Σήμερα Γιορτάζουν:

ΜΕΛΑΝΗ

26 Νοεμβρίου 2025

Γιατί η Ελλάδα «σβήνει»: Η τεχνολογική υστέρηση ως εθνική απειλή

Την ώρα που ο κόσμος εισέρχεται σε μια εποχή τεχνολογικής μετάβασης, η Ελλάδα μοιάζει να απομακρύνεται από τα μεγάλα άλματα που άλλες χώρες πραγματοποιούν. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Valar Atomics, η αμερικανική εταιρεία που αναπτύσσει μικρούς πυρηνικούς αντιδραστήρες υψηλής θερμοκρασίας (HTGR) με στόχο την παραγωγή συνθετικών καυσίμων μηδενικού ανθρακικού αποτυπώματος.

Πρόκειται για μια τεχνολογία που μεταμορφώνει το ατμοσφαιρικό CO₂ σε υγρά καύσιμα· καύσιμα τα οποία, όταν καταναλώνονται, απελευθερώνουν την ίδια ποσότητα άνθρακα που αφαιρέθηκε αρχικά από την ατμόσφαιρα. Μια πραγματικά ουδέτερη περιβαλλοντική λύση, η οποία δεν απαιτεί θυσία ορεινών όγκων, ούτε κατάληψη εύφορων γαιών, προσφέροντας μια εναλλακτική που θα μπορούσε να αλλάξει τον χάρτη της ενέργειας.

Αυτή τη γνώση επέλεξε να αναζητήσει ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν από τον Ντόναλντ Τραμπ, κατανοώντας ότι η τεχνολογική υπεροχή δεν είναι απλώς οικονομικό εργαλείο, αλλά παράγοντας κυριαρχίας. Όμως τέτοιου είδους επιτεύγματα δεν ευδοκιμούν σε χώρες χωρίς θεσμική συνοχή, μακρόπνοο σχεδιασμό και πνευματική ακεραιότητα. Απαιτούν δομές ικανές να μετατρέψουν τη γνώση σε πρόοδο.

Στην Ελλάδα, αντίθετα, όσοι λαμβάνουν αποφάσεις για την τεχνολογική πορεία της χώρας συχνά λειτουργούν με ορίζοντα τετραετίας – ή και πολύ μικρότερο – και με κίνητρα που δεν σχετίζονται με το εθνικό συμφέρον. Στη θέση ενός συστήματος που θα απορροφούσε τεχνολογία και θα την ενσωμάτωνε στην παραγωγή, έχει δημιουργηθεί ένα υβρίδιο εξουσίας που διαχειρίζεται πόρους χωρίς να παράγει νέο τεχνολογικό κεφάλαιο.

Παρά τις όποιες προσπάθειες γίνονται σε επίπεδο υπουργείων, η κρίσιμη αλυσίδα έρευνας – τεχνολογίας – παραγωγής έχει μακροχρόνια αποδυναμωθεί. Δεν βρισκόμαστε εκτός του ευρωπαϊκού προγράμματος SAFE λόγω έλλειψης επιστημόνων, αλλά εξαιτίας ενός προμελετημένου μοντέλου που αντιμετώπισε την έρευνα ως μέσο άντλησης χρηματοδοτήσεων, όχι ως μοχλό εθνικής ανάπτυξης.

Στην καρδιά του προβλήματος βρίσκονται οι λεγόμενες «ιδιωτικές ερευνητικές εταιρείες», σχήματα που συχνά δημιουργήθηκαν από άτομα συνδεδεμένα με πολιτικά ή ακαδημαϊκά δίκτυα. Αυτές οι εταιρείες λειτουργούν ως ενδιάμεσοι: αντί να παράγουν τεχνολογική γνώση, εξειδικεύονται στη διαμεσολάβηση με τις Βρυξέλλες, αποσπώντας ευρωπαϊκά κονδύλια σε συνεργασία με γραφειοκρατικούς μηχανισμούς. Το αποτέλεσμα είναι ότι σημαντικό μέρος των χρημάτων που σε άλλες χώρες γίνονται εργαστήρια, πατέντες, εξοπλισμός και βιομηχανική καινοτομία, στην Ελλάδα μετατρέπεται σε αυτό που κάποτε ο Μαρξ ονόμασε «πλασματικό προϊόν»: δεν δημιουργεί πραγματική αξία, απλώς αλλάζει χέρια, ενισχύοντας την ισχύ όσων ελέγχουν τη ροή του.

Έτσι, η γνώση αποσυνδέθηκε πλήρως από την παραγωγή. Ένα μικρό μόνο ποσοστό της ευρωπαϊκής χρηματοδότησης καταλήγει σε ερευνητές, υποδομές και πραγματικά έργα. Το μεγαλύτερο διαχέεται μέσα από δαιδαλώδη δίκτυα εταιρειών, διοικητικών δομών, «υποστηρικτικών» μηχανισμών και ρουσφετολογικών εξαρτήσεων. Το αποτέλεσμα είναι ένα περιβάλλον όπου η τεχνολογία δεν αποτελεί εθνική επένδυση, αλλά πεδίο συναλλαγής και πλουτισμού.

Αυτό όμως δεν είναι απλώς διοικητικός εκφυλισμός. Είναι πολιτικό έγκλημα κατά της χώρας. Διότι όταν η τεχνολογία γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης από μικρές ομάδες, η εθνική κυριαρχία αποδυναμώνεται. Ένα κράτος που αδυνατεί να κατανοήσει και να αναπτύξει τεχνολογικά αντικείμενα καταδικάζεται να εξαρτάται από άλλους. Η γνώση μετατρέπεται σε εξωτερική δύναμη που επιβάλλεται, όχι σε εργαλείο αυτοδιάθεσης.

Η κατάσταση αυτή δεν προκύπτει από έλλειψη ταλέντου. Οι νέοι Έλληνες επιστήμονες διαπρέπουν διεθνώς, αλλά αναγκάζονται να φύγουν για να βρουν χώρο να δημιουργήσουν. Όσοι μένουν εγκλωβίζονται σε ένα σύστημα που ανταμείβει την προσαρμογή στη μετριότητα, όχι την καινοτομία. Έτσι, η χώρα διχάζεται ανάμεσα σε ένα δημιουργικό κομμάτι που μεταναστεύει και ένα άλλο που μένει για να επιβιώσει μέσα από έναν μηχανισμό χαμηλών προσδοκιών και διαχειριστικής κουλτούρας.

Την ίδια στιγμή, η Τουρκία επενδύει συστηματικά σε τεχνολογικούς τομείς υψηλής στρατηγικής αξίας. Μετά την εμπλοκή της στην πυρηνική τεχνολογία τύπου HTGR, προχωρά ήδη, όπως αναμένεται, σε δοκιμές του υπερηχητικού πυραύλου TAYFUN Block-4, διευρύνοντας το τεχνολογικό της οπλοστάσιο. Η διαφορά προσανατολισμού ανάμεσα στις δύο χώρες αποτυπώνει, με δραματικό τρόπο, το μέλλον που διαμορφώνεται.

Η Ελλάδα κινδυνεύει όχι επειδή υστερεί στρατιωτικά ή οικονομικά, αλλά επειδή χάνει τη μάχη της γνώσης. Επειδή αντιμετωπίζει την τεχνολογία ως «ξένη μαγεία» και όχι ως εθνικό εργαλείο ισχύος. Αν η χώρα δεν αναστρέψει αυτή την πορεία, δεν θα ηττηθεί από κάποιον αντίπαλο, αλλά από την ίδια της την αδυναμία να κατανοήσει τον κόσμο που αλλάζει.

Ετικέτες: