Σήμερα Γιορτάζουν:

ΜΕΛΑΝΗ

6 Δεκεμβρίου 2025

Η Ευρώπη στη δίνη της υπερφορολόγησης – Πώς ο κρατικός καταναγκασμός υπονομεύει την ελευθερία

Η πολιτική μετατόπιση που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια στην Ευρώπη, αυτή η αργή αλλά σταθερή διολίσθηση προς μορφές διακυβέρνησης που απομακρύνονται από την έννοια της ατομικής ελευθερίας, δεν είναι ένα ξαφνικό φαινόμενο ούτε μια απρόσμενη μεταπολιτική καταιγίδα. Είναι το επακόλουθο μιας πραγματικότητας που ωρίμαζε για δεκαετίες κάτω από τα βλέμματα κοινωνιών συνηθισμένων στη γραφειοκρατία και την κρατική παρεμβατικότητα, μιας πραγματικότητας όπου ο οικονομικός καταναγκασμός είχε ήδη αντικαταστήσει, σιωπηρά αλλά σταθερά, την οικονομική ελευθερία.

Η Ευρώπη δεν υπήρξε ποτέ «ελεύθερη οικονομικά» με τον τρόπο που το φαντάζεται κανείς όταν αναφέρεται στη Δύση. Αντίθετα, για μεγάλο μέρος της ηπείρου, η φορολογική πίεση και η διόγκωση του κράτους είχαν μετατρέψει την ελευθερία σε ένα θεωρητικό αξίωμα, ωραίο για διακηρύξεις και σχολικά βιβλία, αλλά δυσχερώς βιώσιμο στην καθημερινότητα πολιτών και επιχειρήσεων.

Η εικόνα της Ευρώπης ως κοινότητας προνοιακών συστημάτων και κοινωνικής προστασίας παρουσιάστηκε για χρόνια ως το αντίβαρο στην αμερικανική «ωμή» αγορά. Όμως κάπου στην πορεία, το προνομιακό ευρωπαϊκό μοντέλο έχασε την ισορροπία του.

Σήμερα, οι ανώτατοι οριακοί φορολογικοί συντελεστές σε πολλές χώρες μοιάζουν σχεδόν τιμωρητικοί. Ακόμη πιο αποκαλυπτικό είναι ότι μεγάλα τμήματα μισθωτών δεν κρατούν καν το μισό της συνολικής επιβάρυνσης που πληρώνει η εταιρεία τους για να τους απασχολεί. Ο μισθός που φτάνει στην τσέπη είναι σκιά του πραγματικού κόστους εργασίας. Το υπόλοιπο απορροφάται από ένα κράτος που ζητά συνεχώς περισσότερα, χωρίς να μπορεί να εξηγήσει πειστικά τι προσφέρει σε αντάλλαγμα.

Το αποτέλεσμα είναι μια ηπειρωτική οικονομία που λειτουργεί με κομμένες ανάσες. Επενδύσεις που αναβάλλονται ή ακυρώνονται λόγω της υπερφορολόγησης. Μισθοί που παραμένουν στάσιμοι επί δεκαετίες. Ανεργία που επιστρέφει κατά κύματα. Νέοι που διστάζουν να εργαστούν επειδή το όφελος της εργασίας δεν δικαιολογεί τον κόπο. Και φυσικά επιχειρήσεις που εγκαταλείπουν την ευρωπαϊκή ήπειρο αναζητώντας συστήματα φορολογικά λογικότερα και γραφειοκρατικά λιγότερο ασφυκτικά. Η Ευρώπη βυθίζεται εδώ και χρόνια σε έναν φαύλο κύκλο όπου η υπερφορολόγηση σκοτώνει την ανάπτυξη, η απουσία ανάπτυξης απαιτεί νέους φόρους και οι νέοι φόροι σκοτώνουν ό,τι έχει μείνει όρθιο.

Παράδοξο δεν είναι μόνο το μέγεθος της φορολογίας, αλλά και η αδυναμία πολλών Ευρωπαίων πολιτικών να αντιληφθούν το πασιφανές: ότι υπάρχει όριο στο πόσο μπορεί μια κοινωνία να αντέξει. Η καμπύλη Laffer, που εξηγεί ότι η υπερβολική φορολογία τελικά μειώνει τα φορολογικά έσοδα, φαίνεται να παραμένει για πολλούς κυβερνώντες μια θεωρητική περιέργεια. Όπως λένε οι Γάλλοι φιλελεύθεροι, «trop d’impôt tue l’impôt»· η υπερβολική φορολογία σκοτώνει τη φορολογία. Όμως στην Ευρώπη το μάθημα αυτό είτε δεν διδάχθηκε ποτέ είτε θάφτηκε κάτω από τη συνήθεια ενός κράτους που έμαθε να ζει ως παράσιτο πάνω από την οικονομική δραστηριότητα των πολιτών του.

Το επιχείρημα ότι η υψηλή φορολογία εξασφαλίζει κοινωνική ασφάλεια, υγεία, παιδεία και επιδόματα αποτελεί πια μια κουρασμένη πολιτική γραφειοκρατική αφήγηση που έρχεται σε ολοένα μεγαλύτερη αντίθεση με την πραγματικότητα. Η ασφάλεια στις ευρωπαϊκές πόλεις υποχωρεί. Η εγκληματικότητα αυξάνεται. Οι υπηρεσίες υγείας καταρρέουν υπό το βάρος χρεών και υποστελέχωσης. Η δημόσια διοίκηση διογκώνεται χωρίς να βελτιώνεται. Όμως οι φόροι αυξάνονται. Αυτό είναι το ακριβό τίμημα ενός «κοινωνικού συμβολαίου» που κανείς δεν υπέγραψε και που το κράτος παραβιάζει πρώτο, απαιτώντας πολλά και προσφέροντας λίγα.

Η ιδέα της «συναίνεσης των κυβερνωμένων» στη φορολογία, που οι Αμερικανοί αποικοι κληροδότησαν στον σύγχρονο δυτικό πολιτισμό, υπήρξε στην πραγματικότητα ευρωπαϊνή επινόηση αιώνες πριν. Από τη Magna Carta έως τις διακηρύξεις των δικαιωμάτων του ανθρώπου, η Ευρώπη είχε τεράστια πνευματική παράδοση στο ζήτημα αυτό. Κι όμως, σήμερα, αυτή η παράδοση μοιάζει σαν να έχει εξαφανιστεί κάτω από στρώματα γραφειοκρατίας, πολιτικών συμφερόντων και τεχνοκρατικής αλαζονείας. Οποιαδήποτε συζήτηση για συναίνεση στη φορολογία αντιμετωπίζεται σχεδόν ως πολιτική αίρεση. Οι πολίτες δεν ρωτώνται πλέον για το πόσο θέλουν να φορολογούνται, απλώς ενημερώνονται για το πόσο «πρέπει» να φορολογούνται.

Αντί λοιπόν να εφαρμοστεί συλλογικά η αρχή της συναίνεσης –να αποφασίζουν οι κοινωνίες πόσο φόρο θεωρούν ανεκτό, να προσαρμόζει το κράτος το εύρος των υπηρεσιών του και να λογοδοτεί για τη διαχείριση των δημόσιων πόρων– η ευρωπαϊκή γραφειοκρατία προσπαθεί να αυξήσει τη συναίνεση με τρόπο παράδοξο: μεγαλώνοντας ακόμη περισσότερο τη φορολογική επιβάρυνση. Σαν να πιστεύει ότι τα έσοδα θα κυλήσουν άφθονα αν απλώς πειστούν οι πολίτες ότι η υπερφορολόγηση είναι απαραίτητη. Όμως η πραγματικότητα βράζει κάτω από την επιφάνεια. Η δυσαρέσκεια συσσωρεύεται. Η οικονομική ασφυξία μετατρέπεται σιγά-σιγά σε πολιτική ασφυξία.

Εδώ βρίσκεται και η καρδιά της αντίφασης: η οικονομική ελευθερία δεν είναι μια τεχνική ή δευτερεύουσα παράμετρος της ανθρώπινης ζωής. Είναι βαθιά πολιτική. Η ελευθερία διαχωρίζεται σε οικονομική, πολιτική, κοινωνική μόνο από τους αναλυτές· στην πράξη είναι μία και ενιαία. Δεν μπορεί κανείς να είναι πολιτικά ελεύθερος, αν οικονομικά εξαρτάται από ένα κράτος που διεκδικεί πάνω από το μισό της εργασίας του. Δεν μπορεί να υπάρχει ουσιαστική δημοκρατία όταν το κράτος είναι ο μεγαλύτερος εργοδότης, ο μεγαλύτερος ρυθμιστής και ο μεγαλύτερος δαπανών στην οικονομία. Η φορολογία χωρίς ρητή, ουσιαστική συναίνεση μοιάζει όλο και περισσότερο με μια νομιμοποιημένη μορφή ιδιοποίησης. Ο Rothbard το είπε ωμά: το κράτος είναι ο μόνος θεσμός που αποκτά έσοδα όχι με ανταλλαγή αλλά με καταναγκασμό.

