Σήμερα Γιορτάζουν:

ΜΕΛΑΝΗ

14 Δεκεμβρίου 2025

Στεγνωτήριο ψυχών η ελληνική εκπαίδευση

Η κατάσταση στην Πρωτοβάθμια και τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση δεν αποτελεί άγνωστο πεδίο, έχει καταγραφεί, συζητηθεί και αναλυθεί επανειλημμένα από ανθρώπους που γνωρίζουν εκ των έσω και που αισθάνονται το βάρος των συνεπειών της.

Ωστόσο, όλα αυτά μοιάζουν να εκτυλίσσονται σε ένα περιβάλλον όπου οι υπεύθυνοι απουσιάζουν επιδεικτικά, σαν να επαληθεύεται διαρκώς ο στίχος που τραγούδησε ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου στην «Οδό Ελλήνων», ένα τραγούδι που μιλά για τα νιάτα κάθε εποχής με οδυνηρή ακρίβεια. Η πορεία προς μια γενικευμένη πνευματική έκπτωση, το ακριβώς αντίθετο από εκείνο που κάποτε συμβολίζαμε με την έννοια της Ανάστασης, φαίνεται να συνεχίζεται χωρίς ουσιαστικά εμπόδια.

Το πιο ανησυχητικό είναι πως το εγχείρημα αυτό δείχνει να είναι τόσο μεθοδικά σχεδιασμένο, ώστε να μην αφήνει περιθώρια διαφυγής ούτε σε εκείνους που, μέσα από εξετάσεις και αλλεπάλληλες δοκιμασίες, κατάφεραν να διατηρήσουν κάποια πνευματική εγρήγορση στα δώδεκα χρόνια της σχολικής τους διαδρομής. Για όσους τελικά εισέρχονται στα πανεπιστήμια, η δοκιμασία δεν τελειώνει· απλώς αλλάζει μορφή.

Στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση τους περιμένει μια νέα, συχνά πιο ύπουλη βάσανος, η οποία φιλοδοξεί να τους οδηγήσει στην επαγγελματική ζωή με μειωμένες αντοχές και βαθιά τραυματισμένο ηθικό. Η λογική που φαίνεται να διαπερνά μέρος του ακαδημαϊκού κόσμου μοιάζει να αναρωτιέται αν είναι πράγματι επιθυμητή η καλλιέργεια ανταγωνιστικών, αυτόνομων νέων επιστημόνων ή αν, αντιθέτως, η υπερβολική ενδυνάμωσή τους ισοδυναμεί με αυτοϋπονόμευση του ίδιου του συστήματος.

Όσοι έχουν επαφή με φοιτητές που βρίσκονται κοντά στην αποφοίτηση, ανεξαρτήτως σχολής, ακούν ολοένα και συχνότερα αφηγήσεις που αγγίζουν τα όρια της καθημερινής παραλογίας: παραδόσεις και εξετάσεις που προκαλούν σύγχυση αντί για γνώση, συμπεριφορές μειωτικές και δύσκολα εξηγήσιμες, σχόλια αποθαρρυντικά ή και προσβλητικά από διδάσκοντες που μπορεί να διαθέτουν ακαδημαϊκά προσόντα, αλλά στερούνται εκείνης της θεμελιώδους ιδιότητας του δασκάλου που εμπνέει, καθοδηγεί και ενισχύει τον μαθητή με το προσωπικό του παράδειγμα.

Παράλληλα, γίνεται όλο και πιο εμφανές το αυξημένο άγχος με το οποίο οι φοιτητές αντιμετωπίζουν τις εξετάσεις τους, οι κρίσεις πανικού και οι επιπτώσεις στην υγεία τους, ακριβώς τη στιγμή που τα πολυδιαφημισμένα «φοιτητικά χρόνια» πλησιάζουν στο τέλος τους. Κι όμως, αυτές οι εμπειρίες σπάνια βρίσκουν δρόμο προς τη δημόσια συζήτηση και ακόμη σπανιότερα αντιμετωπίζονται με τη σοβαρότητα που τους αναλογεί.

Οι αιτίες αυτής της σιωπής είναι πολλές και μάλλον αυτονόητες. Πρώτα απ’ όλα, ο φόβος της εκδικητικής αντιμετώπισης όσων τολμήσουν να καταγγείλουν παρόμοια περιστατικά, με την απειλή της ατέρμονης καθυστέρησης ή ακόμη και της ακύρωσης των σπουδών τους να πλανάται διαρκώς.

Επιπλέον, καλλιεργείται συστηματικά η πεποίθηση ότι χωρίς προσαρμογή στο εκάστοτε «περιβάλλον» και χωρίς την εύνοια του διδάσκοντα, οι προοπτικές για μεταπτυχιακές σπουδές ή για μια θέση σε ένα αξιόλογο επαγγελματικό πλαίσιο μειώνονται δραματικά.

Με άλλα λόγια, τίθεται υπό αμφισβήτηση ολόκληρος ο υποσχόμενος «παράδεισος» που παρουσιάζεται στους νέους προκειμένου να ακολουθήσουν τον δρόμο της επιστήμης. Η αποτυχία αυτού του σχεδίου συνεπάγεται μια συνολική κατάρρευση της οικογενειακής επένδυσης, από τα φροντιστήρια και τα ενοίκια μέχρι το κόστος διαβίωσης και τις μετακινήσεις στα χρόνια των σπουδών.

Το πιο επώδυνο, ίσως, είναι η σταδιακή αποξένωση ακόμη και από ανθρώπους που μέχρι πρότινος θεωρούνταν στενοί φίλοι, οι οποίοι, επιλέγοντας πιο «ρεαλιστικές» διαδρομές, έχουν ήδη φροντίσει να διασφαλίσουν τη μελλοντική τους πορεία μέσω συμβιβασμών και κατάλληλων γνωριμιών. Σε αυτό το πλαίσιο, κάθε διαφορετική στάση μοιάζει να θεωρείται ενοχλητική.

Είναι προφανές ότι μια τέτοια διαδικασία δεν ευνοεί τη διαμόρφωση νέων επιστημόνων με αυτοπεποίθηση, αισιοδοξία και διάθεση κοινωνικής προσφοράς. Ακόμη λιγότερο συμβάλλει στη συγκρότηση αξιακών και ηθικών αναφορών που θα τους επιτρέψουν να επιτελέσουν τον ευρύτερο κοινωνικό τους ρόλο.

Ο ρόλος αυτός, άλλωστε, φαίνεται να απασχολεί ολοένα και λιγότερο τόσο τους διδάσκοντες όσο και τους εργοδότες, σε μια εποχή όπου οι εύκολα αναλώσιμοι, άφωνοι επαγγελματίες μοιάζουν να αποτελούν την πλέον περιζήτητη «ειδικότητα», με μηχανισμούς που φροντίζουν να την αναπαράγουν σε αφθονία.

Ετικέτες: