Πραγματικές επιπτώσεις
Η καταγεγραμμένη διαφορά στις γνωστικές επιδόσεις μεταξύ των παιδιών που χρησιμοποιούν τα κοινωνικά δίκτυα για μεγάλα χρονικά διαστήματα και εκείνων που δεν τα χρησιμοποιούν πιθανότατα είναι σημαντική σε επίπεδο πληθυσμού, όπως υπογράμμισε η Σέρι Μάντιγκαν [Sheri Madigan], κλινική ψυχολόγος από το Πανεπιστήμιο του Κάλγκαρυ, μαζί με συνεργάτες της, σε συνοδευτικό άρθρο.
Σημείωσαν ότι μικρές αποκλίσεις στη γνωστική λειτουργία σε ομαδικό επίπεδο μπορεί να μεταφράζονται σε μαθητές που χρειάζονται περισσότερο χρόνο για την ολοκλήρωση εργασιών, που μένουν πίσω σε μαθήματα όπως μαθηματικά και ανάγνωση ή που αποστασιοποιούνται από το σχολικό περιβάλλον.
Αυτή την εποχή, ορισμένα σχολεία έχουν αρχίσει να εξετάζουν την απαγόρευση της χρήσης των κινητών τηλεφώνων κατά τη διάρκεια των μαθημάτων. Η έρευνα προσφέρει νέα δεδομένα σχετικά με το πώς η χρήση των κοινωνικών δικτύων μπορεί να επηρεάσει τη μάθηση, ωστόσο οι ειδικοί προειδοποιούν ότι δεν μπορούν να εξαχθούν οριστικά συμπεράσματα για σχέση αιτίου-αιτιατού.
Η Δρ Νόνα Κόχερ [Dr. Nona Kocher], ψυχίατρος με έδρα το Μαϊάμι στο Quintessence Psychiatry, η οποία δεν συμμετείχε στη μελέτη, επεσήμανε στην Epoch Times ότι είναι δύσκολο να υποστηριχθεί ότι τα κοινωνικά δίκτυα από μόνα τους προκαλούν αυτές τις αλλαγές.
Η ίδια συμπλήρωσε ότι η μελέτη δείχνει μία σχέση, αλλά όχι μία αποδεδειγμένη σχέση αιτίου-αποτελέσματος. Τόνισε επίσης ότι τα παιδιά που περνούν περισσότερο χρόνο στο διαδίκτυο μπορεί παράλληλα να κοιμούνται λιγότερο, να διαβάζουν λιγότερο ή να κάνουν περισσότερες δραστηριότητες ταυτόχρονα — παράγοντες που δυνητικά επίσης επηρεάζουν τη μνήμη και τη συγκέντρωση.
Ως επιπλέον παράγοντες ανέφερε το οικογενειακό περιβάλλον, τον φόρτο εργασίας στο σχολείο και τα προσωπικά χαρακτηριστικά του κάθε παιδιού. Συνεπώς, τα κοινωνικά δίκτυα μπορεί να αποτελούν μέρος της εικόνας, αλλά πιθανώς αποτελούν μόνο ένα κομμάτι ενός πολύ ευρύτερου παζλ.
Οι ερευνητές επεσήμαναν περιορισμούς, όπως το ότι βασίστηκαν στις δηλώσεις των ίδιων των παιδιών για τη χρήση των κοινωνικών δικτύων, καθώς και το ότι ο παρατηρητικός χαρακτήρας και σχεδιασμός της μελέτης δεν μπορεί να αποδείξει αιτιότητα.
Οι οθόνες «κλέβουν» τον χρόνο των παιδιών
Ο Δρ Ράχουλ Μπάνσαλ (Dr. Rahul Bansal), παιδοψυχίατρος και ιδρυτής της MindWeal Health, ο οποίος επίσης δεν συμμετείχε στη μελέτη, προσεγγίζει το ζήτημα μάλλον ως θέμα «εκτοπισμένης δραστηριότητας» παρά άμεσης βλάβης.
Ανέφερε ότι δεν θεωρεί πως τα κοινωνικά δίκτυα «αναδομούν» τον εγκέφαλο των παιδιών ούτε ότι λειτουργούν ως τοξικός παράγοντας, αλλά ότι σίγουρα «κλέβουν» τον χρόνο τους. Κάθε ώρα που ξοδεύεται στο άσκοπο σκρολάρισμα είναι μια ώρα που αφαιρείται από την ανάγνωση, τη μάθηση ή τη δοκιμή μιας νέας δραστηριότητας.
Τόνισε επίσης ότι ο εγκέφαλος αναπτύσσεται όταν δέχεται προκλήσεις, ενώ τα κοινωνικά δίκτυα αντικαθιστούν αυτού του είδους την πρόκληση με συνεχή διέγερση, και προσέθεσε ότι προωθούν κακές συνήθειες, όπως άσκοπη καθυστέρηση πριν την κατάκλιση και απώλεια ύπνου — παράγοντες που επηρεάζουν αρνητικά τη συγκέντρωση στην τάξη. Όπως σημείωσε, όταν μειώνονται ο ύπνος και η περιέργεια, η μάθηση πλήττεται.
Ο Δρ Μπάνσαλ συμβουλεύει τους γονείς να μην απαγορεύουν τη χρήση κοινωνικών δικτύων, αλλά να τη «καθοδηγούν». Προτείνει σαφή όρια και το μέτρο της ανταμοιβής: δηλαδή η ώρα στην οθόνη να είναι κάτι που τα παιδιά «κερδίζουν» αφού έχουν ολοκληρώσει τις καθημερινές τους υποχρεώσεις.
Επίσης, προτείνει να μένουν οι συσκευές εκτός υπνοδωματίων, να καθιερωθεί μία ήσυχη ώρα πριν τον ύπνο και οι γονείς να γνωρίζουν ποιες πλατφόρμες χρησιμοποιούν τα παιδιά τους. Υπογράμμισε δε ότι όταν χρησιμοποιούνται με περίσκεψη, τα κοινωνικά δίκτυα μπορεί να προάγουν την επικοινωνία των παιδιών, χωρίς να τους κλέβουν την προσοχή ή τον ύπνο.
Προηγούμενη έρευνα του Δρ Τζέισον Ναγκάτα (Dr. Jason Nagata), αναπληρωτή καθηγητή παιδιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Σαν Φρανσίσκο στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια και συγγραφέα της μελέτης, είχε επικεντρωθεί κυρίως στα ψυχικά συμπτώματα που σχετίζονται με τη χρήση των κοινωνικών δικτύων, όπως άγχος και κατάθλιψη.
Η Δρ Κόχερ σημείωσε ότι η υπερβολική χρήση μπορεί να ενισχύσει το άγχος ή την κατάθλιψη για ορισμένους εφήβους, ειδικά όταν συγκρίνουν τον εαυτό τους με άλλους ή παγιδεύονται σε «διαδικτυακούς βρόχους ανατροφοδότησης». Η νέα μελέτη επεκτείνει την έρευνα στον τομέα της γνωστικής λειτουργίας, μια περιοχή όπου έχει διεξαχθεί λιγότερη μελέτη.