Όταν ο πόνος και η «θυματοποίηση» μετατρέπεται σε ταυτότητα
Στο νέο του βιβλίο I Suffer Therefore I Am: Portrait of the Victim as Hero, ο Πασκάλ Μπρυκνέρ επιχειρεί μια λεπτομερή και συχνά καυστική χαρτογράφηση ενός φαινομένου που έχει ριζώσει βαθιά στη σύγχρονη δυτική κουλτούρα: της εμμονής με τη θυματοποίηση ως ηθικό κεφάλαιο.
Με τον συνδυασμό στοχαστικότητας και οξυδέρκειας που χαρακτηρίζει τον Γάλλο διανοούμενο, ο Μπρυκνέρ εξετάζει πώς ο πόνος, η ταλαιπωρία και η προσωπική δυστυχία έχουν αναβαθμιστεί σε σύμβολα κύρους, μετατρέποντας πολλές φορές τη συμπόνια σε εργαλείο καταγγελίας και ηθικής υπεροχής. Αν ο Ντεκάρτ θεμελίωσε την ανθρώπινη υπόσταση στην ικανότητα της σκέψης, η εποχή μας – όπως επισημαίνει ο συγγραφέας – μοιάζει να αναγνωρίζει την ύπαρξη μέσω της οδύνης: «υποφέρω, άρα υπάρχω».
Το βιβλίο εκκινεί από ένα παράδειγμα που ο Μπρυκνέρ θεωρεί χαρακτηριστικό της νέας αυτής νοοτροπίας. Το 2015, ο τότε Γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ πρότεινε την απονομή της Λεγεώνας της Τιμής στις 130 ζωές που χάθηκαν στη σφαγή του Μπατακλάν. Μια κίνηση που, σύμφωνα με τον Μπρυκνέρ, αν και φαινομενικά ευγενής, ενσωμάτωνε μια επικίνδυνη ηθική σύγχυση: η τραγική απώλεια δεν ισοδυναμεί με ηρωισμό. Για τον συγγραφέα, αυτή η συμβολική χειρονομία συμπυκνώνει τη μετατόπιση της κοινωνίας από τον θαυμασμό του ηρωικού στο υψίστης σημασίας κύρος του θύματος. Στο νέο αυτό «ανεστραμμένο Πάνθεον», όπως επιμένει, η οδύνη αντικαθιστά την πράξη.
Με ύφος που παραπέμπει στους Γάλλους ηθικολόγους της Αναγέννησης, ο Μπρυκνέρ αναρωτιέται τι συμβαίνει όταν μια αρετή τόσο ευγενής όσο η συμπόνια μεταλλάσσεται σε έδαφος καχυποψίας και μόνιμης διαμαρτυρίας. Στη σημερινή Δύση, υποστηρίζει, το να επικαλείσαι βλάβη προσφέρει μια μοναδική μορφή δύναμης: μια δύναμη που συνδυάζει τον ηθικό εκβιασμό με το δικαίωμα της συνεχούς αγανάκτησης. Και επειδή σχεδόν κάθε άνθρωπος μπορεί να ανασύρει από τη μνήμη του ένα συμβάν που τον πλήγωσε ή τον αδίκησε, πραγματικό ή υπερβολικά διογκωμένο, η ταυτότητα του θύματος γίνεται προσβάσιμη σε όλους.
Αυτό που ανησυχεί τον Μπρυκνέρ δεν είναι η αναγνώριση της αδικίας – κάτι απολύτως αναγκαίο σε μια δημοκρατία –, αλλά η μετατροπή της αδυναμίας σε προνόμιο. Η ταλαιπωρία, αντί να ξεπερνιέται ή να θεραπεύεται, συχνά καλλιεργείται, σχεδόν σαν να προσδίδει ηθική αίγλη σε όσους την επικαλούνται. Έτσι, η ανθρώπινη ατέλεια, κοινός τόπος της ζωής για όλους, καθίσταται όχημα επιρρίψεων ευθυνών. Για τον Μπρυκνέρ, αυτή η μετατόπιση οδηγεί σε ένα παράδοξο: ο πόνος δεν αποτελεί πλέον εμπόδιο αλλά είδος συμβολικού κεφαλαίου. Ο «πάσχων» εμφανίζεται ως φορέας ενός άτυπου προνομίου, απαλλαγμένος από τη συνήθη ηθική κρίση, προστατευμένος από τη δυσκολία του να λογοδοτεί όπως όλοι.
Η λέξη που επινοεί, «επιχειρηματίες της θυματοποίησης», αποτυπώνει με ακρίβεια αυτή τη νέα τάξη ανθρώπων που αντλούν ισχύ από το παράπονό τους. Ως «επιχειρηματίες της μνήμης» – όπως τους αποκαλεί –, διαχειρίζονται τον συλλογικό και προσωπικό πόνο σαν αντικείμενο δημόσιας χρήσης, διεκδικώντας χώρο, προσοχή και εξουσία μέσα από την αφήγηση της βλάβης τους. Στην κοινωνία του θεάματος, ο πόνος μετατρέπεται σε ένα είδος δημόσιας παράστασης, όπου το παράπονο συχνά υποκαθιστά την ευγένεια και η οδύνη εξιδανικεύεται.

Ο Μπρυκνέρ βλέπει σε αυτή την εξέλιξη μια «δημοκρατικοποίηση του μαρτυρίου». Ενώ παλαιότερα οι άγιοι και οι ποιητές διεκδικούσαν μια σχεδόν μεταφυσική υπεροχή μέσα από την έντονη εμπειρία της οδύνης, σήμερα σχεδόν οποιοσδήποτε μπορεί να επικαλεστεί τον ρόλο του θύματος. Και, όπως τονίζει, σε μια κοινωνία όπου οι αφορμές για παράπονα είναι σχεδόν αμέτρητες, είναι εύκολο να δημιουργηθούν νέες μορφές προσβολής και νέοι ένοχοι. Ο κατάλογος που απαριθμεί είναι εντυπωσιακά εκτενής: καπιταλισμός, πατριαρχία, λευκότητα, παράδοση, οικογένεια, λογική, αρρενωπότητα, αξιοκρατία. Στο νέο αυτό ηθικό σύμπαν, κάθε θεσμός που κάποτε προσέφερε σταθερότητα μπορεί να θεωρηθεί πιθανά καταπιεστικός.
Παρότι γράφει από γαλλική σκοπιά, οι παρατηρήσεις του αγγίζουν έντονα και τον καναδικό δημόσιο διάλογο. Στο Τορόντο, ένα συμπόσιο για την επέτειο δέκα χρόνων του Καναδικού Χάρτη Δικαιωμάτων των Θυμάτων υπογράμμισε πως πολλοί πολίτες νιώθουν ότι η επαφή τους με το σύστημα δικαιοσύνης τους αφήνει διπλά τραυματισμένους. Στην πολιτική σκηνή, ακόμη και συντηρητικοί χρησιμοποιούν πλέον τη ρητορική του «θύματος της Οττάβα», ενώ προοδευτικοί παρουσιάζουν τη χώρα ως μια συλλογή από κοινότητες που υφίστανται μόνιμες αδικίες. Μια ολόκληρη γενιά, όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ένας σχολιαστής, μεγαλώνει πιστεύοντας ότι είτε ζει πάνω σε «κλεμμένη γη» είτε αποτελεί θύμα που του αφαιρέθηκε η γη.
Δεν λείπουν και τα τελετουργικά μετάνοιας: η αναγνώριση γης πριν από κάθε δημόσια ομιλία ή οι επαναλαμβανόμενες κυβερνητικές συγγνώμες για ιστορικές αδικίες. Για τον Μπρυκνέρ, τέτοιες πρακτικές γεννιούνται από τη συμπόνια, αλλά συχνά καταλήγουν σε άδειο θέαμα, όπου η μετάνοια λειτουργεί περισσότερο ως δηλωτική πράξη παρά ως μοχλός αλλαγής.
Η οξύτερη κριτική του πέφτει πάνω στη χρήση της έννοιας της «ισλαμοφοβίας», την οποία θεωρεί έναν όρο-εργαλείο που συγχέει την κριτική προς τον ισλαμισμό ή το πολιτικό Ισλάμ με τη ρατσιστική μισαλλοδοξία. Παραπέμπει σε πορείες στη Γαλλία όπου διαδηλωτές φορούσαν κίτρινα αστέρια – σύμβολο των Εβραίων επί ναζισμού – πλάι σε ημισέληνους, μια σύγκριση που χαρακτηρίζει «αδιανόητη» και ιστορικά ανεύθυνη. Στον Καναδά, ο όρος έχει επίσης αποκτήσει θεσμική ισχύ, ιδίως μετά το Ψήφισμα 103, θολώνοντας τα όρια μεταξύ ρητορικής μίσους και θεμιτής συζήτησης για την εξτρεμιστική ιδεολογία.
Ένα άλλο κεφάλαιο του βιβλίου αφορά το ζήτημα των αποζημιώσεων για τη δουλεία. Ενώ αναγνωρίζει το ιστορικό βάρος της αδικίας, ο Μπρυκνέρ αμφισβητεί το κατά πόσο οι ζωντανοί μπορούν να αναλάβουν το χρέος των νεκρών. Οι απαιτήσεις για διαρκείς αποζημιώσεις, όπως σημειώνει, απειλούν να μετατρέψουν τη συλλογική μνήμη σε μια νέα μορφή άπειρου ηθικού χρέους, μια κοσμική εκδοχή του προπατορικού αμαρτήματος χωρίς δυνατότητα κάθαρσης.
Παρά τη συχνά σκληρή του κριτική, ο Μπρυκνέρ δεν προωθεί μια πολιτική αναλγησίας. Αντίθετα, υπενθυμίζει ότι η φροντίδα των αδικημένων είναι βασικός πυλώνας του ανθρωπισμού. Εκεί όπου αντιδρά είναι όταν η συμπόνια γίνεται μηχανισμός χειραγώγησης. Το να υποφέρεις είναι μέρος της ανθρώπινης μοίρας, αλλά το να κάνεις τον πόνο σου μόνιμη ταυτότητα ισοδυναμεί, κατά τον ίδιο, με την εγκατάλειψη της ελευθερίας που επιτρέπει σε κάθε άνθρωπο να ξαναρχίζει. Το θύμα δεν μπορεί να είναι το ύστατο μέτρο της ανθρώπινης αξίας, γιατί τότε η κοινωνία κινδυνεύει να εγκλωβιστεί σε έναν κόσμο όπου η οδύνη αντικαθιστά την ελπίδα και όπου η μνήμη της αδικίας υπερκαλύπτει τη δυνατότητα συμφιλίωσης.
Το I Suffer Therefore I Am λειτουργεί έτσι όχι μόνο ως φιλοσοφική διάγνωση, αλλά και ως προειδοποίηση απέναντι σε μια κοινωνική δυναμική που, όσο κι αν γεννιέται από καλοπροαίρετες τάσεις, τείνει να παράγει νέα είδη καταναγκασμών. Ο Μπρυκνέρ καλεί τους αναγνώστες να αναστοχαστούν την έννοια της ευθύνης σε μια εποχή όπου η οδύνη συχνά αντιμετωπίζεται ως απόδειξη αλήθειας και η διαμαρτυρία ως τεκμήριο ηθικής ανωτερότητας. Η πρόκληση, όπως υπογραμμίζει, δεν είναι να αγνοήσουμε την αδικία, αλλά να αντισταθούμε στον πειρασμό να μετατρέψουμε τη δυστυχία σε μόνιμο καταφύγιο και σε μοχλό εξουσίας. Γιατί μόνο όταν ο άνθρωπος πάψει να βλέπει τον εαυτό του πρωτίστως ως θύμα μπορεί να ανακτήσει τη δυνατότητα να αλλάξει πραγματικά τη ζωή του και τον κόσμο γύρω του.
Πιο Δημοφιλή
Ο Μητσοτάκης ως ιδεολογικό υβρίδιο νεοφιλελευθερισμού και οικογενειοκρατίας
12 τόνους ακατάλληλα προϊόντα ετοιμάζονταν να ρίξουν στην αγορά στις εορτές
Η Τουρκία περικυκλώνεται στρατηγικά
Πιο Πρόσφατα
Παγωμένο χαμόγελο στα crypto: Από την ευφορία στο ψυχρό ξύπνημα
Σφαίρες και καραμπίνα στο φονικό των Βοριζίων: Τι «μαρτυρά» το αυτοκίνητο