Σήμερα Γιορτάζουν:

ΜΕΛΑΝΗ

18 Ιουλίου 2025

Η φτώχεια ως εργαλείο κοινωνικού ελέγχου

Σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία της Eurostat, πάνω από 3 εκατομμύρια πολίτες στην Ελλάδα ζουν κάτω από το επίσημο όριο της φτώχειας. Άλλοι 3,7 εκατομμύρια πολίτες βρίσκονται οριακά πάνω από αυτό, με σαφή πτωτική τάση που απειλεί να τους μετακινήσει σε ακόμη δυσμενέστερες συνθήκες διαβίωσης μέσα στα επόμενα χρόνια.

Πιο συγκεκριμένα, 2,1 εκατομμύρια άνθρωποι διαβιούν με εισόδημα μόλις 5-7% πάνω από το όριο της φτώχειας. Αν η παρούσα τάση συνεχιστεί, περίπου 650.000 εξ αυτών προβλέπεται να ενταχθούν στη ζώνη της απόλυτης φτώχειας έως το τέλος του 2026. Παράλληλα, 1,6 εκατομμύρια βρίσκονται 7-14% πάνω από το όριο, με τις εκτιμήσεις να δείχνουν ότι έως και 950.000 άτομα θα ολισθήσουν σε ακόμη πιο ευάλωτη κατάσταση την επόμενη διετία.

Πρόκειται για αριθμούς που δεν περιγράφουν απλώς μια κοινωνική κρίση. Αντιπροσωπεύουν μια μορφή συστημικής αποδόμησης της κοινωνικής συνοχής, με έντονα πολιτικά και οικονομικά χαρακτηριστικά.

Η διατήρηση ευρείας φτώχειας δεν αποτελεί πλέον απλώς συνέπεια της οικονομικής πολιτικής, αλλά φαίνεται να λειτουργεί ως οργανωμένος μηχανισμός ελέγχου. Όταν βασικά αγαθά όπως η τροφή, η στέγαση και η υγεία καθίστανται προσβάσιμα μόνο μέσω κρατικών ή κομματικών παρεμβάσεων, δημιουργείται μια σχέση εξάρτησης. Ο φτωχός πολίτης αναγκάζεται να προσβλέπει στο κράτος – ή σε όποιον το εκπροσωπεί – όχι μόνο για να επιβιώσει, αλλά και για να μη χαθεί εντελώς.

Παράλληλα, η περιορισμένη πρόσβαση στην παιδεία και την επαγγελματική κατάρτιση διαιωνίζει την αδυναμία συμμετοχής στα κοινά. Ο αποκλεισμένος πολίτης δεν μαθαίνει πώς να διεκδικεί ή να αντιστέκεται, καθώς ούτε του δίνεται το εφόδιο της γνώσης, ούτε ο χρόνος ή η ενέργεια, αφού ο αγώνας για τα αυτονόητα τον εξαντλεί πλήρως.

Σιωπή ως τίμημα

Η καθημερινή ανασφάλεια και η αγωνία για την επόμενη ημέρα δεν αφήνουν περιθώρια για κοινωνική ή πολιτική κινητοποίηση. Όταν ο πολίτης παλεύει για να πληρώσει το ρεύμα ή να εξασφαλίσει φαγητό στα παιδιά του, είναι λιγότερο πιθανό να ασχοληθεί με τη διαφθορά, την αδικία ή τη δημοκρατική παρακμή. Κι όταν του προσφέρεται ένα επίδομα ή μια έκτακτη παροχή, αυτή συνοδεύεται συχνά από σιωπηρές ανταλλαγές: τη διατήρηση της «ηρεμίας», της υποτέλειας ή ακόμα και της ψήφου.

Η φτώχεια απομονώνει. Ο κοινωνικός στιγματισμός, οι διακρίσεις και η αναπαραγωγή της αδυναμίας μέσα στις οικογένειες καθιστούν την κατάσταση χρόνιο φαινόμενο. Όταν ο νέος γεννιέται και μεγαλώνει μέσα στη φτώχεια, του στερείται η ελπίδα και ορίζεται εξ αρχής ως «λιγότερο ικανός» να πετύχει ή να ξεφύγει.

Η διατήρηση ή η διεύρυνση της φτώχειας συντηρεί βαθιές διαχωριστικές γραμμές στην κοινωνία. Όσο οι πολίτες είναι απομονωμένοι σε διαφορετικά επίπεδα επιβίωσης, τόσο πιο εύκολα ελέγχονται. Το «διαίρει και βασίλευε» λειτουργεί αποτελεσματικά όταν οι κοινωνικές τάξεις δεν έχουν τα ίδια προβλήματα, άρα ούτε τα ίδια αιτήματα ή τον ίδιο αντίπαλο.

Σε αυτό το πλαίσιο, η φτώχεια δεν είναι απλώς στατιστική – είναι μέσο. Είναι εργαλείο πολιτικής σταθερότητας μέσω κοινωνικής αδυναμίας. Και όσο η ανισότητα επεκτείνεται, τόσο ενισχύεται η ασφάλεια των ισχυρών.

Σήμερα, σχεδόν οι μισοί Έλληνες πολίτες ζουν κάτω ή κοντά στο όριο της φτώχειας. Πολλοί από αυτούς δεν διαμαρτύρονται, δεν ζητούν, δεν ελπίζουν. Η εξάντληση των προσωπικών τους πόρων, υλικών και ψυχικών, τους έχει κάνει θεατές. Κι αυτό, ακριβώς, είναι το μεγαλύτερο διακύβευμα για μια δημοκρατική κοινωνία: να μάθει να αναγνωρίζει πότε η σιωπή δεν είναι επιλογή, αλλά προϊόν ανάγκης. Όταν η φτώχεια μετατρέπεται από οικονομική συνθήκη σε πολιτική στρατηγική, τότε δεν φτωχαίνει μόνο το πορτοφόλι. Φτωχαίνει και η δημοκρατία.

Ετικέτες: