Ένας επαγγελματίας ψυχικής υγείας μπορεί να δει τα αποτελέσματα ενός τεστ και να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το παιδί σας έχει πρόβλημα ψυχικής υγείας… που χρειάζεται ψυχιατρική διάγνωση και θεραπεία, ακόμη και φαρμακευτική αγωγή.
Θα βοηθήσει αυτό πραγματικά το παιδί σας να ανθίσει; Ή θα αναδιαμορφώσει την ταυτότητά του με ανεπιθύμητους τρόπους; Θα νιώθετε άνετα με την ιδέα το παιδί σας να λαμβάνει φάρμακα που τροποποιούν τον αναπτυσσόμενο εγκέφαλό του και μπορεί να επηρεάσουν τη σεξουαλικότητά του; Όταν ενηλικιωθεί, θα μπορέσει να σταματήσει αυτά τα φάρμακα ή θα βρεθεί αντιμέτωπο με την απελπισία της εξάρτησης, αφού ο οργανισμός και ο εγκέφαλός του θα έχουν προσαρμοστεί σε αυτά, καθιστώντας την απεξάρτηση δύσκολη ή ίσως και αδύνατη;
Για κάθε γονιό που έχει έστω και μικρές αμφιβολίες για το τρέχον ιατρικό και ψυχιατρικό σύστημα, αυτά δεν είναι θεωρητικά ερωτήματα. Μια νέα δημόσια πολιτική τα καθιστά άκρως επίκαιρα.
Ο κυβερνήτης του Ιλινόις, J.B. Pritzker, υπέγραψε έναν νέο νόμο που καθιστά υποχρεωτικό τον καθολικό έλεγχο ψυχικής υγείας για κάθε παιδί σε δημόσιο σχολείο. Αυτό ισχύει και για υγιή παιδιά που δεν εμφανίζουν σημάδια συμπεριφορικών προβλημάτων. Θεωρητικά, οι γονείς μπορούν να εξαιρεθούν, αλλά θα πρέπει να το κάνουν επανειλημμένα, καθώς τα τεστ θα διεξάγονται τουλάχιστον μία φορά τον χρόνο από την 3η έως τη 12η τάξη.
Τα μέσα ενημέρωσης αγκάλιασαν με ενθουσιασμό τον νόμο, μιλώντας για τη σημασία του «να λάβουν τα παιδιά τη βοήθεια και την υποστήριξη που αξίζουν». Αλλά γνωρίζετε τι είναι ένα τεστ ψυχικής υγείας και πώς λειτουργεί; Πριν χειροκροτήσουν, οι γονείς πρέπει να κατανοήσουν τι είναι αυτοί οι έλεγχοι, πώς χρησιμοποιούνται και ποιες μπορεί να είναι οι συνέπειές τους.
Ο νόμος δεν διευκρινίζει πώς θα γίνεται η αξιολόγηση, ποια ερωτηματολόγια θα χρησιμοποιούνται ή ποιες διαδικασίες θα ακολουθούνται όταν οι απαντήσεις ενός παιδιού θεωρούνται ανησυχητικές. Για να πάρετε μια ιδέα, μπορείτε ήδη να χρησιμοποιήσετε ένα από τα πιο διαδεδομένα ερωτηματολόγια αυτοαναφοράς: 35 ερωτήσεις με απαντήσεις «ποτέ», «μερικές φορές», «συχνά».
Η βαθμολόγηση είναι απλή:
0 = «ποτέ»
1 = «μερικές φορές»
2 = «συχνά»
Αν το συνολικό σκορ είναι 28 ή παραπάνω, οι ειδικοί θεωρούν πιθανό ότι το παιδί έχει πρόβλημα ψυχικής υγείας. Ο νόμος δεν ορίζει τι ακριβώς ακολουθεί. Ιδανικά, θα υπήρχε μια πολύωρη, κοστοβόρα κλινική αξιολόγηση, που θα αντιμετώπιζε με σκεπτικισμό τα αποτελέσματα και θα λάμβανε υπόψη φυσιολογικά στάδια ανάπτυξης και παροδικά προβλήματα. Στην πραγματικότητα, όμως, το σύστημα ψυχικής υγείας σπάνια λειτουργεί έτσι.
Δυστυχώς, η τάση του σημερινού συστήματος είναι η υπερ-ιατρικοποίηση, η υπερδιάγνωση και η υπερθεραπεία. Η εφαρμογή καθολικών ελέγχων πιθανόν να επιδεινώσει αυτά τα προβλήματα.
Παρόμοια εμπειρία υπήρξε στο παρελθόν με τους ετήσιους ακτινογραφικούς ελέγχους καπνιστών για καρκίνο του πνεύμονα. Φαινομενικά εύλογοι, αλλά στην πράξη γέμισαν τους ασθενείς με άγχος, έδωσαν ψευδώς θετικά αποτελέσματα και προκάλεσαν σωρεία άσκοπων βιοψιών και επεμβάσεων.
Η διάγνωση ψυχικών διαταραχών δεν είναι σαν την ανίχνευση καρκίνου. Δεν υπάρχουν αιματολογικές εξετάσεις ή απεικονίσεις. Μόνο ελλιπή ερωτηματολόγια και υποκειμενική κρίση. Και το κόστος για το παιδί που θα χαρακτηριστεί λανθασμένα με διαταραχή είναι πραγματικό.
Ο καθολικός έλεγχος σημαίνει αναπόφευκτα ότι κάποιοι υγιείς μαθητές θα μπουν στον «σωλήνα» της ψυχιατρικής διαδικασίας. Ακόμα κι αν τα τεστ λειτουργούν «ικανοποιητικά», ένα ποσοστό 15% ψευδώς θετικών είναι πιθανό. Από την 3η μέχρι τη 12η τάξη, με δύο ελέγχους τον χρόνο, κάθε παιδί θα έχει περίπου 20 ευκαιρίες να «σημαδευτεί» λανθασμένα ως ψυχικά ασθενές. Και από εκείνη τη στιγμή, εμπλέκεται το κράτος.
Είναι εύκολο να φανταστεί κανείς τα καταστροφικά σενάρια: ένα τεστ εντοπίζει λάθος πρόβλημα, ένας βιαστικός θεραπευτής το επιβεβαιώνει, γίνεται παραπομπή σε ψυχίατρο, δίνονται φάρμακα. Αρκεί μία φορά για να σημαδέψει τη ζωή του παιδιού για πάντα.
Το γνωρίζω προσωπικά (γράφει ο συγγραφέας C.D.), γιατί μου συνέβη.
Το 1991, παγιδεύτηκα σε παρόμοιο «δίχτυ» διάγνωσης όταν η δασκάλα μου, έχοντας διαβάσει στο Time για το Ritalin, άρχισε να «εντοπίζει» μαθητές με το τότε διαγνωσμένο ADD. Οι γονείς μου αρνήθηκαν τη φαρμακευτική αγωγή, αλλά με έστειλαν σε ψυχολόγο και παιδοψυχίατρο. Εκεί έμαθα ότι οι συνήθειές μου —να κουνάω καρέκλες, να χτυπάω πόδια, να βαριέμαι εύκολα— δεν ήταν μέρος της προσωπικότητάς μου, αλλά «συμπτώματα». Παρουσιάστηκαν ως μόνιμο στοιχείο της φύσης μου, αλλά και ως «έλλειμμα».
Στα 17, όταν μπορούσα πλέον να αποφασίσω μόνος, ξεκίνησα φαρμακευτική αγωγή. Ακόμα κι αν δεν έπαιρνα τα φάρμακα, η διάγνωση είχε ήδη διαμορφώσει την ταυτότητά μου: μείωσε την αίσθηση της ελευθερίας μου, ενίσχυσε το αίσθημα ανεπάρκειας και μ’ έκανε να πιστεύω ότι οι πιο οργανωμένοι συμμαθητές μου είχαν κάτι που εγώ δεν θα αποκτούσα ποτέ.
Αυτή είναι μόνο μία ιστορία για το πώς ένα και μόνο τεστ μπορεί να «κλειδώσει» ένα παιδί σε μια διαγνωστική ταυτότητα δια βίου.
Στο Ιλινόις, μιλάμε για 1,4 εκατομμύρια μαθητές, δηλαδή έως 28 εκατομμύρια ελέγχους μέσα σε μια δεκαετία. Θα μπορέσουν οι επαγγελματίες να σταθούν με προσοχή και ευαισθησία απέναντι στη μαζική αυτή «ιατρικοποίηση»; Τα στοιχεία λένε όχι: μια μελέτη του 2004 έδειξε ότι σε 1.000 ελέγχους για ΔΕΠΥ, οι 370 ήταν ψευδώς θετικοί. Και δεν είναι ασυνήθιστο να συνταγογραφούνται φάρμακα από την πρώτη κιόλας συνεδρία.
Για να μειωθούν τα λάθη, θα απαιτούνταν πολύωρες αξιολογήσεις, 3–6 ωρών ανά παιδί, κάτι πανάκριβο και ανέφικτο. Παρότι οι σχολικές περιφέρειες δηλώνουν ότι δεν έχουν πόρους, ο νόμος πέρασε.
Είναι δύσκολο να πει κανείς ότι η προσπάθεια να εντοπιστούν και να ανακουφιστούν τα προβλήματα ψυχικής υγείας είναι από μόνη της «κακή». Όμως τα παιδιά δεν έχουν μόνο ψυχολογικά προβλήματα: έχουν κοινωνικά, οικογενειακά, ακαδημαϊκά και σωματικά ζητήματα, ή απλώς τις δυσκολίες της ίδιας της εφηβείας. Και όλα αυτά κινδυνεύουν να «ιατρικοποιηθούν».
Η κουλτούρα μας ήδη συζητά την υπερβολική ιατρικοποίηση της ζωής, την αξιοπιστία της ιατρικής, την επιρροή της φαρμακοβιομηχανίας και τα όρια του κράτους στην επιβολή πολιτικής υγείας. Τα lockdowns του Covid ήταν ένα παράδειγμα: επιβλήθηκαν χωρίς να ληφθούν υπόψη οι παράπλευρες συνέπειες. Το ίδιο και οι υποχρεωτικοί εμβολιασμοί, που έκαναν πολλούς να αναρωτηθούν για την αυθαιρεσία του κράτους.
Ο νέος νόμος του Ιλινόις φαίνεται «κουφός» απέναντι σε αυτά τα διδάγματα. Κι ενώ παρουσιάζεται ως «επιστημονικά τεκμηριωμένος», δεν συνοδεύεται από σαφή δεδομένα. Ο διάβολος θα κρύβεται στις λεπτομέρειες: ποια τεστ, ποιοι δείκτες, ποιες διαδικασίες;
Τα καίρια ερωτήματα που παραμένουν αναπάντητα είναι:
– Υπάρχουν δεδομένα ότι ο καθολικός έλεγχος βελτιώνει πραγματικά τα αποτελέσματα για τα παιδιά;
– Ποιο είναι το ποσοστό ψευδών θετικών;
– Πώς θα αξιολογούνται όσοι «σημαδεύονται»;
– Πόσα παιδιά θα βρεθούν τελικά σε φαρμακευτική αγωγή;
– Ποια μέτρα θα δείξουν αν το πρόγραμμα είναι επιτυχές;
Αν δεν απαντηθούν, ο κίνδυνος είναι να μιλάμε για μια πολιτική που, αντί να προστατεύει τα παιδιά, θα κατασκευάζει ασθενείς.
Πιο Δημοφιλή
Ο Μητσοτάκης ως ιδεολογικό υβρίδιο νεοφιλελευθερισμού και οικογενειοκρατίας
12 τόνους ακατάλληλα προϊόντα ετοιμάζονταν να ρίξουν στην αγορά στις εορτές
Η Τουρκία περικυκλώνεται στρατηγικά
Πιο Πρόσφατα
Πίεση της ΕΕ στην Τεχεράνη: Ζητά την απελευθέρωση της Ναργκίς Μοχαμαντί