Σήμερα Γιορτάζουν:

ΜΕΛΑΝΗ

14 Δεκεμβρίου 2025

Η Αρχαία τραγωδία στα χέρια ενός λαού που δεν πιστεύει πια στην κληρονομιά του

Όταν ένας λαός αδυνατεί να ακούσει τον Αισχύλο, τον Σοφοκλή και τον Ευριπίδη στη γλώσσα μέσα στην οποία γεννήθηκαν, με τα σώματα, τις κινήσεις και τους ήχους που συγκροτούσαν τον κόσμο τους, τότε παύει να είναι φυσικός συνεχιστής αυτού του πολιτισμού. Μετατρέπεται σε επισκέπτη στον ίδιο του τον τόπο, σε θεατή μιας κληρονομιάς που δεν του ανήκει πια οργανικά.

Εδώ και χρόνια, η Επίδαυρος, αυτός ο μοναδικός τόπος ισορροπίας ανάμεσα στη φύση και τον λόγο, λειτουργεί συχνά ως σκηνή προσωπικών σκηνοθετικών προβολών. Εκεί, κάθε δημιουργός που επιθυμεί να επιβεβαιώσει τον εαυτό του επιχειρεί να «επανεφεύρει» το αρχαίο δράμα, να το προσαρμόσει στο «σήμερα», ένα σήμερα που συνήθως ταυτίζεται με τη δική του εικόνα και τις προσωπικές του αγωνίες.

Την ίδια στιγμή, στα μεγάλα λυρικά και θεατρικά κέντρα της Ευρώπης, στο Μπαϊρόιτ, στη Σκάλα του Μιλάνου, στη Βιέννη, επικρατεί ένας αδιαπραγμάτευτος κανόνας: ο Βάγκνερ ακούγεται στη γλώσσα του, ο Βέρντι παραμένει ιταλικός, ο Μότσαρτ δεν μεταμφιέζεται για να γίνει «μοντέρνος». Η γλώσσα θεωρείται αναπόσπαστο μέρος του έργου, η παρτιτούρα δεν παραβιάζεται και το ιστορικό πλαίσιο γίνεται σεβαστό. Το κοινό βοηθιέται με υπέρτιτλους, χωρίς να αλλοιώνεται το σώμα του έργου, γιατί εκεί η γλώσσα αναγνωρίζεται ως φορέας νοήματος και μουσικότητας.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο γεννάται το εύλογο ερώτημα: γιατί στην Ελλάδα αντιμετωπίζεται σχεδόν ως υπερβολή η απαίτηση να ακουστεί ο «Προμηθέας Δεσμώτης» στα αρχαία ελληνικά, με τα ενδύματα, τις μάσκες, τον Χορό και τη μουσική που συνόδευαν τον λόγο τον 5ο αιώνα π.Χ.; Η απάντηση είναι δυσάρεστη, αλλά επίμονη: επειδή δεν πιστεύουμε πια, ούτε εμείς οι ίδιοι, ότι στεκόμαστε στο ύψος αυτής της παρακαταθήκης.

Ένα κομμάτι της νεοελληνικής διανόησης, και ιδίως της σκηνοθετικής κοινότητας, κουβαλά ένα άρρητο αίσθημα κατωτερότητας απέναντι στο μέγεθος του αρχαίου λόγου. Το ίδιο συχνά συμβαίνει και με ξένους δημιουργούς, που επιχειρούν να καλύψουν την απόσταση με επιφανειακές «καινοτομίες». Αντί για στάση σεβασμού και σιωπηλής ακρόασης απέναντι στο κείμενο, επιλέγεται η αποδόμηση και η βίαιη επικαιροποίηση. Έτσι, οι ήρωες ντύνονται με σύγχρονα ρούχα, ο λόγος γεμίζει αργκό, ο Χορός μετατρέπεται σε ηχητικό θέαμα με μικρόφωνα και τεχνητό φωτισμό. Όλα αυτά συμβαίνουν στην Επίδαυρο, σε έναν χώρο με μοναδική ακουστική, σχεδιασμένο για να μεταφέρει τον ανθρώπινο λόγο χωρίς καμία τεχνολογική μεσολάβηση.

Το πιο οξύμωρο είναι ότι αυτή η αλλοίωση στηρίζεται συχνά από δημόσιους πόρους και γίνεται αποδεκτή από ένα κοινό που έχει μάθει να ταυτίζει την ασέβεια με την πρωτοπορία. Το χειροκρότημα επιβραβεύει τη σκηνοθετική «τόλμη», επειδή δημιουργεί την ψευδαίσθηση συμμετοχής σε κάτι σύγχρονο και απαλλαγμένο από το παρελθόν. Κι όμως, το παρελθόν αυτό δεν είναι βάρος. Είναι το μοναδικό σταθερό έδαφος που μας απομένει για να μην καταλήξουμε ένα τυχαίο, άχρωμο κράτος χωρίς πολιτισμικό βάθος.

Στη ρίζα του προβλήματος βρίσκεται και η απομάκρυνση της αρχαίας ελληνικής από τη ζωντανή εκπαίδευση. Η γλώσσα αντιμετωπίζεται ως νεκρό αντικείμενο, προσβάσιμο μόνο σε ειδικούς. Οι περισσότεροι μαθητές ολοκληρώνουν τη σχολική τους πορεία χωρίς να μπορούν να διαβάσουν στοιχειωδώς ένα τραγικό κείμενο στο πρωτότυπο. Όταν μια γλώσσα παύει να καλλιεργείται ως ζωντανό εργαλείο σκέψης, παύει να ανήκει στον λαό της και γίνεται εύκολα αντικείμενο αυθαίρετων «φιλτραρισμάτων» και πρόχειρων εκσυγχρονισμών.

Η διέξοδος δεν είναι σύνθετη. Απαιτείται μια συνειδητή πολιτιστική επιλογή: σημαντικό μέρος των παραστάσεων αρχαίου δράματος στα μεγάλα αρχαία θέατρα να βασίζεται σε αυστηρά κριτήρια ιστορικής αναβίωσης. Η γλώσσα να είναι η αρχαία ελληνική, τα κοστούμια και οι μάσκες να ακολουθούν την παράδοση, ο Χορός να κινείται σύμφωνα με όσα γνωρίζουμε για την αρχαία σκηνική πρακτική, η μουσική να συνοδεύει τον λόγο χωρίς τεχνητές ενισχύσεις.

Παράλληλα, σύγχρονα μέσα, όπως υπέρτιτλοι σε πολλές γλώσσες, μπορούν να ανοίξουν αυτές τις παραστάσεις στο διεθνές κοινό, όπως ακριβώς συμβαίνει στην όπερα. Είναι βέβαιο ότι τέτοιες προσεγγίσεις θα προσέλκυαν θεατές από όλο τον κόσμο, που θα ταξίδευαν για να ακούσουν τον Σοφοκλή όσο πιο κοντά γίνεται στον τρόπο με τον οποίο ακούστηκε στην αρχαιότητα.

Οι πειραματικές αναγνώσεις έχουν τον χώρο τους και μπορούν να συνεχίσουν να υπάρχουν σε σύγχρονες σκηνές και εναλλακτικούς χώρους. Τα μεγάλα αρχαία θέατρα, όμως, δεν είναι ουδέτεροι τόποι έκφρασης προσωπικών εμμονών. Είναι χώροι με χαρακτήρα τελετουργικό. Εκεί, η τραγωδία δεν προσφέρεται ως απλό καλλιτεχνικό αντικείμενο προς ελεύθερη διασκευή, αλλά ως πράξη που ακόμη ζητά να μας συνδέσει με κάτι βαθύτερο από τη συγκυρία.

Μέχρι να το αντιληφθούμε αυτό, θα συνεχίσουμε να ανταλλάσσουμε την ουσία με το πρόσκαιρο χειροκρότημα. Και η Επίδαυρος θα παραμένει πεδίο θορυβωδών παρεμβάσεων ανθρώπων που πιστεύουν ότι ανανεώνουν τους τραγικούς, ενώ στην πραγματικότητα τους απομακρύνουν ακόμη περισσότερο από τη ζωντανή τους αλήθεια.

Ετικέτες: