Σήμερα Γιορτάζουν:

ΜΕΛΑΝΗ

17 Νοεμβρίου 2025

Η μάχη κατά του καρκίνου περνά από τον μεταβολισμό και το ανοσοποιητικό

Για δεκαετίες, ο καρκίνος αντιμετωπιζόταν ως ένα πρόβλημα κυρίως γενετικό. Οι θεραπείες στόχευαν σε συγκεκριμένες μεταλλάξεις, σε μοριακές οδούς και σε «κουμπιά» που έπρεπε να απενεργοποιηθούν για να σταματήσει ο όγκος να μεγαλώνει. Σήμερα, όμως, ένα διαφορετικό πεδίο μπαίνει όλο και πιο επιτακτικά στο κάδρο: ο μεταβολισμός των καρκινικών κυττάρων. Και εκεί προκύπτει μια παράδοξη διαπίστωση. Η ίδια ικανότητα που χαρακτηρίζει έναν υγιή οργανισμό, η λεγόμενη μεταβολική ευελιξία, μπορεί να μετατραπεί στο ισχυρότερο όπλο του καρκίνου.

Μεταβολική ευελιξία σημαίνει ότι τα κύτταρα μπορούν να αλλάζουν καύσιμο ανάλογα με τις συνθήκες. Να χρησιμοποιούν πότε γλυκόζη, πότε λίπος, πότε άλλες ουσίες, χωρίς να «κολλάνε» σε μία μόνο πηγή ενέργειας. Σε έναν υγιή άνθρωπο αυτό είναι μοναδικό πλεονέκτημα. Προστατεύει από μεταβολικές διαταραχές, βοηθά στην αντοχή, στη μακροχρόνια υγεία των κυττάρων. Όταν όμως αποκτούν αυτή την ικανότητα τα καρκινικά κύτταρα, η εικόνα αλλάζει ριζικά. Τότε ο όγκος γίνεται ένας μεταβολικός χαμαιλέοντας, ικανός να επιβιώνει ακόμη κι όταν του κόβεις τις βασικές γραμμές τροφοδοσίας.

Για να καταλάβει κανείς πόσο δραματικά έχει αλλάξει η εικόνα, χρειάζεται να ανατρέξει σχεδόν έναν αιώνα πίσω. Ο Γερμανός βιοχημικός Ότο Βάρμπουργκ ήταν ο πρώτος που παρατήρησε ότι τα καρκινικά κύτταρα καταναλώνουν τεράστιες ποσότητες γλυκόζης, ακόμη και όταν υπάρχει άφθονο οξυγόνο. Δηλαδή προτιμούν τη ζύμωση από την «κανονική» αερόβια καύση. Η παρατήρηση αυτή, που έμεινε γνωστή ως «φαινόμενο Βάρμπουργκ», κυριάρχησε στη σκέψη για τον καρκίνο επί δεκαετίες. Οδήγησε μάλιστα στην ιδέα ότι, αν «κόψεις» τη γλυκόζη, αν πεινάσεις τον όγκο, θα τον εξουδετερώσεις.

Η πραγματικότητα, ωστόσο, αποδείχθηκε πολύ πιο πεισματάρα από τα θεωρητικά μοντέλα. Όπως εξηγεί ο ερευνητής καρκίνου και ειδικός στη μεταβολική ογκολογία Μάικλ Ενουέρε, όταν μια θεραπεία μπλοκάρει μια γραμμή τροφοδοσίας, ο όγκος πολύ συχνά απλώς στρέφεται σε άλλη. Αν σταματήσεις την πρόσβαση στη γλυκόζη, τα καρκινικά κύτταρα μπορούν να αυξήσουν την κατανάλωση γλουταμίνης, ενός απαραίτητου αμινοξέος. Αν περιορίσεις αυτή τη δίοδο, θα αναζητήσουν ενέργεια από τα λιπαρά οξέα. Μερικοί τύποι καρκίνου, μάλιστα, φαίνεται ότι μπορούν να αξιοποιήσουν ακόμη και τις κετόνες, το «εναλλακτικό» καύσιμο που παράγει ο οργανισμός σε περιόδους νηστείας ή σε κετογονική δίαιτα.

Αυτή η μεταβολική ευελιξία εξηγεί γιατί παρεμβάσεις όπως αυστηρός περιορισμός υδατανθράκων ή κετογονικές δίαιτες, αν και σε κάποιους ασθενείς δείχνουν αρχικά ενθαρρυντικά αποτελέσματα, σπάνια αρκούν από μόνες τους για να ανακόψουν οριστικά την πορεία της νόσου. Το πρόβλημα δεν είναι ότι δεν επηρεάζουν καθόλου τον όγκο. Είναι ότι ο όγκος δεν κάθεται άπραγος. Προσαρμόζεται.

Ειδικά οι πιο επιθετικοί καρκίνοι, όπως το γλοιοβλάστωμα στον εγκέφαλο ή οι τριπλά αρνητικοί καρκίνοι του μαστού, μοιάζουν με έμπειρους «επιζήσαντες». Έχουν στη διάθεσή τους πολλαπλές διαδρομές, αλλάζουν μεταβολικό «γρανάζι» ανάλογα με τις πιέσεις που δέχονται. Οι κλασικές θεραπείες, που σχεδιάστηκαν για να στοχεύουν ένα μονοπάτι τη φορά, συχνά καταλήγουν να παίζουν «όποιον πάρει ο χάρος» με ένα δίκτυο που έχει ήδη εναλλακτικές διαδρομές προετοιμασμένες. Δεν είναι τυχαίο ότι ολόκληρα ερευνητικά τμήματα, όπως αυτό της «αντοχής στα φάρμακα» στο National Cancer Institute, αφιερώθηκαν στο να καταλάβουν γιατί τα καρκινικά κύτταρα αναπτύσσουν τόσο γρήγορα ανθεκτικότητα στη χημειοθεραπεία και στις στοχευμένες θεραπείες.

Η εικόνα γίνεται ακόμη πιο περίπλοκη αν σκεφτεί κανείς ότι δεν υπάρχει ούτε μέσα στον ίδιο όγκο μία και μόνο «γραμμή». Αν πάρεις δείγματα από διαφορετικά σημεία του ίδιου καρκινικού όγκου, θα βρεις υπο-πληθυσμούς κυττάρων με διαφορετικές μεταβολικές στρατηγικές. Άλλα προτιμούν τη γλυκόζη, άλλα τη γλουταμίνη, άλλα βασίζονται περισσότερο σε οξειδωτικό μεταβολισμό λιπών. Αυτή η εσωτερική ετερογένεια είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους η ασθένεια αποδεικνύεται τόσο επίμονη.

Οι ερευνητές που δουλεύουν στο πεδίο αυτό εμφανίζονται πλέον σχεδόν ομόφωνοι σε ένα συμπέρασμα: δεν θα υπάρξει «μία» μεταβολική θεραπεία για τον καρκίνο. Όπως το θέτει ωμά η βιοχημικός Μόνα Τζαβέρι, όλοι μας φιλοξενούμε καρκινικά κύτταρα στον οργανισμό μας. Αυτό που κάνει τη διαφορά είναι η ικανότητα του ανοσοποιητικού να τα κρατά σε ύφεση, να μην τους επιτρέπει να σχηματίσουν όγκους. Αν θέλουμε σοβαρά να επηρεάσουμε αυτή τη διαδικασία, χρειαζόμαστε ένα οπλοστάσιο, όχι ένα μόνο «μαγικό» φάρμακο ή σχήμα.

Στο πλαίσιο αυτό, η έρευνα στρέφεται σε συνδυαστικές προσεγγίσεις. Πειραματικά πρωτόκολλα προσπαθούν να μπλοκάρουν ταυτόχρονα περισσότερες από μία μεταβολικές οδούς. Για παράδειγμα, να περιορίσουν συγχρόνως τη χρήση γλυκόζης και γλουταμίνης, των δύο βασικών «γραμμών τροφοδοσίας» πολλών καρκίνων. Άλλες προσεγγίσεις επιχειρούν να χρησιμοποιήσουν τη διατροφή όχι ως μεμονωμένη «θεραπεία», αλλά ως τρόπο να καταστήσουν τους όγκους πιο ευάλωτους στις κλασικές θεραπείες. Μια βραχυχρόνια κετογονική δίαιτα, για παράδειγμα, μπορεί να επαναρυθμίσει τα επίπεδα ινσουλίνης και γλυκόζης με τρόπο που αυξάνει την ευαισθησία των κυττάρων στα χημειοθεραπευτικά ή στον έλεγχο από το ανοσοποιητικό.

Ταυτόχρονα, στο προσκήνιο έρχονται και ουσίες που μέχρι πρόσφατα θεωρούνταν απλώς συμπληρώματα ή «φυσικές» παρεμβάσεις. Μια ανασκόπηση κλινικών δεδομένων που υπογράφει ο Ενουέρε αναδεικνύει τέσσερις τέτοιες παρεμβάσεις: την κουρκουμίνη, τη βερβερίνη, τη βιταμίνη C σε πολύ υψηλές ενδοφλέβιες δόσεις και τη βιταμίνη D3. Για όλες υπάρχουν πλέον δεδομένα ότι μπορούν, υπό προϋποθέσεις, να επηρεάσουν ενεργειακά μονοπάτια των καρκινικών κυττάρων και να ενισχύσουν την αποτελεσματικότητα συμβατικών θεραπειών. Η βιταμίνη C σε υψηλή δόση εμφανίζει τις πιο ώριμες κλινικές εφαρμογές, με δοκιμές σε καρκίνους όπως του ορθού, ενώ η βερβερίνη θεωρείται ιδιαίτερα υποσχόμενη για όγκους που εξαρτώνται έντονα από τη γλουταμίνη, με το ερώτημα βέβαια της καλής απορρόφησης και των παρενεργειών να παραμένει.

Βρισκόμαστε, όπως επισημαίνουν οι ερευνητές, σε μια «μεταβατική κορυφογραμμή». Τα προκλινικά δεδομένα από εργαστήρια και πειραματόζωα είναι ήδη πολύ πλούσια. Σταδιακά συσσωρεύονται και οι πρώτες σοβαρές κλινικές μελέτες φάσης 2, που ενσωματώνουν μεταβολικές παρεμβάσεις σε σχήματα με χημειοθεραπεία, ανοσοθεραπεία ή ακτινοθεραπεία. Αν κάτι αλλάζει, δεν είναι μόνο τα εργαλεία. Είναι το ίδιο το πλαίσιο, ο τρόπος που σκεφτόμαστε τον καρκίνο. Από αποκλειστικά γενετικό γεγονός, αναδύεται ως διαταραχή ολόκληρου του μεταβολικού και ανοσολογικού οικοσυστήματος.

Μέσα σε αυτή τη συζήτηση, δεν λείπουν και οι προσωπικές ιστορίες. Ο Πιτ Σάλακ, χειροπράκτης στο επάγγελμα, πληροφορήθηκε στα τέλη του 2024 ότι έχει τελικού σταδίου καρκίνο στον εγκέφαλο. Οι γιατροί του έδιναν λίγους μήνες. Εκείνος αποφάσισε να δοκιμάσει μια επιθετική μεταβολική προσέγγιση, συνδυασμένη με τις κλασικές θεραπείες.

Εφάρμοσε θεραπευτική κετογονική δίαιτα, στόχευσε στη μείωση της γλυκόζης και της ινσουλίνης, υποστήριξε όσο μπορούσε τη λειτουργία των μιτοχονδρίων, εστίασε σε πρακτικές που ενισχύουν την οξυγόνωση και την αποτοξίνωση του οργανισμού. Δεν επιδίωξε μόνο να «πεινάσει» τον όγκο, αλλά να κάνει όσο πιο ισχυρά γίνεται τα υγιή κύτταρά του. Τον Μάρτιο, οι γιατροί του ανακοίνωσαν πλήρη ύφεση. Η εμπειρία του δεν είναι απόδειξη, ούτε συνταγή. Είναι όμως ενδεικτική του πώς οι ασθενείς αντιλαμβάνονται πλέον ότι ο τρόπος που «δουλεύει» ο μεταβολισμός τους δεν είναι δευτερεύον ζήτημα.

Από την άλλη πλευρά, οι επιστήμονες θυμίζουν ότι μεταβολική ευελιξία δεν αφορά μόνο την αντιμετώπιση του καρκίνου, αλλά και την πρόληψη. Ένας οργανισμός με υγιή, ευέλικτα μιτοχόνδρια, ικανός να μεταβαίνει ομαλά από τη χρήση γλυκόζης στη χρήση λίπους και αντίστροφα, είναι λιγότερο ευάλωτος στις ίδιες μεταβολικές στρεβλώσεις που ευνοούν την καρκινογένεση. Εδώ μιλάμε για πράγματα τόσο απλά όσο η κίνηση, η διατροφική ποικιλία, η αποφυγή της χρόνιας υπερφόρτωσης με ζάχαρη και επεξεργασμένα τρόφιμα.

Η τακτική άσκηση, αερόβια και μυϊκή, αυξάνει τον αριθμό και την αποτελεσματικότητα των μιτοχονδρίων. Μικρές συνήθειες, όπως ένας ζωηρός περίπατος μετά το φαγητό ή σύντομα διαστήματα πιο έντονης προσπάθειας μέσα στην ημέρα, έχουν σωρευτική επίδραση στην ικανότητα των κυττάρων να διαχειρίζονται την ενέργεια.

Η διατροφή που δεν είναι μονοτονική, που εναλλάσσει περιόδους υψηλότερης πρόσληψης υδατανθράκων με περιόδους χαμηλότερης, που ενσωματώνει κατά καιρούς ήπιες μορφές νηστείας ή χρονικά περιορισμένης σίτισης, «γυμνάζει» τον μεταβολισμό. Δεν χρειάζονται εξτρεμισμοί, λένε οι ειδικοί. Χρειάζεται να πάψει ο οργανισμός να λειτουργεί μονίμως σε κατάσταση ζαχαρικής υπερφόρτωσης.

Εξίσου σημαντικό είναι το τι τρώμε, όχι μόνο το πότε. Η επίμονη κακή διατροφή, πλούσια σε υπερεπεξεργασμένα τρόφιμα, τρανς λιπαρά, ζάχαρη και φτηνές θερμίδες, μπορεί να δημιουργεί ένα μικροπεριβάλλον που ευνοεί τον καρκίνο. Υψηλό σάκχαρο, χρόνια φλεγμονή, ορμονικές διαταραχές, όλα αυτά διαβρώνουν την κανονική μιτοχονδριακή λειτουργία και σπρώχνουν τα κύτταρα σε μονοπάτια «στρες» που, σε βάθος χρόνου, μπορούν να γίνουν έδαφος για κακοήθεια. Δεν είναι τυχαίο ότι η παχυσαρκία συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο για πολλούς τύπους καρκίνου. Η περίσσεια λιπώδους ιστού συνοδεύεται από απελευθέρωση κυτταροκινών και άλλων ουσιών που διαμορφώνουν ένα φλεγμονώδες, «φιλικό προς τον όγκο» περιβάλλον.

Υπάρχει τέλος και μια διάσταση που σπάνια συζητείται όταν μιλάμε για μεταβολισμό και καρκίνο: ο ρόλος των ανθρώπινων σχέσεων. Η Τζαβέρι φέρνει ως παράδειγμα μια μελέτη σε σκύλους, όπου η ανταμοιβή με επαίνους ενεργοποιούσε τα κέντρα ευχαρίστησης στον εγκέφαλο σε βαθμό αντίστοιχο ή και μεγαλύτερο από την τροφή.

Μπορεί να ακούγεται άσχετο, αλλά δεν είναι. Η κοινωνική σύνδεση επηρεάζει ορμόνες, επίπεδα στρες, φλεγμονή, ακόμη και τα σήματα που λαμβάνουν τα μιτοχόνδρια. Η απομόνωση, αντίθετα, συνδέεται με επιδείνωση πολλών βιολογικών δεικτών. Με άλλα λόγια, ο τρόπος που ζούμε και σχετιζόμαστε δεν είναι απλώς «ψυχολογία». Είναι μέρος της μεταβολικής μας πραγματικότητας.

Ο καρκίνος, όσο κι αν το θέλουμε, δεν θα πάψει να είναι μια σύνθετη, δύσκολη νόσος. Δεν μπορούμε να ελέγξουμε τον μεταβολισμό των καρκινικών κυττάρων. Μπορούμε όμως να βελτιώσουμε τον δικό μας. Να ενισχύσουμε τις άμυνες ενός οργανισμού που δεν είναι παθητικός δέκτης, αλλά ενεργός συνομιλητής σε κάθε θεραπευτική προσπάθεια. Αν κάτι δείχνουν οι νέες έρευνες, είναι πως όσο καλύτερα καταλαβαίνουμε και ρυθμίζουμε το δικό μας μεταβολικό περιβάλλον, τόσο δυσκολότερα θα βρίσκει ο καρκίνος τον χώρο για να εκμεταλλευτεί τη δική του μεταβολική ευελιξία.

Ετικέτες: