Η «προεδρία-παγίδα» του Eurogroup, το ελληνικό «πανηγύρι» πάνω σε 210 δισ. και ένα λάθος που μπορεί να μας κοστίσει δισεκατομμύρια
Αν η εκλογή ενός Έλληνα υπουργού στην Προεδρία του Eurogroup είχε γίνει πριν μερικά χρόνια, πριν δηλαδή ανοίξει ξανά το ρήγμα στις αμερικανοευρωπαϊκές σχέσεις και πριν η Ουάσιγκτον δείξει σημάδια ότι αναγνωρίζει πως η Μόσχα κερδίζει έδαφος στο ουκρανικό μέτωπο, τότε θα μιλούσαμε χωρίς δεύτερη σκέψη για μια στιγμή αναβάθμισης της Ελλάδας. Θα ήταν, έστω συμβολικά, η εικόνα μιας χώρας που μέσα σε μία δεκαετία πέρασε από το «μαύρο πρόβατο» της Ευρώπης σε μια θέση κύρους στην καρδιά της ευρωζώνης.
Μόνο που δεν έγινε τότε. Έγινε τώρα. Και ο χρόνος, εδώ, δεν αλλάζει απλώς τον τόνο των πανηγυρισμών· αλλάζει το νόημα, την πολιτική βαρύτητα και το ρίσκο. Διότι η εκλογή Πιερρακάκη στην Προεδρία του Eurogroup συμπίπτει με μια περίοδο όπου η Ουάσιγκτον απομακρύνεται ολοταχώς από την Ευρώπη και δείχνει έτοιμη να αναζητήσει απευθείας δίαυλο με τη Μόσχα για το ουκρανικό, ενώ η Ρωσία εμφανίζεται να διεκδικεί την αναγνώριση εδαφικών κερδών και, μαζί με αυτά, την άρση των κυρώσεων και την επιστροφή δεσμευμένων ρωσικών λογαριασμών σε ευρωπαϊκές τράπεζες.
Την ίδια στιγμή, η Ευρωπαϊκή Ένωση ετοιμάζεται να αξιοποιήσει περίπου 210 δισεκατομμύρια ευρώ «παγωμένων» ρωσικών περιουσιακών στοιχείων για να χρηματοδοτήσει την Ουκρανία, την ώρα που κράτη-μέλη όπως η Ουγγαρία, η Σλοβακία, η Ιταλία, ακόμη και το ίδιο το Βέλγιο, εκφράζουν σοβαρές ενστάσεις για τις νομικές και οικονομικές συνέπειες μιας τέτοιας κίνησης.
Αυτά είναι τα πραγματικά διακυβεύματα του τώρα, αυτά θα βρεθούν στο τραπέζι των αποφάσεων, και πάνω σε αυτά θα κληθεί να λειτουργήσει το Eurogroup. Κι εμείς πανηγυρίζουμε επειδή θα προεδρεύει «δικός μας» υπουργός σε αυτή τη συγκυρία, σαν να πρόκειται απλώς για μια εθνική διάκριση. Η πραγματικότητα, όμως, είναι πιο σκληρή: αναλαμβάνουμε την Προεδρία ακριβώς τη στιγμή που η ΕΕ, και ειδικότερα το Eurogroup, κινδυνεύει να κάνει ένα μοιραίο λάθος, ένα λάθος που, αν συμβεί, θα το χρεωθούμε κι εμείς πολιτικά, θεσμικά και ενδεχομένως οικονομικά.
Ας ειπωθεί καθαρά το βασικό ερώτημα που αποφεύγεται: ποιος θα εμπιστευθεί, στο εξής, ένα τραπεζικό σύστημα στο οποίο οι καταθέσεις μπορούν να δεσμεύονται ή να «κατασχένονται» με πολιτικές αποφάσεις; Αν τρίτες χώρες, εταιρείες και πολίτες διαπιστώσουν ότι τα χρήματα που φυλάσσονται στις ευρωπαϊκές τράπεζες δεν είναι πια ασφαλή με την κλασική έννοια της ασφάλειας δικαίου, τότε το σενάριο φυγής κεφαλαίων από την ευρωζώνη δεν θα είναι θεωρητικό. Και οι συνέπειες δεν θα χτυπήσουν μόνο μεμονωμένες τράπεζες ή επενδυτές· θα ακουμπήσουν το ίδιο το ευρώ, την αξιοπιστία του και την ευρωπαϊκή οικονομία σε μια στιγμή που ήδη δοκιμάζεται.
Δεν είναι τυχαίο ότι για τους χρηματοπιστωτικούς κινδύνους μιας τέτοιας επιλογής προειδοποιεί και η ίδια η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Η Christine Lagarde έχει μιλήσει για κίνηση που «τεντώνει» το πλαίσιο, ένα άλμα πέρα από όσα αντέχουν οι νομικές και θεσμικές ράγες του ευρώ. Η ΕΚΤ αποφεύγει να γίνει εγγυητής δανείων που θα πατούν πάνω σε αυτά τα κεφάλαια, επισημαίνοντας ότι μια τέτοια πρακτική μπορεί να υπονομεύσει την εμπιστοσύνη στις ευρωπαϊκές τράπεζες και στο νόμισμα. Με άλλα λόγια, δεν το λέμε «εμείς», το λέει ο ίδιος ο θεσμός που έχει αποστολή να κρατά όρθιο το σύστημα: αν ανοίξει αυτή η πόρτα, το τίμημα μπορεί να είναι η σταθερότητα.
Και δεν είναι μόνο η οικονομική λογική. Είναι και η ιστορική εμπειρία που λειτουργεί σαν καμπανάκι. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, κεφάλαια της ναζιστικής Γερμανίας, κρατικά και ιδιωτικά, κινούνταν σε ουδέτερες χώρες όπως η Ελβετία, η Σουηδία ή η Ισπανία, χωρίς καν να έχουν δεσμευθεί εκείνη την ώρα, πόσο μάλλον να υφαρπαγούν. Η δέσμευση και η κατάσχεση ήρθαν μετά το τέλος του πολέμου, μετά τον Μάιο του 1945, με ειδικές συμμαχικές αποφάσεις. Είναι, λοιπόν, τουλάχιστον παράδοξο να ετοιμάζεται σήμερα η Ευρώπη να προχωρήσει σε μια κίνηση που αγγίζει την έννοια της κατάσχεσης σε βάρος της Ρωσίας, τη στιγμή που η ίδια η διεθνής συγκυρία δείχνει να κινείται προς διαπραγμάτευση και πιθανή συμφωνία, με τις ΗΠΑ να εμφανίζονται έτοιμες να ανοίξουν δρόμο «ειρήνης» ή, έστω, αποκλιμάκωσης.
Στην καρδιά της σημερινής διαμάχης βρίσκονται, πράγματι, τα περίπου 210 δισεκατομμύρια ευρώ που ήταν κατατεθειμένα στην Ευρώπη όταν ξεκίνησε η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022. Τότε «πάγωσαν», τώρα σχεδιάζεται να αξιοποιηθούν ως βάση για χρηματοδότηση, με τρόπο που ανοίγει νομικές και πολιτικές πληγές.
Το σχέδιο, όπως περιγράφεται, μετατρέπει αυτά τα κεφάλαια σε εργαλείο δανεισμού προς την Ουκρανία, την ώρα που στον δημόσιο διάλογο επανέρχονται συνεχώς καταγγελίες για διαφθορά και κακοδιαχείριση και την ώρα που η Μόσχα κινείται ήδη νομικά κατά ευρωπαϊκών οργανισμών που διαχειρίζονται τα κεφάλαια, ενώ παράλληλα αφήνει να εννοηθεί ότι θα υπάρξουν αντίμετρα, με ευρωπαϊκές εταιρείες να διαθέτουν πολλαπλάσια περιουσιακά στοιχεία εντός Ρωσίας.
Έτσι, η σύγκρουση γίνεται ταυτόχρονα γεωπολιτική, νομική και χρηματοπιστωτική. Οι ΗΠΑ παρακολουθούν με δυσφορία, επειδή βλέπουν να δημιουργείται ένα μέτωπο που μπορεί να περιπλέξει μια δική τους πρωτοβουλία διευθέτησης, η Ρωσία εμφανίζεται αποφασισμένη να δώσει σκληρές δικαστικές μάχες και να δοκιμάσει την αξιοπιστία του ευρωπαϊκού συστήματος, και στο εσωτερικό της Ευρώπης το θέμα διχάζει, με πρωτεύουσες να σηκώνουν φρένο και την ΕΚΤ να κρούει τον κώδωνα του κινδύνου.
Κι όμως, μέσα σε αυτή τη στιγμή, η Ελλάδα αναλαμβάνει την Προεδρία του Eurogroup και το παρουσιάζει ως καθαρή εθνική επιτυχία. Ο Κυριάκος Πιερρακάκης εξελέγη επικρατώντας του Βέλγου υποψηφίου Vincent Van Peteghem, και ως προσωπικό επίτευγμα αυτό αναμφίβολα μετρά. Όμως η ιστορία δεν γράφεται μόνο με το αποτέλεσμα, γράφεται και με τη συγκυρία. Κι εδώ η συγκυρία σημαίνει ότι η χώρα αναλαμβάνει την ηγεσία ενός οργάνου που κινείται σε τριβή με την Ουάσιγκτον, σε κλιμάκωση με τη Ρωσία, με εσωτερικές ευρωπαϊκές αντιρρήσεις, κόντρα σε θεσμικές προειδοποιήσεις, σε μια επιλογή που δοκιμάζει την κοινή λογική της αγοράς και την ασφάλεια δικαίου που υποτίθεται ότι αποτελεί το ευρωπαϊκό θεμέλιο.
Αντί, λοιπόν, να «επιβραβεύεται» η Ελλάδα, κινδυνεύει να βρεθεί στην πιο άβολη θέση: να εμφανιστεί ως ο πρόθυμος προεδρεύων σε μια διαδικασία που, αν αποδειχθεί λανθασμένη ή νομικά διάτρητη, θα αφήσει λογαριασμό σε όλους. Ο κ. Πιερρακάκης μπορεί εύλογα να το εισπράττει ως κορυφαία στιγμή της πορείας του. Αλλά αυτό δεν σημαίνει αυτομάτως ότι είναι εθνική επιτυχία. Για μια ακόμη φορά, ως χώρα, κινδυνεύουμε να ταυτιστούμε με ένα αφήγημα που κλονίζεται, με μια ευρωπαϊκή επιλογή που αμφισβητείται και εντός και εκτός, σε μια υπόθεση που φαίνεται να ακουμπά «εκτός πλαισίου» νομικά και θεσμικά, και που μπορεί να αποδειχθεί εξαιρετικά ακριβή.
Το ενδιαφέρον είναι ότι οι ενστάσεις δεν προέρχονται μόνο από τους «συνήθεις υπόπτους» της ευρωπαϊκής αντιπολίτευσης εντός ΕΕ. Το επίσημο βελγικό πρακτορείο Belga μετέφερε με σαφήνεια την ενόχληση για το γεγονός ότι το Βέλγιο δεν αισθάνεται πως εισακούστηκε σχετικά με την πρόταση αξιοποίησης των παγωμένων ρωσικών περιουσιακών στοιχείων, παρά το ότι δηλώνει πως στηρίζει την ανάγκη βοήθειας προς την Ουκρανία.
Η βελγική πλευρά επισημαίνει ότι η λύση αυτή θεωρείται η χειρότερη επιλογή λόγω κινδύνων και έλλειψης επαρκούς νομικού και πολιτικού πλαισίου, ενώ το γεγονός ότι μεγάλο μέρος των κεφαλαίων βρίσκεται στο Βέλγιο, στο Euroclear, ανεβάζει κατακόρυφα τις πιθανές οικονομικές και νομικές επιπτώσεις για τη χώρα. Ο ίδιος ο Πρωθυπουργός του Βελγίου φέρεται να υπογράμμισε ότι δεν μπορεί να φανταστεί την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να προχωρά σε «κατάσχεση» περιουσιακών στοιχείων από μια ιδιωτική εταιρεία όπως το Euroclear ενάντια στη θέληση κράτους-μέλους, προειδοποιώντας ότι θα ήταν μια πρωτοφανής κίνηση.
Και όλα αυτά τα λέει το Βέλγιο, ένα κράτος που δύσκολα κατηγορείται για θεσμική «ανυπακοή» ή για πολιτική ιδιοτροπία τύπου Όρμπαν. Κι εμείς, αντί να διαβάσουμε το σήμα κινδύνου, πανηγυρίζουμε που θα «προεδρεύσουμε» πάνω σε μια τέτοια κρίσιμη καμπή.
ΥΓ. Υπάρχει και το ενδεχόμενο που αποφεύγεται να ειπωθεί δυνατά: αν η απόφαση αυτή κριθεί εκ των υστέρων παράνομη, το πρόστιμο θα το μοιραστούν τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης. Η ελληνική συμμετοχή σε ένα τέτοιο κόστος μπορεί να φτάσει, σύμφωνα με τον υπολογισμό που ήδη συζητείται, έως τα 2,8 δισεκατομμύρια ευρώ. Είναι πολύ πιθανό οι σημερινοί πανηγυρισμοί να αποδειχθούν εξαιρετικά ακριβοί, και σίγουρα δεν προμηνύουν κάτι που θα μας βγάλει σε καλό.
Πιο Δημοφιλή
Ο Μητσοτάκης ως ιδεολογικό υβρίδιο νεοφιλελευθερισμού και οικογενειοκρατίας
12 τόνους ακατάλληλα προϊόντα ετοιμάζονταν να ρίξουν στην αγορά στις εορτές
Η Τουρκία περικυκλώνεται στρατηγικά
Ηγέτη όπως ο Καποδίστριας χρειάζεται ο Ελληνισμός
Πιο Πρόσφατα
Πίεση της ΕΕ στην Τεχεράνη: Ζητά την απελευθέρωση της Ναργκίς Μοχαμαντί
Όπλο και πυρομαχικά στο λιμάνι: Συναγερμός στην Ηγουμενίτσα