Η Ρωσία επαναπροσδιορίζει τη στρατηγική της στη Συρία: Με στόχο τη διατήρηση της στρατιωτικής της παρουσίας
Η Ρωσία επανεξετάζει και επαναπροσδιορίζει τη στρατηγική της εμπλοκής στη Συρία, δίνοντας έμφαση στη διατήρηση της στρατιωτικής της παρουσίας στη χώρα μέσω των δύο βασικών στρατιωτικών βάσεων που διατηρεί: την αεροπορική βάση Χμεϊμίμ στην επαρχία της Λαττάκειας και τη ναυτική βάση στο Ταρτούς. Σε ένα περιβάλλον που μεταβάλλεται γεωπολιτικά και στρατιωτικά, η Μόσχα φαίνεται να προσαρμόζει την προσέγγισή της ώστε να εξασφαλίσει τη μακροπρόθεσμη επιρροή της στην περιοχή, προστατεύοντας τα συμφέροντά της και ενισχύοντας τη στρατηγική της θέση στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η συμμετοχή της Ρωσίας στον συριακό εμφύλιο πόλεμο ξεκίνησε δυναμικά το 2015, με σκοπό την υποστήριξη του καθεστώτος Άσαντ και την ανάσχεση της απειλής από εξτρεμιστικές ισλαμιστικές οργανώσεις. Η ρωσική στρατιωτική παρέμβαση έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην επιβίωση του συριακού καθεστώτος και στη μετατόπιση των ισορροπιών υπέρ της Δαμασκού. Ωστόσο, με την πάροδο του χρόνου και τις αλλαγές που σημειώνονται τόσο στο εσωτερικό της Συρίας όσο και στη διεθνή σκακιέρα, η Ρωσία φαίνεται να στρέφεται προς μια πιο «οικονομική» στρατηγική, εστιάζοντας κυρίως στην εδραίωση της παρουσίας της στις δύο βάσεις ως βασικό εργαλείο προβολής ισχύος.
Η αεροπορική βάση στη Χμεϊμίμ αποτελεί το κύριο επιχειρησιακό κέντρο της Ρωσίας στη Συρία και έχει επεκταθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, φιλοξενώντας προηγμένα αεροσκάφη και συστήματα αντιαεροπορικής άμυνας. Η βάση αυτή προσφέρει στη Ρωσία τη δυνατότητα άμεσης και ευέλικτης παρέμβασης σε κρίσιμες περιοχές της Μέσης Ανατολής και λειτουργεί ως κόμβος για επιχειρήσεις τόσο στη Συρία όσο και πέρα από αυτήν. Η ναυτική βάση στο Ταρτούς, η μοναδική ρωσική ναυτική εγκατάσταση στη Μεσόγειο, αποτελεί επίσης κομβικό σημείο, εξασφαλίζοντας ανεφοδιασμό, συντήρηση και στήριξη του ρωσικού στόλου στην περιοχή.
Η Ρωσία, αναγνωρίζοντας τις μεταβαλλόμενες δυναμικές στο συριακό έδαφος, επιδιώκει πλέον περισσότερο τη σταθεροποίηση των ήδη κατεχόμενων στρατηγικών θέσεων παρά την περαιτέρω στρατιωτική επέκταση. Η εστίαση στις βάσεις εντάσσεται σε μια ευρύτερη στρατηγική ανάσχεσης της επιρροής άλλων διεθνών παικτών, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Τουρκία, ενώ παράλληλα επιτρέπει στη Μόσχα να διατηρεί την ικανότητά της να διαπραγματεύεται από θέση ισχύος τόσο σε διπλωματικό όσο και σε στρατιωτικό επίπεδο.
Η αναδιάρθρωση της ρωσικής στρατηγικής συνοδεύεται και από μια μεγαλύτερη έμφαση σε πολιτικά και οικονομικά μέσα επιρροής, καθώς και σε συνεργασίες με τοπικούς και περιφερειακούς παράγοντες που μπορούν να διασφαλίσουν την παρουσία και τα συμφέροντα της Ρωσίας στη μεταπολεμική Συρία. Η επιμονή στη διατήρηση των στρατιωτικών εγκαταστάσεων δεν αφορά μόνο τη Συρία, αλλά εντάσσεται σε ένα ευρύτερο γεωστρατηγικό σχέδιο που σχετίζεται με την επιθυμία της Μόσχας να κατοχυρώσει ρόλο σταθερής δύναμης στην Ανατολική Μεσόγειο, καθώς και να εξισορροπήσει την πίεση που δέχεται από τη Δύση σε άλλα μέτωπα, όπως η Ουκρανία.
Με αυτόν τον τρόπο, η Ρωσία δείχνει αποφασισμένη να προσαρμόσει την παρουσία και τη δράση της στη Συρία στις νέες συνθήκες, μετατοπίζοντας το κέντρο βάρους της από την ενεργή εμπλοκή στις στρατιωτικές επιχειρήσεις προς την εδραίωση ενός στρατηγικού προγεφυρώματος που θα της επιτρέπει να διατηρεί την ισχύ και την επιρροή της στην ευρύτερη περιοχή για τα επόμενα χρόνια.
Καθώς το καθεστώς του Μπασάρ αλ Άσαντ κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος υπό την πίεση του παρατεταμένου εμφυλίου πολέμου και των εσωτερικών αντιθέσεων, η Ρωσία προχώρησε σε μια σημαντική αναθεώρηση της στρατηγικής της στη Συρία. Η αλλαγή αυτή, ωστόσο, δεν αφορούσε τα βαθύτερα συμφέροντά της, τα οποία παρέμειναν αμετακίνητα: η εδραίωση της επιρροής της στη Συρία και, ευρύτερα, στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή. Η ρωσική ηγεσία εξακολουθεί να θεωρεί την παρουσία της στη Συρία κρίσιμο πυλώνα της εξωτερικής της πολιτικής και βασικό μέσο γεωστρατηγικής προβολής ισχύος στην ευρύτερη περιοχή.
Η Ρωσία διεξάγει από το 2015 αυτό που η ίδια περιγράφει ως αντιτρομοκρατική εκστρατεία στη Συρία, με επίσημο στόχο την καταπολέμηση τζιχαντιστικών οργανώσεων, αλλά με σαφή σκοπό την ενίσχυση του συριακού καθεστώτος και την αποτροπή της κατάρρευσής του. Η στρατιωτική της παρέμβαση σηματοδότησε την ανατροπή των ισορροπιών υπέρ του Άσαντ, καθώς οι ρωσικές αεροπορικές και χερσαίες δυνάμεις προσέφεραν καθοριστική στήριξη στις επιχειρήσεις του συριακού στρατού. Η επέμβαση αυτή, ωστόσο, είχε υψηλό κόστος: εκτιμάται ότι στοίχιζε περίπου 2,5 εκατομμύρια δολάρια ημερησίως στο ρωσικό κράτος, ενώ τουλάχιστον 534 Ρώσοι στρατιώτες έχασαν τη ζωή τους, σύμφωνα με στοιχεία διεθνών μέσων ενημέρωσης.
Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία το 2022 αποτέλεσε ένα καθοριστικό σημείο καμπής και για την παρουσία της στη Συρία. Η μεγάλη στρατιωτική και οικονομική επιβάρυνση από το ουκρανικό μέτωπο ανάγκασε τη Μόσχα να περιορίσει τη στρατιωτική της δραστηριότητα σε άλλες περιοχές, περιλαμβανομένης της Μέσης Ανατολής. Από εκείνο το σημείο και έπειτα, η Ρωσία άρχισε να αποσύρει σταδιακά μέρος των δυνάμεών της από τη Συρία, αν και δεν εγκατέλειψε ποτέ πλήρως τις βάσεις και τα στρατηγικά της σημεία.
Παρά την περιορισμένη αποχώρηση, η κατάσταση στο εσωτερικό της Συρίας φάνηκε αρχικά να σταθεροποιείται. Ο Άσαντ διατήρησε τον έλεγχο μεγάλου μέρους της επικράτειας, ενώ το Μάιο του 2023 επανεντάχθηκε στον Αραβικό Σύνδεσμο μετά από 12 χρόνια απομόνωσης, γεγονός που υποδηλώνει μια προσπάθεια επανανομιμοποίησης του καθεστώτος του σε περιφερειακό επίπεδο. Σε αυτό το πλαίσιο, η Ρωσία προχώρησε σε μια σταδιακή μετατόπιση του βάρους από την άμεση στρατιωτική παρέμβαση στην πολιτική διαμεσολάβηση και διπλωματία, αξιοποιώντας την επιρροή της για να διαμορφώσει τις εξελίξεις μέσω πολιτικών πρωτοβουλιών.
Το Κρεμλίνο άρχισε να ενθαρρύνει ενεργά τον Άσαντ να προχωρήσει σε συνομιλίες με την ένοπλη συριακή αντιπολίτευση, στοχεύοντας σε μια πολιτική λύση που θα εδραιώσει την τάξη πραγμάτων την οποία η ρωσική παρουσία έχει συμβάλει να δημιουργηθεί. Παράλληλα, η Μόσχα διαδραμάτισε ρόλο διαμεσολαβητή και στις ευρύτερες περιφερειακές ισορροπίες, επιδιώκοντας να φέρει σε επαφή τη Δαμασκό με την Άγκυρα, με την οποία διατηρεί σύνθετες και ενίοτε ανταγωνιστικές σχέσεις. Η ρωσική διπλωματία έχει επανειλημμένως προσκαλέσει τον πρόεδρο Ερντογάν σε συνομιλίες με τον Άσαντ, αναγνωρίζοντας ότι η Τουρκία αποτελεί βασικό παίκτη στον συριακό πόλεμο και η συνεννόηση μαζί της είναι απαραίτητη για τη σταθεροποίηση της περιοχής.
Η νέα ρωσική στρατηγική δεν αποσκοπεί πλέον στην επίτευξη στρατιωτικής νίκης, αλλά στη διασφάλιση της επιρροής της μέσω πολιτικών, διπλωματικών και οικονομικών μέσων. Παρά τις προκλήσεις και τις εξελίξεις στο διεθνές πεδίο, ο στόχος της Μόσχας παραμένει σαφής: η διατήρηση των στρατιωτικών βάσεων στη Χμεϊμίμ και στο Ταρτούς, οι οποίες αποτελούν εγγύηση για την παγίωση της ρωσικής παρουσίας στη Συρία και την Ανατολική Μεσόγειο, εξυπηρετώντας τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της Ρωσίας στην ευρύτερη περιοχή.
Παρά την κυρίαρχη αφήγηση που παρουσίαζε τον Μπασάρ αλ Άσαντ ως απόλυτα εξαρτημένο από τη ρωσική υποστήριξη και υποχείριο του Βλαντίμιρ Πούτιν, η πραγματικότητα υπήρξε πιο περίπλοκη και αποκαλυπτική. Ο Άσαντ, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια της παραμονής του στην εξουσία, επιχείρησε να προωθήσει τη δική του πολιτική ατζέντα, αγνοώντας ενίοτε τις ρωσικές συστάσεις και παρακάμπτοντας τις στρατηγικές επιδιώξεις της Μόσχας.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της στάσης αποτέλεσε η κατηγορηματική του απαίτηση για την πλήρη αποχώρηση των τουρκικών δυνάμεων από το συριακό έδαφος ως προϋπόθεση για οποιαδήποτε διαδικασία διαλόγου με την Άγκυρα. Η στάση αυτή ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με την πιο ρεαλιστική και διαλλακτική προσέγγιση που επιχειρούσε να προωθήσει η ρωσική διπλωματία, η οποία επιδίωκε να διαμορφώσει ένα πλαίσιο διαπραγματεύσεων με στόχο τη σταθεροποίηση της περιοχής και τη διασφάλιση των ρωσικών συμφερόντων μέσω ενός ελεγχόμενου πολιτικού διαλόγου. Ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ δεν έκρυψε την ενόχλησή του, δηλώνοντας δημόσια ότι, «παρά τις επείγουσες συστάσεις και την ενεργό υποστήριξή μας, η κυβέρνηση δεν ήταν σε θέση να ξεκινήσει μια πραγματική πολιτική διαδικασία».
Η αυξανόμενη αυτοπεποίθηση του Άσαντ, ο οποίος θεώρησε πως η διεθνής και περιφερειακή αποδοχή του ήταν δεδομένη, αποδείχθηκε τελικά καταστροφική. Στα τέλη του 2024, το καθεστώς του κατέρρευσε αιφνιδιαστικά και με ελάχιστη αντίσταση από τις ένοπλες δυνάμεις της χώρας, οι οποίες είτε διαλύθηκαν είτε επέλεξαν να μη συγκρουστούν για τη διατήρηση μιας εξουσίας που έμοιαζε πλέον κενή περιεχομένου. Η κατάρρευση ήρθε σχεδόν σιωπηλά, σαν ένας χάρτινος πύργος που υποχωρεί υπό το βάρος των αντιφάσεών του.
Ο Πούτιν, απορροφημένος εξ ολοκλήρου από τον παρατεταμένο πόλεμο στην Ουκρανία, δεν είχε τη δυνατότητα –ούτε ίσως και τη βούληση– να παρέμβει αποφασιστικά για να διασώσει τον παλιό του σύμμαχο. Αντίθετα με το 2015, όταν η ρωσική στρατιωτική επέμβαση είχε αντιστρέψει την πορεία του πολέμου στη Συρία, αυτή τη φορά η Μόσχα επέλεξε μια πιο ψυχρή και αποστασιοποιημένη στάση. Τελικά, η Ρωσία παρείχε άσυλο στον Άσαντ, χωρίς όμως να τον υποστηρίξει πολιτικά ή να διακηρύξει εκ νέου τη νομιμότητά του ως αρχηγού κράτους.
Το συμβολικό βάρος αυτής της αποστασιοποίησης ήταν ιδιαίτερα έντονο, αν αναλογιστεί κανείς ότι μόλις λίγα χρόνια πριν, το 2021, το Κρεμλίνο είχε σπεύσει να τον συγχαρεί για την εκλογική του “νίκη”, αποδίδοντας του ένα ποσοστό που άγγιζε το 95%, σε μια διαδικασία που διεθνώς θεωρήθηκε προσχηματική και αδιαφανής. Η μετάβαση από την ανοιχτή στήριξη στην ψυχρή ανοχή αποτυπώνει το πώς η Ρωσία αντιλήφθηκε την εξάντληση της χρησιμότητας του Άσαντ, καθώς και την αναγκαιότητα επαναπροσδιορισμού της παρουσίας της στη Συρία με όρους που υπερβαίνουν πρόσωπα και προσωρινές συμμαχίες.
Η πτώση του Άσαντ δεν σηματοδότησε απλώς το τέλος ενός καθεστώτος, αλλά και την αναθεώρηση των ρωσικών υπολογισμών για το πώς και με ποιους μπορεί να διατηρήσει την επιρροή της στη Μέση Ανατολή. Αν και ο ίδιος αποδείχθηκε απρόθυμος να προσαρμοστεί στη νέα πραγματικότητα και να λειτουργήσει ως ευέλικτο εργαλείο των ρωσικών σχεδιασμών, η Μόσχα φρόντισε να αποσυνδέσει τη στρατηγική της από την προσωπική του επιβίωση, επιδιώκοντας πλέον την εξασφάλιση της επιρροής της μέσα από άλλους μηχανισμούς και πιθανούς νέους συμμάχους.
Η αιφνίδια αλλαγή στάσης του Κρεμλίνου απέναντι στην ισλαμιστική πολιτοφυλακή Hay’at Tahrir al-Sham (HTS), η οποία κατέλαβε την εξουσία στη Συρία στα τέλη του 2024, σηματοδοτεί μια αξιοσημείωτη και βαθιά πραγματιστική στροφή στη ρωσική πολιτική. Παρότι η HTS παραμένει επίσημα απαγορευμένη στη Ρωσία ως τρομοκρατική οργάνωση, η Μόσχα απέφυγε σε μεγάλο βαθμό να αντιδράσει δημόσια ή να καταδικάσει την κατάληψη της εξουσίας από τη συγκεκριμένη ομάδα. Η αποδοχή αυτής της νέας πραγματικότητας, που ήρθε σχεδόν αθόρυβα, αποτελεί ένδειξη ότι οι γεωστρατηγικές και επιχειρησιακές προτεραιότητες υπερίσχυσαν των ιδεολογικών ή πολιτικών θέσεων.
Η αντίθεση είναι εντυπωσιακή: το 2015, η Ρωσία ασκούσε έντονες πιέσεις για να ενταχθεί η HTS στον κατάλογο των τρομοκρατικών οργανώσεων του ΟΗΕ, ενώ η εξουδετέρωση της και των συνεργαζόμενων τζιχαντιστικών ομάδων συγκαταλεγόταν στις κορυφαίες προτεραιότητες της στρατηγικής της στη Συρία. Η HTS, διάδοχος της συριακής πτέρυγας της Αλ Κάιντα, θεωρείτο τότε βασικός στόχος των ρωσικών αεροπορικών επιδρομών και των χερσαίων επιχειρήσεων που υποστήριζαν τις δυνάμεις του Άσαντ.
Ωστόσο, η σημερινή ρητορική των ρωσικών κρατικών μέσων ενημέρωσης αποκαλύπτει μια σταδιακή απομάκρυνση από τις παλαιότερες θέσεις. Η ορολογία έχει υποστεί αισθητή αλλαγή: η λέξη «τρομοκράτες» έχει αντικατασταθεί από την ουδέτερη φράση «ένοπλη αντιπολίτευση». Αυτή η στροφή στη γλώσσα αποτελεί ενδεικτική της νέας προσέγγισης του Κρεμλίνου, το οποίο επιλέγει να εστιάσει στη διατήρηση των ζωτικών του συμφερόντων αντί να προσκολληθεί σε ιδεολογικές κατηγοριοποιήσεις.
Κορυφαία μεταξύ αυτών των συμφερόντων είναι η διατήρηση των δύο στρατιωτικών βάσεων της Ρωσίας στη Συρία: η ναυτική βάση στην Ταρσό και η αεροπορική βάση κοντά στη Λατάκια. Αυτές οι εγκαταστάσεις έχουν καθοριστική σημασία για τη στρατιωτική παρουσία της Μόσχας στην Ανατολική Μεσόγειο, καθώς βρίσκονται σε στρατηγικά σημεία πλησίον χωρών-μελών του ΝΑΤΟ. Επιπλέον, χρησιμεύουν ως κόμβοι υποστήριξης για την αυξανόμενη στρατιωτική και οικονομική δραστηριότητα της Ρωσίας στην Αφρική, όπου επιδιώκει να ενισχύσει την επιρροή της.
Η νέα ηγεσία της Συρίας, παρά τις ιδεολογικές της καταβολές, επέδειξε αξιοσημείωτο πραγματισμό. Κατά την ταχύτατη προέλασή της, απέφυγε επιμελώς οποιαδήποτε πρόκληση στις ρωσικές στρατιωτικές εγκαταστάσεις, αν και στρατιωτικά θα μπορούσε να τις καταλάβει. Αντίθετα, επιτέθηκε εναντίον της ιρανικής πρεσβείας, του άλλου μεγάλου συμμάχου του καθεστώτος Άσαντ, αφήνοντας ανέγγιχτη τη ρωσική πρεσβεία στη Δαμασκό. Αυτή η επιλογή θεωρήθηκε από πολλούς ως ξεκάθαρο μήνυμα διάθεσης συνεργασίας προς τη Μόσχα.
Η πολιτική αυτή στροφή επιβεβαιώθηκε και επισήμως όταν, στα τέλη Ιανουαρίου, αντιπροσωπεία της Ρωσίας υπό την ηγεσία του αναπληρωτή υπουργού Εξωτερικών Μιχαήλ Μπογκντάνοφ επισκέφθηκε τη Συρία για πρώτη φορά μετά την πτώση του Άσαντ. Αν και δεν υπήρξαν άμεσα συγκεκριμένα αποτελέσματα, έγινε σαφές ότι η Ρωσία και η νέα ηγεσία της Δαμασκού διαθέτουν κοινά συμφέροντα και διάθεση για συνεννόηση.
Η κορύφωση της ρωσο-συριακής προσέγγισης καταγράφηκε μόλις δύο εβδομάδες αργότερα, όταν ο ίδιος ο πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν πραγματοποίησε τηλεφωνική επικοινωνία με τον ηγέτη της HTS και αυτοανακηρυχθέντα πρόεδρο της Συρίας, Ahmed al-Sharaa. Η επαφή αυτή σφράγισε de facto τη ρωσική αποδοχή της νέας κατάστασης και πιστοποίησε την εγκατάλειψη του δόγματος Άσαντ ως αναγκαίας προϋπόθεσης για τη ρωσική επιρροή στη Συρία.
Η Μόσχα επέλεξε έτσι να προσαρμοστεί στις εξελίξεις και να εγκαταλείψει τη στήριξη μιας φθαρμένης και μη λειτουργικής εξουσίας, υιοθετώντας έναν κυνικό αλλά ρεαλιστικό δρόμο που της επιτρέπει να διατηρήσει τον στρατηγικό της ρόλο στη Μέση Ανατολή, ακόμη και υπό ριζικά μεταβαλλόμενες συνθήκες.
Η ανάδυση της Hay’at Tahrir al-Sham (HTS) στην εξουσία της Συρίας δεν συνοδεύτηκε μόνο από ριζικές εσωτερικές ανακατατάξεις, αλλά και από μια επανατοποθέτηση στις διεθνείς σχέσεις της χώρας. Ο νέος ηγέτης της Δαμασκού, σε μια συμβολική αλλά ουσιαστική δήλωση μετά την πρώτη του επικοινωνία με τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν, έκανε λόγο για «ισχυρούς στρατηγικούς δεσμούς» μεταξύ Μόσχας και Δαμασκού. Πίσω όμως από αυτήν την διπλωματική φρασεολογία, υποκρύπτονται συγκεκριμένα και κρίσιμα γεωπολιτικά συμφέροντα.
Η παρουσία ρωσικών στρατευμάτων στα δυτικά της χώρας προσφέρει στον νέο ηγέτη έναν πολυτιμότατο στρατηγικό αντισταθμιστικό μηχανισμό. Συγκεκριμένα, εξισορροπεί την επιρροή των τουρκικών δυνάμεων στα βόρεια σύνορα, των αμερικανικών στρατιωτικών μονάδων στα ανατολικά και των ισραηλινών επιχειρήσεων στο νότιο τμήμα της Συρίας. Για την HTS, η Ρωσία αποτελεί έναν σιωπηρό προστάτη, έναν σταθεροποιητικό παράγοντα εντός ενός περιβάλλοντος γεμάτου εχθρικές δυνάμεις και αβεβαιότητα.
Ένα επιπλέον, εξίσου σημαντικό κίνητρο, είναι η επιδίωξη της νέας συριακής ηγεσίας να απαλειφθεί η HTS από τον κατάλογο των τρομοκρατικών οργανώσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Εδώ η Ρωσία έχει καθοριστικό ρόλο, καθώς διαθέτει δικαίωμα αρνησικυρίας. Υπάρχει ήδη παρασκηνιακή συζήτηση ότι η HTS ενδέχεται να αλλάξει το όνομά της ή να προβεί σε μια οργανωτική αναδιάρθρωση, ώστε να διευκολυνθεί η σχετική διαδικασία.
Παρότι η Ρωσία προς το παρόν τηρεί επιφυλακτική στάση, διατηρεί διαύλους επικοινωνίας και παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις. Η επίσημη θέση του Κρεμλίνου είναι ότι θα συνεχίσει τον «προσεκτικό διάλογο» με τη μεταβατική κυβέρνηση, χωρίς να προχωρήσει σε δεσμεύσεις. Όλα θα κριθούν από την ικανότητα του νέου καθεστώτος να εδραιώσει τον έλεγχό του και να σταθεροποιήσει την εξουσία του.
Η στάση της Ρωσίας κατά την πρόσφατη ένταση στη δυτική Συρία, παραδοσιακό προπύργιο των Αλαουιτών – της θρησκευτικής μειονότητας του Άσαντ – ήταν αποκαλυπτική. Το Κρεμλίνο υιοθέτησε σκόπιμα στάση ουδετερότητας και περιορίστηκε σε γενικόλογες εκφράσεις «ανησυχίας». Αντίθετα, οι θεσμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατέδειξαν ευθέως τους ενόχους, καταγγέλλοντας ότι φιλο-ασαντικές δυνάμεις εξαπέλυσαν επιθέσεις κατά των μονάδων της μεταβατικής κυβέρνησης, με αποτέλεσμα εκατοντάδες αμάχους να χάσουν τη ζωή τους.
Το ζήτημα της τύχης του Άσαντ εξακολουθεί να διχάζει. Σύμφωνα με διαρροές στον διεθνή Τύπο, η νέα κυβέρνηση της Συρίας έχει ζητήσει από τη Ρωσία να τον παραδώσει, μαζί με περιουσιακά στοιχεία ύψους περίπου δύο δισεκατομμυρίων δολαρίων, με τα οποία διέφυγε από τη χώρα. Παρ’ όλα αυτά, η πιθανότητα να αποδεχθεί το Κρεμλίνο τέτοιους όρους είναι εξαιρετικά μικρή. Ο Άσαντ, στον οποίο η Ρωσία προσέφερε άσυλο, παραμένει υπό την προστασία της, έστω κι αν η Μόσχα αποφεύγει πλέον να τον υπερασπίζεται δημόσια.
Η ρωσική στρατηγική σήμερα κινείται μεθοδικά σε μια λεπτή ισορροπία. Ενώ δεν επενδύει φανερά πολιτικά κεφάλαια στο νέο καθεστώς, επιδεικνύει διαθεσιμότητα για βοήθεια. Ήδη γίνεται λόγος για πιθανή επισιτιστική υποστήριξη και περιορισμένη στρατιωτική τεχνική συνδρομή – στο βαθμό που της το επιτρέπουν οι πιεστικές συνθήκες του πολέμου στην Ουκρανία. Με αυτόν τον τρόπο, η Ρωσία δεν χάνει την επιρροή της στη Συρία, διατηρεί τα συμφέροντά της άθικτα και παραμένει ισχυρός παίκτης στη γεωπολιτική σκακιέρα της Μέσης Ανατολής.
Πιο Δημοφιλή
Ο Μητσοτάκης ως ιδεολογικό υβρίδιο νεοφιλελευθερισμού και οικογενειοκρατίας
Κάστρα, καρέκλες και σιωπή: πώς θάβεται ο αγώνας των αγροτών στο Ηράκλειο
Ηγέτη όπως ο Καποδίστριας χρειάζεται ο Ελληνισμός
12 τόνους ακατάλληλα προϊόντα ετοιμάζονταν να ρίξουν στην αγορά στις εορτές
Πιο Πρόσφατα
«Καποδίστριας»: Η ταινία που ξυπνά την αλήθεια πίσω από τον θρύλο