Σήμερα Γιορτάζουν:

ΜΕΛΑΝΗ

1 Δεκεμβρίου 2025

Όταν η «εθνική ασφάλεια» γίνεται εργαλείο συγκάλυψης

Οι λεγόμενοι «λόγοι εθνικής ασφάλειας» έχουν εξελιχθεί σε μια από τις πιο ισχυρές και ταυτόχρονα πιο ασαφείς έννοιες του σύγχρονου κρατικού οπλοστασίου. Στο όνομά τους, κυβερνήσεις και μυστικές υπηρεσίες μπορούν να αποκρύπτουν πληροφορίες, να περιορίζουν δικαιώματα, να διεξάγουν επιχειρήσεις στο σκοτάδι, χωρίς ουσιαστική λογοδοσία.

Θεωρητικά, η εθνική ασφάλεια αφορά την προστασία της εδαφικής ακεραιότητας, της κυριαρχίας και των ζωτικών συμφερόντων ενός κράτους από εσωτερικές και εξωτερικές απειλές – τρομοκρατία, κατασκοπεία, υβριδικές επιθέσεις. Στην πράξη, όμως, η επίκληση αυτής της έννοιας ξεπερνά συχνά τον στενό της ορισμό και μετατρέπεται σε γενικό «κλειδί» που ανοίγει όλες τις πόρτες της αδιαφάνειας.

Στο πεδίο των μυστικών υπηρεσιών, αυτό το «κλειδί» δίνει τη δυνατότητα όχι μόνο να παρακολουθούν χωρίς διαφάνεια, αλλά και να κινούνται εντελώς ανεξέλεγκτα, να αναπτύσσουν σχέσεις διαπλοκής με το οργανωμένο έγκλημα, να το καθοδηγούν ή να το καλύπτουν.

Η επίκληση της εθνικής ασφάλειας μπορεί να λειτουργήσει ως ομπρέλα για τη δημιουργία εσωτερικών εντάσεων, την εξουδετέρωση μαρτύρων ή «ενοχλητικών» στόχων, αλλά και για τη συγκάλυψη παράνομων πρακτικών: υποκλοπές, παραβιάσεις ιδιωτικής ζωής, ψυχολογικές επιχειρήσεις, κατασκευασμένες πληροφορίες. Όλα αυτά μακριά από το φως της δημοσιότητας και με τυπικό άλλοθι ότι «δεν επιτρέπεται να ειπωθούν περισσότερα».

Στις Ηνωμένες Πολιτείες, το πλαίσιο αυτό έχει θεσμοποιηθεί εδώ και δεκαετίες. Ο Foreign Intelligence Surveillance Act (FISA) του 1978 διαμόρφωσε το βασικό νομικό υπόβαθρο για την ηλεκτρονική παρακολούθηση «για σκοπούς εθνικής ασφάλειας», επιτρέποντας διαδικασίες που δεν περνούν από τη συνήθη δικαστική οδό ή που τελούνται υπό ειδικά, κλειστά δικαστήρια. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι υπηρεσίες μπορούν να ενεργούν χωρίς κλασικό ένταλμα, στο όνομα της αποτροπής απειλών, ή με ελάχιστο ουσιαστικό έλεγχο για το αν πράγματι συντρέχουν οι λόγοι που επικαλούνται.

Στην Ευρώπη, οι αντίστοιχες ρυθμίσεις βασίζονται περισσότερο σε συνταγματικές διατάξεις και σε διεθνείς συμβάσεις. Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, στο Άρθρο 8, αναγνωρίζει το δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής, αλλά ταυτόχρονα επιτρέπει παρεμβάσεις όταν αυτό «είναι αναγκαίο σε μια δημοκρατική κοινωνία» για λόγους εθνικής ασφάλειας και δημόσιας τάξης, υπό τον όρο της αναλογικότητας. Τυπικά, αυτό θα έπρεπε να σημαίνει στενά, σαφή όρια. Ωστόσο, το τι θεωρείται «αναγκαίο» και «αναλογικό» παραμένει ευρύ πεδίο ερμηνείας.

Η έννοια της εθνικής ασφάλειας πήρε τη σύγχρονη μορφή της στον Ψυχρό Πόλεμο, όταν οργανισμοί όπως η CIA και η KGB χρησιμοποιούσαν την επίκλησή της για να νομιμοποιούν μυστικές επιχειρήσεις που κινούνταν στα όρια – ή και πέρα από αυτά – του δικαίου. Ενδεικτική είναι η υπόθεση της Operation MK-Ultra από τη CIA, με πειράματα ελέγχου της ανθρώπινης συμπεριφοράς και του νου, χωρίς ουσιαστική νομική εποπτεία, με θύματα που συχνά αγνοούσαν πλήρως τι τους συμβαίνει.

Μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, το δόγμα αυτό ενισχύθηκε θεαματικά στις ΗΠΑ. Ο Patriot Act έδωσε στη National Security Agency (NSA) και σε άλλες υπηρεσίες πολύ διευρυμένες εξουσίες, επιτρέποντας μαζική συλλογή τηλεφωνικών δεδομένων και διαδικτυακών επικοινωνιών, χωρίς εξατομικευμένη αιτιολόγηση για κάθε πολίτη. Το επιχείρημα ήταν ότι μόνο η «συλλογή όλων» μπορεί να διασφαλίσει ότι δεν θα χαθεί ο κρίσιμος ύποπτος. Η ουσία, όμως, ήταν ότι η εθνική ασφάλεια έγινε το απόλυτο άλλοθι για επιτήρηση χωρίς προηγούμενο.

Οι αποκαλύψεις του Edward Snowden το 2013 έφεραν για πρώτη φορά στο φως το πραγματικό μέγεθος αυτών των πρακτικών. Προγράμματα όπως το PRISM, με δυνατότητα πρόσβασης σε τεράστιους όγκους δεδομένων από μεγάλες πλατφόρμες και παρόχους, έδειξαν πως η NSA είχε αναπτύξει ένα σύστημα παγκόσμιας παρακολούθησης τηλεπικοινωνιών και διακίνησης πληροφοριών, που ελάχιστη σχέση είχε με στοχευμένες επιχειρήσεις κατά συγκεκριμένων απειλών. Η ταξινόμηση εγγράφων ως «άκρως απόρρητων» για λόγους εθνικής ασφάλειας επέτρεπε, μέχρι την αποκάλυψή τους, να μένει ολόκληρος αυτός ο μηχανισμός ουσιαστικά εκτός πολιτικού ελέγχου.

Παρόμοιες λογικές εντοπίζονται και στην Ευρώπη. Υπηρεσίες όπως η MI6 στο Ηνωμένο Βασίλειο ή η BND στη Γερμανία έχουν επικαλεστεί επανειλημμένα την εθνική ασφάλεια για να αρνηθούν πρόσβαση σε αρχεία ή να μην απαντήσουν σε ερωτήματα για παρακολουθήσεις δημοσιογράφων ή πολιτών που κρίθηκαν «αντικυβερνητικοί» ή «ύποπτοι». Το επιχείρημα είναι ότι οποιαδήποτε διαφάνεια θα μπορούσε να αποκαλύψει «μεθόδους και πηγές», πλήττοντας υποτίθεται την αποτελεσματικότητα των υπηρεσιών.

Στην Ελλάδα, ο θεσμικός κορμός της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΕΥΠ) βασίζεται στον Νόμο 3649/2008. Ο νόμος αυτός επιτρέπει την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών για ζητήματα εθνικής ασφάλειας, όπως υποθέσεις κατασκοπείας ή τρομοκρατίας, χωρίς να υπάρχει υποχρέωση πληροφόρησης των προσώπων που τέθηκαν υπό παρακολούθηση. Η επίκληση της εθνικής ασφάλειας λειτουργεί, έτσι, ως γενική ρήτρα που καλύπτει ένα μεγάλο φάσμα δραστηριοτήτων, οι οποίες παραμένουν αόρατες για τον πολίτη και συχνά και για τη Δικαιοσύνη.

Ενδεικτική για τον τρόπο που λειτουργεί αυτό το πλαίσιο είναι η περίπτωση της Κύπρου. Η Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΚΥΠ) βρέθηκε το 2015 στο επίκεντρο σκανδάλου, όταν μέσα από διαρροές των Wikileaks αποκαλύφθηκε προμήθεια λογισμικών παρακολούθησης, όπως το Galileo και το Pegasus, από την ιταλική Hacking Team. Τα εργαλεία αυτά επέτρεπαν την πλήρη πρόσβαση σε κινητά τηλέφωνα και προσωπικά δεδομένα, ερήμην των χρηστών.

Δεν χρησιμοποιήθηκαν μόνο για ζητήματα «υψηλής πολιτικής» ή τρομοκρατίας, αλλά – σύμφωνα με τα δημοσιεύματα – ακόμη και για καθαρά ιδιωτικές υποθέσεις, όπως ερωτικές σχέσεις και οικογενειακές διαμάχες. Ο τότε επικεφαλής Ανδρέας Πενταράς παραιτήθηκε τον Ιούλιο του 2015, επικαλούμενος μεταξύ άλλων ζητήματα εθνικής ασφάλειας για να αποφύγει περαιτέρω έκθεση. Παρά τις πολιτικές αντιδράσεις και τις εκκλήσεις για ανεξάρτητη διερεύνηση, δεν αποδόθηκαν ποτέ σαφείς ευθύνες για συγκεκριμένες καταχρήσεις.

Σε διεθνές επίπεδο, οι μυστικές υπηρεσίες αξιοποιούν την έννοια της εθνικής ασφάλειας για να περιορίσουν ή να μπλοκάρουν τον εξωτερικό έλεγχο. Η ταξινόμηση εγγράφων ως «απόρρητων», η άρνηση πρόσβασης σε κρίσιμα δικαστικά στοιχεία, η ελάχιστη ή τυπική κοινοβουλευτική εποπτεία αποτελούν πάγια εργαλεία. Στις ΗΠΑ, το Freedom of Information Act (FOIA) περιλαμβάνει ειδική εξαίρεση για θέματα εθνικής ασφάλειας (Exemption 1), επιτρέποντας στην CIA και άλλες υπηρεσίες να απορρίπτουν αιτήματα αποχαρακτηρισμού εγγράφων, ακόμα και όταν έχει παρέλθει πολύς χρόνος και δεν υπάρχει πλέον προφανής λόγος μυστικότητας.

Έτσι, ο δημόσιος έλεγχος περιορίζεται δραστικά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η προσπάθεια του Κογκρέσου να διερευνήσει προγράμματα ανάκρισης και βασανιστηρίων, όπου το επιχείρημα της εθνικής ασφάλειας χρησιμοποιήθηκε για να αποτραπεί η πλήρης δημοσιοποίηση κρίσιμων στοιχείων.

Στην Ελλάδα, το σκάνδαλο των υποκλοπών 2022–2023 έδειξε με ανάγλυφο τρόπο πώς μπορεί να λειτουργήσει αυτή η ρήτρα. Η ΕΥΠ επικαλέστηκε επανειλημμένα «λόγους εθνικής ασφάλειας» για την παρακολούθηση πολιτικών προσώπων, δημοσιογράφων και ανώτερων αξιωματικών της αστυνομίας, χωρίς να παράσχει περαιτέρω εξηγήσεις στην Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ).

Στην ποινική διαδικασία για τις υποκλοπές, τον Νοέμβριο του 2025, η πρώην διευθύντρια της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών Πηνελόπη Μηνιάτη κατέθεσε ότι η ίδια ήταν μεταξύ όσων παρακολουθούνταν με επίκληση εθνικής ασφάλειας, ενώ παράλληλα διερευνούσε τη δολοφονία του δημοσιογράφου Γιώργου Καραϊβάζ.

Την ίδια στιγμή, η ΑΔΑΕ βρέθηκε αντιμέτωπη με άρνηση πρόσβασης σε στοιχεία για δεκάδες υποθέσεις, με την αιτιολογία ότι πρόκειται για ευαίσθητες υποθέσεις ασφαλείας. Παράλληλα, η υπόθεση του κακόφημου λογισμικού Predator άνοιξε ένα ακόμη κεφάλαιο. Το κατασκοπευτικό αυτό εργαλείο συνδέθηκε με παρακολουθήσεις χιλιάδων προσώπων την περίοδο 2023–2024, ενώ, σύμφωνα με δημοσιεύματα, «λόγοι εθνικής ασφάλειας» χρησιμοποιήθηκαν και πάλι ως γενική εξήγηση. Η σχετική Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής, που συστάθηκε το 2022 για τις υποκλοπές, ολοκλήρωσε τις εργασίες της χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα, καθώς επικαλέστηκε τη μυστικότητα των εγγράφων της ΕΥΠ για να δικαιολογήσει τον περιορισμένο έλεγχο.

Οργανώσεις δικαιωμάτων, όπως η Amnesty International ή η Electronic Frontier Foundation (EFF), έχουν προειδοποιήσει κατ’ επανάληψη ότι η ασαφής και ελαστική ερμηνεία της εθνικής ασφάλειας ανοίγει τον δρόμο για μαζικές και δυσανάλογες παρακολουθήσεις. Επικαλούνται, μεταξύ άλλων, προγράμματα όπως το Upstream της NSA, μέσω του οποίου συλλέγονται τεράστιοι όγκοι δεδομένων επικοινωνίας εκατομμυρίων ανθρώπων, χωρίς σαφή και συγκεκριμένη αιτιολόγηση.

Η κριτική αυτή δεν προέρχεται μόνο από οργανώσεις, αλλά και από ευρωπαϊκούς θεσμούς. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχουν τοποθετηθεί επανειλημμένα υπέρ της ανάγκης αυστηρότερου ελέγχου των πρακτικών επιτήρησης. Στην υπόθεση Big Brother Watch κατά Ηνωμένου Βασιλείου (2018), το Δικαστήριο έκρινε ότι η μαζική παρακολούθηση επικοινωνιών πρέπει να διέπεται από σαφή, διαφανή και περιορισμένα κριτήρια, ενισχύοντας την άποψη ότι η επίκληση της εθνικής ασφάλειας δεν μπορεί να λειτουργεί ως λευκή επιταγή.

Τελικά, το συμπέρασμα που αναδύεται είναι ότι οι «λόγοι εθνικής ασφάλειας» έχουν μετατραπεί από αναγκαίο εργαλείο προστασίας των κρατών σε ευέλικτο μηχανισμό αποφυγής ελέγχου. Υπηρεσίες όπως η NSA, η CIA, η ΕΥΠ ή η ΚΥΠ μπορούν, υπό αυτή την ομπρέλα, να δρουν με ελάχιστη διαφάνεια, παρακάμπτοντας θεμελιώδη δικαιώματα, όπως αυτά που εγγυώνται το Σύνταγμα και η ΕΣΔΑ.

Η ισορροπία ανάμεσα στην ασφάλεια και στις ελευθερίες δεν μπορεί να στηρίζεται μόνο στην καλή θέληση των υπηρεσιών. Απαιτεί ισχυρούς, ανεξάρτητους μηχανισμούς ελέγχου, πραγματική δικαστική εποπτεία και υποχρεωτική περιοδική επανεξέταση του τι παραμένει απόρρητο και γιατί. Διαφορετικά, η επίκληση της εθνικής ασφάλειας κινδυνεύει να γίνει η πιο επικίνδυνη απειλή για τη δημοκρατία που υποτίθεται ότι προστατεύει.

Ετικέτες: