Η οικονομία στραγγίζεται συστηματικά, τα υπερπλεονάσματα θρέφουν το χρέος και η χώρα καταρρέει
Η εκτίναξη του πρωτογενούς πλεονάσματος στα 12,6 δισ. ευρώ στο ενδεκάμηνο Ιανουαρίου–Νοεμβρίου 2025, σχεδόν 5 δισ. πάνω από τον στόχο, παρουσιάζεται από την κυβέρνηση ως απόδειξη «δημοσιονομικής επιτυχίας». Στην πραγματικότητα, πρόκειται για μια εξέλιξη που αναδεικνύει με σαφήνεια τη ριζική ανατροπή βασικών δεσμεύσεων του ίδιου του πρωθυπουργού πριν αναλάβει την εξουσία.
Από το 2016, ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε τοποθετήσει τη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων στον πυρήνα του πολιτικού του λόγου. Στη ΔΕΘ εκείνης της χρονιάς χαρακτήριζε τα υψηλά πλεονάσματα οικονομικά αδιέξοδα και κοινωνικά άδικα, υποστηρίζοντας ότι στραγγαλίζουν την ανάπτυξη και οδηγούν σε διαρκή υπερφορολόγηση. Η μείωση του στόχου στο 2% του ΑΕΠ παρουσιαζόταν ως προϋπόθεση για φορολογικές ελαφρύνσεις, ενίσχυση της απασχόλησης και ένα πιο αποτελεσματικό κοινωνικό κράτος.
Η θέση αυτή επαναλήφθηκε συστηματικά έως τις εκλογές του 2019. Λίγο πριν αναλάβει τη διακυβέρνηση, ο σημερινός πρωθυπουργός δεσμευόταν ότι, αφού αποκαταστήσει την αξιοπιστία της χώρας, θα επιμείνει στην επαναδιαπραγμάτευση των στόχων. Η υπόσχεση ήταν σαφής: μικρότερα πλεονάσματα, λιγότεροι φόροι και μεγαλύτερος χώρος για ανάπτυξη.
Έξι και πλέον χρόνια μετά, η πραγματικότητα κινείται στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση. Όχι μόνο δεν υπήρξε επαναδιαπραγμάτευση, αλλά η κυβέρνηση υιοθέτησε πλήρως τη λογική των υπερπλεονασμάτων, παρουσιάζοντάς τα ως ένδειξη «υπευθυνότητας». Το πρωτογενές πλεόνασμα κινείται ήδη πάνω από το 4% του ΑΕΠ και, σύμφωνα με εκτιμήσεις, μπορεί να φτάσει το 4,6% την επόμενη χρονιά, επίπεδα σαφώς υψηλότερα ακόμη και από εκείνα που προέβλεπε η μεταμνημονιακή συμφωνία.
Υπενθυμίζεται ότι η ίδια η συμφωνία εξόδου από τα μνημόνια προέβλεπε πλεονάσματα 3,5% έως το 2022 και περίπου 2,2% στη συνέχεια. Η σημερινή δημοσιονομική πρακτική υπερβαίνει κατά πολύ αυτούς τους στόχους, χωρίς να συνοδεύεται από αντίστοιχη ενίσχυση των επενδύσεων ή της παραγωγικής βάσης.
Το υπερπλεόνασμα δεν προκύπτει από μια δυναμική, αναπτυσσόμενη οικονομία, αλλά από τη συστηματική συμπίεση δαπανών και τη διατήρηση υψηλής φορολογικής επιβάρυνσης. Οι πόροι που αφαιρούνται από την πραγματική οικονομία δεν επιστρέφουν με τρόπο που να ενισχύει την παραγωγή ή την απασχόληση, αλλά διοχετεύονται κυρίως στη βελτίωση των δημοσιονομικών δεικτών και στη διαχείριση του χρέους.
Σε αυτό το περιβάλλον, τα ιδιωτικά κεφάλαια βρίσκουν περιορισμένα κίνητρα επανεπένδυσης, ενώ η πιστωτική επέκταση παραμένει επιλεκτική. Η έλλειψη ρευστότητας και η υψηλή φορολόγηση αποδυναμώνουν τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και εντείνουν τις τάσεις αποεπένδυσης σε κρίσιμους κλάδους της οικονομίας, συμπεριλαμβανομένου του πρωτογενούς τομέα.
Η δημοσιονομική «επιτυχία» που προβάλλεται σήμερα συνοδεύεται, έτσι, από μια βαθύτερη πολιτική και οικονομική αντίφαση. Η χώρα εμφανίζει υψηλά πλεονάσματα, αλλά χαμηλή αναπτυξιακή δυναμική και περιορισμένο παραγωγικό μετασχηματισμό. Η απόσταση ανάμεσα στις προεκλογικές δεσμεύσεις και την εφαρμοζόμενη πολιτική δεν είναι απλώς επικοινωνιακή· μεταφράζεται σε κόστος για την πραγματική οικονομία και σε υποθήκευση των μελλοντικών αναπτυξιακών προοπτικών.
Αρπάζουν τον πλούτο για να εμφανίζουν πλεονάσματα και να ταΐζουν το χρέος. Οι επενδύσεις στεγνώνουν και το μέλλον υποθηκεύεται. Το ιδιωτικό κεφάλαιο δεν έχει λόγο να επανεπενδύσει· δεν παράγει κέρδη, απλώς φορολογείται. Η παραγωγή τιμωρείται και η οικονομία μαραζώνει.
Οι τράπεζες δεν χρηματοδοτούν την πραγματική οικονομία. Οι πιστώσεις τους είναι δεσμευμένες στις ΑΠΕ, στα ειδικά χρηματοδοτικά σχήματα και στις επενδύσεις των ολιγαρχών. Η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα μένει εκτός, η περιφέρεια αποκλείεται, η παραγωγή ασφυκτιά.
Η χώρα ερημώνει. Η αποεπένδυση διαλύει δομές σε όλους τους κλάδους. Επιχειρήσεις κλείνουν, αγροτική παραγωγή εγκαταλείπεται, εργατικό δυναμικό χάνεται. Ό,τι απέμεινε όρθιο λειτουργεί στα όρια.
Η πολιτεία δεν προλαμβάνει καταστροφές, τις διαχειρίζεται εκ των υστέρων. Σφάζει κοπάδια, αφήνει καλλιέργειες να καταστρέφονται, διαλύει παραγωγικές βάσεις χωρίς σχέδιο ανασυγκρότησης.
Στον ΟΠΕΚΕΠΕ επικρατεί θεσμικό χάος. Καθυστερήσεις, αβεβαιότητα, χαμένες ενισχύσεις. Ο πρωτογενής τομέας αποδυναμώνεται συστηματικά, χωρίς στήριξη, χωρίς σταθερό πλαίσιο, χωρίς προοπτική.
Δεν πρόκειται για ανάπτυξη, αλλά για συστηματική αφαίμαξη. Ένα μοντέλο που αποστραγγίζει πόρους, αποδομεί τις παραγωγικές δομές και αφήνει πίσω του οικονομικό έδαφος κατεστραμμένο.
Πιο Δημοφιλή
Ο Μητσοτάκης ως ιδεολογικό υβρίδιο νεοφιλελευθερισμού και οικογενειοκρατίας
12 τόνους ακατάλληλα προϊόντα ετοιμάζονταν να ρίξουν στην αγορά στις εορτές
Η Τουρκία περικυκλώνεται στρατηγικά
Πιο Πρόσφατα
Πίεση της ΕΕ στην Τεχεράνη: Ζητά την απελευθέρωση της Ναργκίς Μοχαμαντί