεις».

Όπως και ο μαρξισμός, ο φεμινισμός του φύλου βλέπει εγγενείς συγκρούσεις και καταπίεση, όχι μεταξύ καστών, αλλά μεταξύ τάξεων: συγκεκριμένα μεταξύ ανδρών και γυναικών. «Οι φεμινίστριες του φύλου», έγραψε η McElroy, «επαναπροσδιορίζουν το αντίθετο φύλο σε μια ξεχωριστή πολιτική τάξη, τα συμφέροντα της οποίας είναι εγγενώς ανταγωνιστικά προς τις γυναίκες». Έτσι, ο σύγχρονος φεμινισμός του φύλου οφείλει περισσότερα στον μαρξισμό και τον σοσιαλιστικό φεμινισμό, παρά στον κλασικό φιλελευθερισμό και τον ατομικιστικό φεμινισμό, όπως επεξήγησε η McElroy:

«Ο φεμινισμός του φύλου βασίζεται σε διαφορετική θεωρία: η [Catharine] MacKinnon έχει αναφερθεί στην ιδεολογία ως “μετα-μαρξιστική”, πράγμα που σημαίνει ότι υιοθετεί πολλές πτυχές του μαρξισμού, αλλά απορρίπτει την επιμονή του ότι η οικονομική κατάσταση, και όχι το φύλο, είναι ο εξέχων πολιτικός παράγοντας που καθορίζει μια τάξη. Έτσι, ο φεμινισμός του φύλου ενσωματώνει σοσιαλιστικές ιδέες όπως η “εργασία υπεραξίας”, με την οποία η ανθρώπινη συνεργασία θεωρείται ως η διαδικασία κατά την οποία μια ομάδα αποσπά οφέλη από μια άλλη ομάδα. Για τη διόρθωση της ταξικής ανισότητας είναι απαραίτητο να γίνει ακριβώς αυτό που η ελεύθερη αγορά απαγορεύει – να παρέμβει το κράτος βίαια προκειμένου να διασφαλιστεί ένα “κοινωνικά δίκαιο” αποτέλεσμα. Ο νόμος πρέπει να δράσει προς όφελος μιας τάξης, εις βάρος του αντιληπτού συμφέροντος μιας άλλης τάξης. Συγκεκριμένα, ο νόμος πρέπει να ενεργεί προς όφελος των γυναικών, οι οποίες ιστορικά βρίσκονται σε μειονεκτική θέση, εις βάρος των ανδρών, οι οποίοι ήταν οι καταπιεστές. Με τους όρους του Mises, οι γυναίκες παύουν να είναι μια τάξη με κοινή ταυτότητα βάσει χαρακτηριστικών και γίνονται μια κάστα – μια ομάδα με κοινά πολιτικά και κοινωνικά συμφέροντα που προστατεύονται νομικά. Αυτή η μορφή παρέμβασης επισφραγίζεται από πολιτικά μέτρα όπως η ‘‘θετική δράση’’ (affirmative action) και η ‘‘συγκρίσιμη αξία’’».

Ενώ ο ατομικιστικός φεμινισμός επιδιώκει ίσα δικαιώματα, καταργώντας τα νομικά προνόμια για τους άνδρες και τους νομικούς περιορισμούς για τις γυναίκες, ο κολεκτιβιστικός φεμινισμός του φύλου επιδιώκει την «ισότητα (equality) των αποτελεσμάτων» (αλλιώς: “equity”) μέσω της κρατικής παρέμβασης, δημιουργώντας έτσι νέα νομικά προνόμια για τις γυναίκες και νέους νομικούς περιορισμούς που επιβάλλονται στους άνδρες. Αυτό έχει δημιουργήσει νέες κάστες και νέες συγκρούσεις καστών: μια κρατικά υποκινούμενη μάχη των φύλων. Η μισογυνιστική πλευρά των σημερινών «ανθρωπιστικών σπουδών» είναι ένα μέρος αυτής της σύγκρουσης.

Μπορούμε να τερματίσουμε τον πόλεμο των φύλων αν απορρίψουμε τον κολεκτιβισμό -τόσο τον κολεκτιβιστικό φεμινισμό όσο και τον κολεκτιβιστικό μισογυνισμό- και αν αποκαταστήσουμε τη μεγάλη, αλλά σε μεγάλο βαθμό ξεχασμένη, παράδοση του ατομικιστικού φεμινισμού, που έκανε τόσα πολλά για την απελευθέρωση των γυναικών και τον εκπολιτισμό των ανδρών. Με τις γυναίκες και τους άνδρες, όπως και με όλες τις ανθρώπινες σχέσεις, ο κολεκτιβισμός και ο κρατισμός καλλιεργούν το μίσος και τη σύγκρουση, ενώ ο ατομικισμός και η ελευθερία γεννούν την αγάπη και την αρμονία.

Απόδοση στα ελληνικά: Θ. Μίχας – Ν. Μαρής