Σήμερα Γιορτάζουν:

ΜΕΛΑΝΗ

27 Δεκεμβρίου 2025

Πώς η Ευρώπη έγινε σιωπηρά μια «ένωση χρέους»

Η θέση ότι δεν μπορεί να υπάρξει κοινός δανεισμός στην Ευρωζώνη χωρίς κοινή δημοσιονομική πολιτική –δηλαδή χωρίς κοινό υπουργείο Οικονομικών– αποτέλεσε επί δεκαετίες τον ακρογωνιαίο λίθο της ευρωπαϊκής οικονομικής σκέψης.

Το εγχείρημα ενός κοινού νομίσματος με διατηρημένες εθνικές κυριαρχίες ήταν εξαρχής ιστορικά και θεσμικά καινοφανές. Το κρίσιμο ερώτημα σήμερα δεν είναι θεωρητικό, αλλά πρακτικό: τι έχει αλλάξει ώστε αυτό που κάποτε θεωρούνταν αδιανόητο να εφαρμόζεται πλέον ως κανονικότητα;

Η απάντηση βρίσκεται στη συμφωνία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 18ης Δεκεμβρίου για τη διασφάλιση χρηματοδότησης της Ουκρανίας μέσω κοινής έκδοσης χρέους. Παρά το γεγονός ότι μεγάλο μέρος της δημόσιας συζήτησης επικεντρώθηκε στην αντίσταση του Βελγίου στο σχέδιο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ελάχιστη προσοχή δόθηκε στην ουσία της απόφασης: την επιλογή της ΕΕ να χορηγήσει 90 δισ. ευρώ στο Κίεβο μέσω υπερεθνικού δανεισμού.

Το ποσό αυτό μοιάζει σχεδόν αμελητέο αν συγκριθεί με το συνολικό κόστος στρατιωτικής στήριξης και ανοικοδόμησης της Ουκρανίας, το οποίο, σύμφωνα με εκτιμήσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, κυμαίνεται από 650 δισ. έως και άνω του 1 τρισεκατομμυρίου ευρώ. Η απόφαση αυτή λειτουργεί ως προοίμιο μιας πολύ ευρύτερης και μακροπρόθεσμης δημοσιονομικής δέσμευσης.

Από την πανδημία στον υπερεθνικό ισολογισμό

Για δεκαετίες, οι Βρυξέλλες προέβαλλαν τη δημοσιονομική εγκράτεια ως βασικό πλεονέκτημα της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Μέχρι και λίγο πριν από την πανδημία, ο κοινός δανεισμός της ΕΕ ήταν πρακτικά ανύπαρκτος.

Οι πρώτες ουσιαστικές εκδόσεις χρέους σημειώθηκαν κατά την κρίση κρατικού χρέους της Ευρωζώνης την περίοδο 2011–2013, όταν το εκκρεμές χρέος της Ένωσης διαμορφώθηκε σε περίπου 55 δισ. ευρώ, χωρίς όμως να αποκτήσει διαρθρωτικό χαρακτήρα. Για σχεδόν μία δεκαετία, οι εκδόσεις αυτές παρέμειναν περιθωριακές στις ευρωπαϊκές κεφαλαιαγορές.

Η πανδημία της Covid-19 σηματοδότησε μια ποιοτική και όχι απλώς ποσοτική τομή. Με το πρόγραμμα NextGenerationEU, ύψους 750 δισ. ευρώ, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν περιορίστηκε στη χορήγηση δανείων, αλλά χρηματοδότησε σε μεγάλη κλίμακα άμεσες επιχορηγήσεις προς τα κράτη-μέλη.

Έτσι, ο υπερεθνικός δανεισμός αποσυνδέθηκε από την έννοια της επένδυσης σε περιουσιακά στοιχεία που παράγουν έσοδα και συνδέθηκε με μόνιμες δημοσιονομικές μεταβιβάσεις. Το αποτέλεσμα ήταν η εκρηκτική διόγκωση του ισολογισμού της ΕΕ: από περίπου 50 δισ. ευρώ το 2019, το εκκρεμές χρέος εκτιμάται ότι θα προσεγγίσει τα 700 δισ. ευρώ έως το 2025.

Η ετήσια έκδοση χρέους έχει αυξηθεί σχεδόν στα 200 δισ. ευρώ, ενώ μεγάλο μέρος των ομολόγων αυτών θα παραμείνει στον ισολογισμό της Ένωσης τουλάχιστον έως το 2058. Η επιλογή της Επιτροπής να αναχρηματοδοτεί ομόλογα που λήγουν, αντί να τα αποπληρώνει πλήρως, θα μπορούσε να παρατείνει ακόμη περισσότερο αυτή τη δέσμευση.

Σχεδόν απαρατήρητα, η ΕΕ έχει αναδειχθεί στον πέμπτο μεγαλύτερο κρατικό ή υπερεθνικό δανειολήπτη στην Ευρώπη, ξεπερνώντας το Βέλγιο και άλλα 22 κράτη-μέλη, και υπολειπόμενη μόνο της Ιταλίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας και της Ισπανίας. Οι Βρυξέλλες έχουν εισέλθει σιωπηρά στη «μεγάλη κατηγορία» των οφειλετών, χωρίς αντίστοιχη θεσμική και πολιτική προσαρμογή.

Η ελληνική εμπειρία, το τέλος των μηδενικών επιτοκίων και το μέλλον του ευρώ

Η μεταστροφή αυτή αποκτά ιδιαίτερη σημασία αν αναλογιστεί κανείς το πολιτικό κλίμα της προηγούμενης δεκαετίας. Μετά το ξέσπασμα της ελληνικής κρίσης χρέους το 2010, το ενδεχόμενο έκδοσης κοινού ευρωπαϊκού χρέους αντιμετωπιζόταν ως υπαρξιακή απειλή για το ευρώ, ιδίως από τη Γερμανία. Η αμοιβαιοποίηση του χρέους θεωρούνταν κόκκινη γραμμή, καθώς εκτιμάτο ότι θα μετέφερε τα βάρη των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου στους δημοσιονομικά αυστηρούς εταίρους τους.

Τελικά, η Ελλάδα διασώθηκε μέσω διμερών δανείων και στη συνέχεια μέσω του EFSF και του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, με τη λύση των ευρωομολόγων να απορρίπτεται επισήμως, αλλά να εφαρμόζεται στην πράξη μέσω έμμεσων μηχανισμών.

Σήμερα, αυτό που τότε παρουσιαζόταν ως εφιάλτης για τη Γερμανία έχει υλοποιηθεί σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα και με ελάχιστη δημόσια συζήτηση. Η διαφορά είναι ότι η μετάβαση αυτή συντελείται πλέον σε ένα εντελώς διαφορετικό νομισματικό περιβάλλον.

Οι πρώτες εκδόσεις του NextGenerationEU πραγματοποιήθηκαν σε συνθήκες μηδενικών ή ακόμη και αρνητικών επιτοκίων. Αυτή η εποχή έχει παρέλθει. Ο πληθωρισμός που ακολούθησε την πανδημία ώθησε τα βασικά επιτόκια πάνω από το 4%, ενώ οι αποδόσεις των ομολόγων της ΕΕ αυξήθηκαν από σχεδόν μηδενικές το 2020 σε περίπου 3% τα τελευταία χρόνια.

Επειδή μεγάλο μέρος του κοινού χρέους χρηματοδοτεί επιχορηγήσεις και όχι επενδύσεις που παράγουν έσοδα, το αυξανόμενο κόστος εξυπηρέτησης θα επιβαρύνει τον προϋπολογισμό της ΕΕ για δεκαετίες.

Παράλληλα, η ταχεία επέκταση των ομολόγων της Ένωσης, τα οποία φέρουν αξιολόγηση ΑΑΑ και λειτουργούν ως de facto ασφαλές περιουσιακό στοιχείο, ενδέχεται να εκτοπίσει εθνικό κρατικό χρέος και να αυξήσει τις αποδόσεις για χώρες με ήδη υψηλές δανειακές ανάγκες, όπως η Γαλλία, που καλείται να αναχρηματοδοτήσει χρέος άνω των 3,3 τρισ. ευρώ ή σχεδόν 114% του ΑΕΠ της.

Το κοινό χρέος δεν αποτελεί μόνο οικονομικό ζήτημα, αλλά και πολιτικό. Τείνει να παγιώνει τις εσωτερικές διαιρέσεις μεταξύ κρατών που επιμένουν στη δημοσιονομική πειθαρχία και εκείνων που ευνοούν έναν διευρυμένο ρόλο της ΕΕ. Καθώς νέες κρίσεις αναδύονται, από την Ουκρανία έως την άμυνα και τη βιομηχανική πολιτική, η πίεση για περαιτέρω χρήση της κοινής «πιστωτικής κάρτας» θα εντείνεται.

Οι εντάσεις αυτές θα κορυφωθούν στις διαπραγματεύσεις για τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό της περιόδου 2028–2034, όταν για πρώτη φορά το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους του NextGenerationEU θα ενσωματωθεί ρητώς στον προϋπολογισμό.

Δεν θα ήταν υπερβολή να προβλεφθεί ότι, είτε πολιτικά, είτε νομικά, είτε οικονομικά, ο κοινός δανεισμός ενδέχεται να εξελιχθεί σε δομικό ρήγμα της Ευρωζώνης.

Χωρίς κοινή δημοσιονομική κυριαρχία και χωρίς σαφή δημοκρατική νομιμοποίηση, η μετατροπή της ΕΕ σε μόνιμο οφειλέτη κινδυνεύει να λειτουργήσει ως ένα ακόμη καρφί στο φέρετρο του ευρώ, καθώς τα κράτη-μέλη θα αναζητήσουν εκ νέου την ασφάλεια της εθνικής οικονομικής κυριαρχίας.

Ετικέτες: