Σήμερα Γιορτάζουν:

ΜΕΛΑΝΗ

Επιχείρηση απομόνωσης Ελλάδας και Κύπρου από τους Τούρκους

Με εντυπωσιακή ταχύτητα και επιμονή, η Τουρκία προχωρά σε στρατηγικές κινήσεις που συνιστούν ουσιαστικά μια de facto γεωπολιτική περικύκλωση της Ελλάδας και της Κύπρου. Η Άγκυρα, αξιοποιώντας την τρέχουσα διεθνή ρευστότητα, εντείνει την εξωτερική της δραστηριότητα και διαμορφώνει ένα νέο περιφερειακό τοπίο όπου αποκτά όλο και πιο κεντρικό ρόλο. Πλέον αυτοπροβάλλεται ως απαραίτητος διαμεσολαβητής στις σημαντικότερες κρίσεις της ευρύτερης περιοχής – από τη Συρία και τη Λιβύη, μέχρι την Ουκρανία και τον Νότιο Καύκασο – και κερδίζει διεθνή αναγνώριση για τη θέση της στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Παράλληλα, ανατρέπει παλαιούς συσχετισμούς υπογράφοντας συμφωνίες με χώρες όπως η Αίγυπτος, με τις οποίες μέχρι πρότινος διατηρούσε εχθρικές σχέσεις, και ενισχύει τους δεσμούς της με τη Μέση Ανατολή, τον Καύκασο και την Αφρική.

Επιπλέον, εισέρχεται ενεργά στην ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία, με επίκεντρο τη συνεργασία με την Ιταλία, αποκτώντας τεχνογνωσία και πρόσβαση σε κρίσιμα συστήματα που στο παρελθόν θεωρούνταν απρόσιτα. Η τουρκική διπλωματία βρίσκεται σε φάση πλήρους επιτάχυνσης, ακολουθώντας ένα πολυεπίπεδο σχέδιο επανακαθορισμού ισορροπιών, με άμεσες επιπτώσεις για την ελληνική και κυπριακή στρατηγική ασφάλεια.

Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν πέτυχε να φέρει την Κωνσταντινούπολη στο επίκεντρο της διεθνούς διπλωματίας, καθιστώντας την την πόλη που φιλοξένησε τις πρώτες απευθείας συνομιλίες μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας από την έναρξη της εισβολής το 2022. Αν και οι συνομιλίες δεν έφεραν ουσιαστική πρόοδο στην κατεύθυνση της κατάπαυσης του πυρός, εκτός από την περιορισμένη συμφωνία για ανταλλαγή αιχμαλώτων, η προσωπική ανάμειξη του Τούρκου Προέδρου στις διαπραγματεύσεις ήταν έντονη και συμβολική. Ήταν ο πρώτος που συναντήθηκε με τον Ουκρανό Πρόεδρο Βολοντίμιρ Ζελένσκι πριν από τις συνομιλίες, ενώ ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών Χακάν Φιντάν ανέλαβε ενεργό ρόλο, προεδρεύοντας της συνάντησης των δύο αντιπροσωπειών.

Παράλληλα, ο Ερντογάν πήρε θέση και στο πολυεπίπεδο παζλ της Μέσης Ανατολής, συμμετέχοντας μέσω τηλεδιάσκεψης στην ιστορική συνάντηση του Αμερικανού Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, του Σύρου Προέδρου Αχμέντ αλ Σάρα και του διαδόχου του θρόνου της Σαουδικής Αραβίας, Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν. Η παρουσία του στην εν λόγω συζήτηση σήμανε την ουσιαστική απουσία και περιθωριοποίηση του Ισραήλ – παραδοσιακού συμμάχου της Ελλάδας – από ένα κρίσιμο διπλωματικό σχήμα με επίκεντρο τις νέες ισορροπίες ισχύος στη Μέση Ανατολή. Ο Τούρκος ηγέτης εμφανίζεται πλέον ως απαραίτητος μεσολαβητής και παίκτης πρώτης γραμμής, αξιοποιώντας κάθε ευκαιρία για να ισχυροποιήσει τη γεωπολιτική θέση της χώρας του, ενισχύοντας την επιρροή της σε μια κρίσιμη συγκυρία παγκόσμιας αστάθειας.

Όσο δυσάρεστο κι αν είναι για την Αθήνα, η Τουρκία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έχει καταφέρει να αναδειχθεί σε καθοριστικό παράγοντα των εξελίξεων στη Μέση Ανατολή. Αυτή η ανάδειξη έχει άμεσες και δυνητικά επικίνδυνες προεκτάσεις για τα ελληνικά και κυπριακά συμφέροντα στην Ανατολική Μεσόγειο. Σε περίπτωση που Άγκυρα και Δαμασκός προχωρήσουν σε κοινή ανακήρυξη ΑΟΖ, οι συνέπειες για την Κύπρο θα είναι σοβαρές, καθώς θα παραβιάζονται ευθέως τα κυριαρχικά της δικαιώματα. Ο συριακός παράγοντας ήταν μέχρι πρότινος το βασικό εμπόδιο για την υλοποίηση του αγωγού φυσικού αερίου Κατάρ–Τουρκίας, αλλά πλέον, με τις νέες ισορροπίες και τον ενδεχόμενο συμβιβασμό μεταξύ Άγκυρας και Δαμασκού, ο δρόμος για το έργο φαίνεται να ανοίγει.

Ο αγωγός αυτός, μήκους 1.500 χιλιομέτρων, θα ξεκινά από το Κατάρ, θα περνά μέσω Σαουδικής Αραβίας, Ιορδανίας και Συρίας και θα καταλήγει στην Τουρκία, στην περιοχή του Γκαζιαντέπ. Από εκεί θα συνεχίζει προς τη Βουλγαρία, προσφέροντας στην Ευρώπη μια νέα διαδρομή προμήθειας φυσικού αερίου, η οποία παρακάμπτει πλήρως την Ελλάδα και τα υφιστάμενα σενάρια περιφερειακής ενεργειακής συνεργασίας που είχε στηρίξει η Αθήνα τα προηγούμενα χρόνια. Πρόκειται για μια στρατηγική εξέλιξη που ενισχύει τον ρόλο της Τουρκίας ως ενεργειακού κόμβου και ταυτόχρονα περιθωριοποιεί την Ελλάδα από το βασικό ενεργειακό παίγνιο της Ανατολικής Μεσογείου.

Στο ήδη αρνητικό περιβάλλον για την Αθήνα ήρθε να προστεθεί και η ανακοίνωση ενεργειακής συνεργασίας Άγκυρας – Καΐρου, μια εξέλιξη με σαφώς γεωπολιτικό χαρακτήρα. Ο Τούρκος υπουργός Ενέργειας, Αλπαρσλάν Μπαϊρακτάρ, αποκάλυψε πως μία από τις πλωτές μονάδες αποθήκευσης και επαναεριοποίησης LNG της κρατικής BOTAS θα χρησιμοποιηθεί για πρώτη φορά εκτός Τουρκίας, καλύπτοντας τις ανάγκες της Αιγύπτου. Η κίνηση αυτή αποκτά ιδιαίτερη σημασία, καθώς η Αίγυπτος, λόγω της δικής της οικονομικής κρίσης, έχει πάψει να είναι εξαγωγέας ενέργειας και εξαρτάται πλέον από εισαγωγές – κυρίως από το Ισραήλ. Η είσοδος της Τουρκίας στον εφοδιασμό της χώρας ενισχύει την παρουσία της Άγκυρας στην περιοχή εις βάρος της μέχρι πρότινος ελληνικής ενεργειακής στρατηγικής συμμαχιών με το Κάιρο και το Τελ Αβίβ.

Η Τουρκία, χτίζοντας προσεκτικά ενεργειακές και διπλωματικές γέφυρες με τις χώρες-κλειδιά της περιοχής, διαμορφώνει ένα δίκτυο επιρροής που σταδιακά αποδυναμώνει τη γεωπολιτική θέση της Ελλάδας και της Κύπρου. Με επίκεντρο τον Ερντογάν, το τουρκικό κράτος εκμεταλλεύεται τη συγκυρία, καλύπτοντας κενά, αποκαθιστώντας σχέσεις και χτίζοντας νέες συμμαχίες που αλλάζουν το παιχνίδι στην Ανατολική Μεσόγειο.

Μόλις λίγες ημέρες πριν από τις ηχηρές ανακοινώσεις συνεργασίας Άγκυρας και Καΐρου, ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης υποδεχόταν με κάθε επισημότητα στο Μέγαρο Μαξίμου τον Αιγύπτιο Πρόεδρο Αμπντέλ Φατάχ αλ Σίσι. Οι δύο ηγέτες υπέγραψαν διακήρυξη στρατηγικής εταιρικής σχέσης μεταξύ Ελλάδας και Αιγύπτου, κάνοντας λόγο για στενούς δεσμούς και φιλόδοξα κοινά σχέδια, όπως το έργο ηλεκτρικής διασύνδεσης που θα ενώνει τις δύο χώρες ενεργειακά. Ωστόσο, πίσω από τα θερμά λόγια και τις φιλοφρονήσεις, η ουσία παραμένει πεισματικά απτή: τίποτα από τα συμφωνηθέντα δεν μεταφράζεται σε άμεσο αποτέλεσμα ή στρατηγικό κέρδος για την Ελλάδα στο παρόν.

Και είναι αυτή ακριβώς η απόσταση μεταξύ λόγων και πράξεων που καταδεικνύει τη σκληρή πραγματικότητα: η διπλωματία πλέον λειτουργεί με καθαρά συναλλακτικούς όρους. Δεν υπάρχουν “δεδομένοι σύμμαχοι” ούτε “παραδοσιακές συμμαχίες” που να παρέχουν αυτόματες εγγυήσεις. Το μόνο που μετρά είναι το συμφέρον της στιγμής και η ικανότητα να προσφέρεις απτά ανταλλάγματα. Η Τουρκία το κάνει. Υπόσχεται αγωγούς, εφοδιασμό, γεωπολιτική στήριξη και διπλωματική ευελιξία. Η Ελλάδα, αντίθετα, επενδύει κυρίως σε δηλώσεις καλών προθέσεων, σχέδια για το μέλλον και μια πίστη ότι η ιστορική φιλία αρκεί για να εξασφαλίσει επιρροή.

Η υπογραφή της διακήρυξης Ελλάδας–Αιγύπτου ήταν μια στιγμή με υψηλό συμβολισμό αλλά περιορισμένο στρατηγικό βάρος, καθώς την ίδια ώρα η Αίγυπτος προσέφερε πραγματικές συμφωνίες στην Τουρκία. Η Αθήνα καλείται να προσαρμοστεί σε ένα περιβάλλον όπου η ρητορική δεν πείθει και η αδράνεια κοστίζει. Οι εξελίξεις δεν περιμένουν, και όσοι προσφέρουν χειροπιαστές λύσεις – όσο ενοχλητικοί κι αν είναι – κερδίζουν τον χώρο.

Για άλλη μια φορά, η Αθήνα παρακολούθησε τις εξελίξεις ως θεατής. Κατά την επίσκεψη του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στην Ιταλία, η προσοχή στράφηκε στις εξαγγελίες για την αναβάθμιση των σιδηροδρόμων της Hellenic Train, με τον Έλληνα ηγέτη να στέκεται πλάι στην Ιταλίδα ομόλογό του σε ένα σκηνικό επικοινωνιακής αισιοδοξίας. Την ίδια στιγμή, όμως, σε ένα άλλο τραπέζι με πολύ μεγαλύτερο στρατηγικό βάρος, ο διευθύνων σύμβουλος της ιταλικής Leonardo, Ρομπέρτο Τσινγκολάνι, και ο πρόεδρος της τουρκικής Baykar, Σελτζούκ Μπαϊρακτάρ, υπέγραφαν συμφωνία συνεργασίας που αλλάζει τους συσχετισμούς στην ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία.

Η συμφωνία προβλέπει την κοινή ανάπτυξη μη επανδρωμένων εναέριων συστημάτων (UAVs) στην Ιταλία, με τις δύο εταιρείες να ενώνουν τις δυνάμεις τους σε τεχνολογίες αιχμής. Η Baykar φέρνει στην εξίσωση την τεχνογνωσία της στην τεχνητή νοημοσύνη και τα drones – τεχνολογίες που έχουν δοκιμαστεί σε επιχειρησιακά περιβάλλοντα – ενώ η Leonardo συνεισφέρει με εμπειρία σε αποστολές, ωφέλιμα φορτία και την κρίσιμη διαδικασία πιστοποίησης. Το σχέδιο προβλέπει την ίδρυση κοινοπραξίας στην Ιταλία, με αντικείμενο όχι μόνο την παραγωγή, αλλά και τη συντήρηση και την εξέλιξη αυτών των συστημάτων, ενώ γίνεται λόγος και για συνεργασία στον τομέα του διαστήματος.

Αυτό που διακυβεύεται δεν είναι μόνο μια εμπορική συνεργασία, αλλά η ενσωμάτωση της Τουρκίας στον πυρήνα της ευρωπαϊκής αμυντικής τεχνολογίας – σε ένα σημείο όπου μέχρι πρότινος θεωρούνταν “ανεπιθύμητος εταίρος”. Την ίδια ώρα που ο Έλληνας Πρωθυπουργός ανακοίνωνε επενδύσεις στις σιδηροδρομικές υποδομές, η Τουρκία αποκτούσε πρόσβαση σε κρίσιμες αμυντικές τεχνολογίες, με ευρωπαϊκή υπογραφή. Ο Μπαϊρακτάρ, μάλιστα, δεν έκρυψε την ενόχλησή του για την καθυστέρηση της αποδοχής της Τουρκίας από την ευρωπαϊκή αμυντική ελίτ, αφήνοντας σαφείς αιχμές για το “κατεστημένο” που κρατά έξω καινοτόμες φωνές και διατηρεί χαμηλή δυναμική.

Η Ελλάδα βρίσκεται μπροστά σε μια νέα πραγματικότητα, όπου η Τουρκία δεν είναι πλέον απλώς ο δύσκολος γείτονας, αλλά ένας τεχνολογικός και στρατηγικός εταίρος για βασικούς συμμάχους της Ευρώπης. Η σύμπλευση Leonardo – Baykar είναι μια προειδοποίηση ότι οι διεθνείς σχέσεις δεν κινούνται πια βάσει φιλιών και ιστορικών δεσμών, αλλά βάσει συμφερόντων, τεχνολογίας και στρατηγικού ανταλλάγματος. Και σε αυτό το πεδίο, η Άγκυρα προηγείται.

Το ενδεχόμενο πώλησης μαχητικών Eurofighter στην Τουρκία επιστρέφει δυναμικά στο προσκήνιο, αναδεικνύοντας με τον πιο σαφή τρόπο τη μετατόπιση των ευρωπαϊκών ισορροπιών και τη νέα θέση που αποκτά η Άγκυρα εντός της ευρωατλαντικής αρχιτεκτονικής. Ο νέος Καγκελάριος της Γερμανίας, Φρίντριχ Μερτς, άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο το Βερολίνο να “ξεμπλοκάρει” την πώληση των ευρωπαϊκών μαχητικών αεροσκαφών στην Τουρκία, προαναγγέλλοντας μάλιστα επικείμενη επίσκεψή του στην Άγκυρα. Πρόκειται για μια εξέλιξη που αν υλοποιηθεί, όχι μόνο ενισχύει το στρατιωτικό αποτύπωμα της Τουρκίας, αλλά επαναφέρει τη χώρα στο τραπέζι των μεγάλων ευρωπαϊκών αμυντικών συμφωνιών, από το οποίο ήταν επί χρόνια αποκλεισμένη.

Κατά την κοινή συνέντευξη Τύπου με τον Γενικό Γραμματέα του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούτε, ο Μερτς ρωτήθηκε αν η Τουρκία μπορεί να ενταχθεί στα ευρωπαϊκά αμυντικά προγράμματα. Αν και δεν έδωσε άμεση απάντηση, η δήλωσή του πως η ομοσπονδιακή κυβέρνηση πρέπει να αποφασίσει αν θα παραδώσει τα Eurofighter, δείχνει ξεκάθαρα ότι η μέχρι πρότινος σκληρή γραμμή του προκατόχου του, Όλαφ Σολτς, είναι πλέον υπό επανεξέταση. Ο Σολτς είχε παγώσει τη διαδικασία υπό την πίεση του ζητήματος της φυλάκισης του Εκρέμ Ιμάμογλου, όμως αυτή η στάση φαίνεται να αλλάζει καθώς η Τουρκία επιστρέφει ως δυνητικός εταίρος υψηλής αξίας για τη Δύση.

Την ίδια ώρα, η Αθήνα επιχειρεί να προβάλει εικόνα ισχυρής διπλωματικής παρουσίας, με τον Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη να πραγματοποιεί συνάντηση στο Βερολίνο με τον νέο Καγκελάριο. Στο εσωτερικό παρουσιάστηκε ως μια επίσκεψη υψηλού συμβολισμού, όμως στην πράξη ανέδειξε τις διαφωνίες ανάμεσα στις δύο χώρες, ειδικά όσον αφορά το ζήτημα της ενδεχόμενης τουρκικής αγοράς των Eurofighter. Ενώ η ελληνική πλευρά εξέφρασε σκεπτικισμό και ανησυχία, το κλίμα από την πλευρά του Βερολίνου έδειξε πως το στρατηγικό και οικονομικό διακύβευμα έχει μεγαλύτερο βάρος από τις περιφερειακές ευαισθησίες.

Το μήνυμα είναι ξεκάθαρο: η Ευρώπη φαίνεται έτοιμη να επανεντάξει την Τουρκία στον πυρήνα των εξοπλιστικών της προγραμμάτων, αξιοποιώντας την γεωπολιτική της θέση και τη διαπραγματευτική της ευελιξία. Η Ελλάδα, από την άλλη, περιορίζεται στον ρόλο του παρατηρητή, με τις ενστάσεις της να μην φρενάρουν – τουλάχιστον προς το παρόν – τις εξελίξεις. Οι νέες γεωπολιτικές συντεταγμένες διαμορφώνονται με βάση ισχύ και συμφέροντα – όχι συναισθηματισμούς και προσδοκίες σταθερών συμμαχιών.

Σε μια προσπάθεια να διατηρήσει τουλάχιστον το ηθικό πλεονέκτημα στο πεδίο της ευρωπαϊκής ασφάλειας, ο Έλληνας Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης απηύθυνε προειδοποίηση για τον κίνδυνο ενσωμάτωσης της Τουρκίας στην ευρωπαϊκή αμυντική αρχιτεκτονική χωρίς προϋποθέσεις. «Πρέπει να ενισχύσουμε την ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία, αλλά για να συμβεί αυτό έχουμε την ευθύνη να επιλέξουμε προσεκτικά τους συνομιλητές μας στο πεδίο αυτό», δήλωσε με νόημα, υπενθυμίζοντας ότι η Ευρώπη δεν μπορεί να διαπραγματεύεται την ασφάλειά της με όποιον απλώς προσφέρει τεχνογνωσία ή γεωπολιτική πρόσβαση.

Τόνισε μάλιστα πως οι υποψήφιοι εταίροι οφείλουν να ευθυγραμμίζονται με την ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική, αλλιώς τίθενται σε κίνδυνο όχι μόνο τα εθνικά συμφέροντα των κρατών-μελών, αλλά και η συνοχή, η αυτονομία και τελικά η αξιοπιστία της ίδιας της Ε.Ε. Η αναφορά αυτή προφανώς στόχευε στην Άγκυρα, η οποία παρά την επιθετική της στάση στην Ανατολική Μεσόγειο και τις συνεχείς παρεμβάσεις σε ζώνες έντασης, επιχειρεί πλέον να «ξεπλύνει» τη διεθνή εικόνα της μέσω στρατηγικών συνεργασιών.

Παρά την αιχμηρή διατύπωση και την ευθεία προειδοποίηση, ο Μητσοτάκης δεν έλαβε καμία απτή δέσμευση από τον Γερμανό Καγκελάριο Φρίντριχ Μερτς. Ο διάλογος, τουλάχιστον σε επίπεδο δηλώσεων, δεν συνοδεύτηκε από διαβεβαιώσεις ή εγγυήσεις πως η Γερμανία θα απορρίψει ενδεχόμενη πώληση των Eurofighter στην Τουρκία ή θα αποκλείσει την τελευταία από κοινά ευρωπαϊκά αμυντικά προγράμματα. Η σιωπή του Βερολίνου ήταν πιο εύγλωττη από οποιαδήποτε απάντηση.

Η εξέλιξη αυτή επιβεβαιώνει ότι η Αθήνα επιχειρεί να κινηθεί με βάση αρχές και πλαίσιο στρατηγικής σταθερότητας, σε ένα περιβάλλον που ολοένα και περισσότερο κυριαρχείται από κυνισμό και αλληλοεξυπηρετούμενα συμφέροντα. Ο ρόλος της Ελλάδας ως δύναμης ευθύνης αναγνωρίζεται ρητορικά, αλλά δεν φαίνεται να επηρεάζει ουσιαστικά τις αποφάσεις των ισχυρών παικτών της Ευρώπης. Και η Άγκυρα, με όλα τα βαρίδια της, βρίσκει πλέον πόρτες ανοιχτές εκεί που άλλοτε ήταν αποκλεισμένη.

Αν τελικά η Γερμανία –το τελευταίο θεσμικό ανάχωμα– άρει τις επιφυλάξεις της για την εξαγωγή μαχητικών Eurofighter προς την Τουρκία, τότε ανοίγει αυτόματα ο δρόμος και για την πώληση των ευρωπαϊκών πυραύλων Meteor, που συνδέονται με το συγκεκριμένο αεροσκάφος. Αυτό το σενάριο δεν είναι απλώς ένα ακόμα βήμα στην ενίσχυση της τουρκικής αεροπορικής ισχύος. Είναι μια κομβική στρατηγική ανατροπή. Διότι η Τουρκία θα εξοπλιστεί με ευρωπαϊκά όπλα υψηλής τεχνολογίας, την ώρα που δεν έχει αποσύρει το casus belli κατά της Ελλάδας, ούτε έχει κάνει πίσω στους εκβιασμούς για διχοτόμηση της Κύπρου.

Η Άγκυρα, χωρίς καμία αλλαγή στη ρητορική και τις επιδιώξεις της, εμφανίζεται ως αξιόπιστος εταίρος και απολαμβάνει πρόσβαση σε τεχνολογίες που μπορούν να μεταβάλουν το στρατιωτικό ισοζύγιο στην Ανατολική Μεσόγειο. Οι πύραυλοι Meteor, με ακτίνα δράσης που υπερβαίνει κατά πολύ αυτή των υπαρχόντων ελληνικών οπλικών συστημάτων, προσφέρουν στην Τουρκία σαφές επιχειρησιακό πλεονέκτημα. Και όλα αυτά ενώ η χώρα διατηρεί ένα σκληρό επιθετικό δόγμα στα ανατολικά της σύνορα με στόχο την Ελλάδα, το οποίο βρίσκει νέα υπόσταση μέσα από τη στρατηγική της «Γαλάζιας Πατρίδας».

Την ίδια στιγμή, στο εσωτερικό της Τουρκίας, η εικόνα της “εθνικής σταθερότητας” που επιδιώκει ο Ερντογάν ενισχύεται ακόμη περισσότερο. Το ΡΚΚ, έπειτα από τέσσερις δεκαετίες ένοπλου αγώνα, ανακοίνωσε την αυτοδιάλυσή του και τον τερματισμό των επιχειρήσεων κατά του τουρκικού κράτους. Η εξέλιξη αυτή, πέρα από τον εσωτερικό της αντίκτυπο, ενισχύει διεθνώς την εικόνα μιας Τουρκίας που «κλείνει εκκρεμότητες» και μπορεί πλέον απερίσπαστη να εστιάσει στην εξωτερική της επέκταση.

Η στρατηγική σκακιέρα επανατοποθετείται. Η Ελλάδα βλέπει να κλείνει σταδιακά κάθε περιθώριο ελιγμών, με τις διπλωματικές της κινήσεις να σκοντάφτουν είτε σε χλιαρές συμμαχίες είτε στην αδράνεια των εταίρων της. Αντιθέτως, η Τουρκία, παρά την επιθετικότητά της, ανταμείβεται με εξοπλιστικά deals, γεωπολιτική αποδοχή και ένα καθαρό πεδίο ισχύος που ξεκινά από το εσωτερικό και φτάνει μέχρι το Αιγαίο. Οι σχεδιασμοί της Άγκυρας δεν είναι πλέον θεωρία. Είναι σε πλήρη εφαρμογή – και, αν δεν υπάρξει αντίβαρο, θα οδηγήσουν με μαθηματική ακρίβεια σε ανατροπή των ισορροπιών υπέρ της.