Αυτή η αλήθεια δεν είναι καινούργια. Οι μεγάλοι Ευρωπαίοι στοχαστές του 18ου και 19ου αιώνα, από τον Hume και τον Smith έως τον Bastiat και τον Mises, είχαν διαγνώσει τον κίνδυνο: όταν το κράτος διογκώνεται πέρα από κάποιο σημείο, η ελευθερία υποχωρεί. Η φορολογία μετατρέπεται από μέσο χρηματοδότησης κοινών αγαθών σε μηχανισμό εξουσίας. Η έννοια των «δικαιωμάτων» ξεχειλώνει και χρησιμοποιείται για να δικαιολογήσει την κρατική επέκταση. Και μέσα από αυτή τη διαδικασία, η κοινωνία χάνει την αυτονομία της, την παραγωγική της δύναμη, την εξωστρέφειά της και τον αυθορμητισμό της.

Η Ευρώπη βρίσκεται τώρα ακριβώς σε αυτό το σταυροδρόμι. Μια ήπειρος που εξακολουθεί να έχει τεράστιο ανθρώπινο δυναμικό, ισχυρή παράδοση καινοτομίας και βιομηχανική ιστορία, έχει εγκλωβιστεί σε ένα μοντέλο που στραγγαλίζει την ίδια της την ενέργεια. Αν δεν ανατραπεί ο δημοσιονομικός καταναγκασμός, η Ευρώπη κινδυνεύει να μετατραπεί σε μια γεωγραφικά μεγάλη αλλά οικονομικά αναιμική ήπειρο, πολιτικά εξαρτημένη και κοινωνικά κατακερματισμένη. Η λύση δεν περνά από νέους φόρους, από νέους κανόνες, από νέα εποπτικά όργανα. Περνά από το αντίθετο: από μια συγκροτημένη, βαθιά και γενναία απελευθέρωση.

Αυτό σημαίνει εκτεταμένες μειώσεις φόρων, όχι αποσπασματικές και τεχνικές, αλλά καθολικές. Σημαίνει ταυτόχρονη μείωση δημοσίων δαπανών, όχι με τη λογική του λογιστή αλλά με τη λογική της πολιτικής ανανέωσης: ένα κράτος μικρότερο, ευέλικτο, που δεν χρειάζεται να συντηρεί στρατιές γραφειοκρατών ούτε να επινοεί ρυθμίσεις για να δικαιολογήσει την ύπαρξή του. Σημαίνει μια πραγματική επιστροφή της οικονομίας στην κοινωνία, μια επανεκκίνηση της επιχειρηματικότητας, μια αναζωογόνηση της προσωπικής πρωτοβουλίας.

Η Ευρώπη μοιάζει σήμερα με ένα ελατήριο πιεσμένο επί δεκαετίες. Αν αφεθεί ελεύθερο από το βάρος της φορολογίας και της γραφειοκρατίας, μπορεί να εκτιναχθεί, να ξαναβρεί τη δυναμική της, να σταθεί ανταγωνιστική σε έναν κόσμο που δεν περιμένει. Αλλά για να γίνει αυτό, πρέπει να αναγνωριστεί η πραγματικότητα: ότι η φορολογική καταπίεση δεν είναι παρεμπίπτουσα λεπτομέρεια αλλά ο πυρήνας της ευρωπαϊκής παρακμής. Και ότι η ελευθερία, οικονομική και πολιτική, δεν είναι πολυτέλεια για άλλες εποχές αλλά η προϋπόθεση για να υπάρξει μέλλον.

Αν η Ευρώπη θέλει να ξανασταθεί στα πόδια της, πρέπει να απελευθερωθεί από τις αλυσίδες που η ίδια της φόρεσε. Μόνο τότε η ήπειρος θα μπορέσει να αναπνεύσει, να δημιουργήσει και να ζήσει με την αυτοπεποίθηση που της ταιριάζει.

Ετικέτες: