Σήμερα Γιορτάζουν:

ΜΕΛΑΝΗ

13 Νοεμβρίου 2025

Το «ξεβράκωμα» της εμβολιαστικής επιστήμης

Η κατάθεση του Aaron Siri απέναντι στον Stanley Plotkin, μια διαδικασία που καταγράφηκε το 2018 και σχεδόν ξεχάστηκε μέσα στο πλήθος των τεχνικών και νομικών επεισοδίων γύρω από τις πολιτικές εμβολιασμού, επανήλθε το 2025 με τρόπο που μοιάζει περισσότερο με προειδοποίηση παρά με αναδρομή. Όχι επειδή αποκαλύπτει κάτι εντελώς νέο γύρω από τα εμβόλια ή την επιστημονική έρευνα, αλλά επειδή συμπυκνώνει σε λίγες ώρες καταγεγραμμένου υλικού όλη την παθογένεια που οδήγησε στη σημερινή βαθιά κρίση εμπιστοσύνης ανάμεσα στο κοινό και τους θεσμούς της δημόσιας υγείας.

Η κατάθεση Plotkin δεν αποτελεί ένα απομονωμένο επεισόδιο σε μια δίκη για την επιμέλεια ενός παιδιού· λειτουργεί ως παράθυρο προς μια ολόκληρη κουλτούρα εξουσίας που αναπτύχθηκε σιωπηρά επί δεκαετίες, συχνά με ελάχιστο έλεγχο, με υπερβολική σιγουριά και με την πεποίθηση ότι ο σκοπός αρκεί για να δικαιολογήσει τα μέσα.

Ο Stanley Plotkin, ο άνθρωπος που έχει περιγραφεί επί χρόνια ως «νονός» των εμβολίων, βρέθηκε στο επίκεντρο αυτής της διαδικασίας όχι ως τυχαίος μάρτυρας, αλλά ως κεντρική μορφή στη διαμόρφωση της εμβολιαστικής πολιτικής του 20ού και των αρχών του 21ου αιώνα. Με σημαντική συμβολή στην ανάπτυξη του εμβολίου της ερυθράς και με τεράστια επιρροή στους θεσμούς που καθορίζουν τα εμβολιαστικά πρωτόκολλα, ο Plotkin αντιπροσωπεύει μια ολόκληρη γενιά επιστημόνων που είχαν σχεδόν αδιαμφισβήτητη τεχνοκρατική ισχύ.

Ωστόσο, η κατάθεσή του αποκάλυψε όχι την εικόνα του ψύχραιμου ειδικού που λειτουργεί αποκλειστικά με βάση τα δεδομένα, αλλά την παρουσία ενός ανθρώπου που έχει αποδεχθεί ως αυτονόητη την ιδέα ότι η επιστημονική εξουσία δεν χρειάζεται να λογοδοτεί, ότι τα ερωτήματα περί ηθικής, διαφάνειας ή συγκρούσεων συμφερόντων αποτελούν μάλλον εμπόδιο παρά θεμέλιο της δημοκρατικής λειτουργίας.

Το πρώτο μεγάλο ρήγμα εμφανίστηκε ήδη από τις ερωτήσεις για τις οικονομικές σχέσεις του με τις φαρμακευτικές εταιρείες. Ο Siri ζήτησε να καταγραφούν οι εταιρείες με τις οποίες συνεργαζόταν και ο Plotkin ανέφερε ονόματα που όλοι γνωρίζουν: Merck, Sanofi, GSK, Pfizer, καθώς και μικρότερες βιοτεχνολογικές εταιρείες. Οι σχέσεις αυτές δεν ήταν απλές περιστασιακές συμβουλευτικές συνεργασίες· ήταν μακροχρόνιες, συστηματικές και συνδεδεμένες με προϊόντα που διαμόρφωσαν την εμβολιαστική πολιτική για ολόκληρες γενιές.

Παρ’ όλα αυτά, ο Plotkin δεν θεωρούσε ότι οι σχέσεις αυτές επηρέαζαν —ή έστω δημιουργούσαν την εντύπωση ότι θα μπορούσαν να επηρεάσουν— τη γνώμη του. Το ότι ένας άνθρωπος με τόσο εμφανές οικονομικό συμφέρον στην επέκταση των εμβολιαστικών προγραμμάτων ισχυριζόταν πως δεν υπήρχε καν θέμα σύγκρουσης συμφερόντων, δεν είναι ένδειξη απλής αφέλειας· είναι ένδειξη αλαζονείας ενός συστήματος που πίστεψε ότι η επιστημονική αυθεντία μπορεί να στέκεται πάνω από κάθε θεσμικό έλεγχο.

Η δεύτερη πτυχή που προκάλεσε έντονη συζήτηση αφορούσε την ελάχιστη έως μηδενική ανεκτικότητα που έδειχνε ο Plotkin απέναντι σε όσους εγείρουν ηθικούς ή θρησκευτικούς προβληματισμούς σχετικά με ορισμένα εμβόλια. Όταν ρωτήθηκε για την παλαιότερη δήλωσή του ότι όσοι αντιτίθενται στη χρήση εμβολίων που παράγονται από κυτταρικές σειρές εμβρυϊκής προέλευσης είναι «θρησκευτικοί ζηλωτές που πιστεύουν ότι ο Θεός επιθυμεί τον θάνατο και την ασθένεια», όχι μόνο δεν ανακάλεσε, αλλά επιβεβαίωσε πλήρως τη θέση του.

Ανεξάρτητα από το αν συμμερίζεται κανείς τις ηθικές ενστάσεις αυτών των πολιτών, ο τρόπος με τον οποίο ένας κορυφαίος θεσμικός παράγοντας απορρίπτει συλλήβδην ολόκληρες κατηγορίες πολιτών ως «φανατικούς» δείχνει όχι μια σύγκρουση επιχειρημάτων, αλλά μια σύγκρουση κοσμοαντιλήψεων: από την μία πλευρά, η πεποίθηση ότι η επιστημονική αλήθεια υπερέχει των ηθικών ορίων και των κοινωνικών αξιών· από την άλλη, η δημοκρατική απαίτηση ότι τα προϊόντα της επιστήμης πρέπει να συνάδουν με ένα κοινό ηθικό πλαίσιο.

Η διατύπωση του Jay Bhattacharya στη Γερουσία το 2025 —«η επιστήμη πρέπει να είναι ηθικά αποδεκτή σε όλους, διαφορετικά δεν λειτουργεί ως δημόσια πολιτική»— δεν αποτελεί φιλοσοφική πολυτέλεια. Είναι η απάντηση στη μονοδιάστατη τεχνοκρατική αλαζονεία που εκφράστηκε ωμά μέσα στην κατάθεση Plotkin και που για χρόνια θεωρήθηκε κανόνας.

Από εκεί και πέρα, η συζήτηση πέρασε στον πυρήνα της επιστημονικής τεκμηρίωσης. Ο Siri ρώτησε αν υπάρχουν πλήρεις, συγκριτικές μελέτες μεταξύ εμβολιασμένων και εντελώς ανεμβολίαστων παιδιών. Ο Plotkin απάντησε ότι δεν γνωρίζει τέτοιες μελέτες. Η επίκληση της «ηθικής δυσκολίας» στην πραγματοποίηση τέτοιων δοκιμών μπορεί να είναι κατανοητή, αλλά δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι αποτελεί ταυτόχρονα παραδοχή ότι η δημόσια πολιτική δεν στηρίχθηκε ποτέ σε πραγματικά τυχαία, placebo-controlled δεδομένα — δηλαδή στο χρυσό πρότυπο της ιατρικής έρευνας.

Αυτό δεν οδηγεί σε αντιεπιστημονικά συμπεράσματα· οδηγεί στον αναγκαίο προβληματισμό σχετικά με το πώς μπορεί μια κοινωνία να συζητά για απόλυτη ασφάλεια όταν λείπουν οι δομές που θα την τεκμηρίωναν.

Το ίδιο ισχύει και για το ζήτημα της καταγραφής παρενεργειών. Η κατάθεση αποκάλυψε κάτι που πολλοί διαισθάνονταν αλλά ελάχιστοι παραδέχονταν δημόσια: ότι τα δεδομένα του VAERS είναι εξαιρετικά ελλιπή. Αρχικά ο Plotkin υποστήριξε ότι «πιθανότατα τα περισσότερα περιστατικά καταγράφονται». Όταν όμως ο Siri παρουσίασε το πρόγραμμα του Harvard Pilgrim που έδειχνε ότι λιγότερο από το 1% των περιστατικών αναφέρεται στο VAERS, ο Plotkin αναγκάστηκε να παραδεχτεί το προφανές.

Ότι δηλαδή το σύστημα δεν είναι αξιόπιστο ως εργαλείο αξιολόγησης της ασφάλειας. Το γεγονός ότι ο ίδιος είχε πρόσφατα δημοσιεύσει στο New England Journal of Medicine άρθρο που παραδέχθηκε αυτές τις αδυναμίες, καθιστά την αρχική του απάντηση ακόμη πιο ενδεικτική της θεσμικής δυσλειτουργίας: επί χρόνια, το σύστημα δήλωνε ασφαλές κάτι που δεν είχε πλήρη εποπτεία των κινδύνων του.

Όμως το πιο ανησυχητικό σημείο της κατάθεσης δεν ήταν ούτε τα επιστημονικά κενά ούτε οι οικονομικές σχέσεις· ήταν οι παραδοχές του Plotkin γύρω από τα πειράματα σε ευάλωτους ανθρώπους. Ο Plotkin αναγνώρισε ότι στο πλαίσιο ερευνητικών προγραμμάτων χρησιμοποίησε ορφανά παιδιά, παιδιά με νοητική υστέρηση, ακόμη και νεογνά μητέρων στις φυλακές. Το γεγονός ότι τα αναφέρει ως «συνηθισμένη πρακτική της εποχής» δεν αποτελεί δικαιολογία· δείχνει το μέγεθος της απόστασης ανάμεσα στη θεσμική πραγματικότητα και στην ηθική που η κοινωνία θεωρεί δεδομένη.

Ακόμη πιο ανησυχητική ήταν η παραδοχή του ότι θεωρούσε «προτιμότερο» να δοκιμάζονται νέα εμβόλια σε άτομα που «υστερούν σε κοινωνική λειτουργικότητα» παρά σε υγιή παιδιά — μια θέση που δεν κατονομάζει απλώς μια εποχή, αλλά εκφράζει μια ηθική αντίληψη όπου η ανθρώπινη αξιοπρέπεια είναι ζήτημα ιεράρχησης.

Δεν χρειάζεται κάποιος να υιοθετεί ακραίες θεωρήσεις για να αντιληφθεί ότι αυτές οι παραδοχές, προερχόμενες από μια από τις σημαντικότερες μορφές στην ιστορία της εμβολιολογίας, συνέβαλαν όσο τίποτε άλλο στην κατάρρευση της εμπιστοσύνης προς τους θεσμούς.

Ο Plotkin δεν ήταν ο «κακός επιστήμονας» που διορθώνει η Ιστορία. Ήταν ο επιστήμονας που για δεκαετίες οι θεσμοί αντιμετώπιζαν ως σημείο αναφοράς. Και αυτή ακριβώς είναι η ουσία της κρίσης που ζούμε σήμερα: η αναντιστοιχία ανάμεσα στην αυθεντία και τη λογοδοσία.

Η επανεμφάνιση της κατάθεσης Plotkin συμπίπτει με μια περίοδο όπου η νέα ηγεσία στο HHS, υπό τον Robert F. Kennedy Jr., επιχειρεί να ανοίξει συζητήσεις που επί δεκαετίες θεωρούνταν σχεδόν ταμπού. Από τη συζήτηση για την απομάκρυνση του αλουμινίου από τα παιδικά εμβόλια μέχρι την επαναξιολόγηση του MMR σε ξεχωριστές δόσεις, παρατηρείται μια μετατόπιση από την πολιτική του δόγματος στην πολιτική της διαφάνειας.

Το γεγονός ότι ερωτήματα που κάποτε χαρακτηρίζονταν «αντιεπιστημονικά» αποτελούν σήμερα αντικείμενο θεσμικού διαλόγου δεν συνιστά οπισθοδρόμηση· συνιστά προσπάθεια αποκατάστασης εμπιστοσύνης.

Η υπόθεση Plotkin λειτουργεί πλέον ως υπενθύμιση ότι η επιστήμη, χωρίς θεσμικά όρια και χωρίς διαρκή εσωτερική κριτική, κινδυνεύει να μετατραπεί σε πολιτικό εργαλείο αντί για κοινό αγαθό.

Το είδαμε στα lockdown και στη διαχείριση της πανδημίας, το είδαμε στην κατάχρηση της επίκλησης «των ειδικών» για αποφάσεις που δεν στηρίζονταν πάντα σε διαφανή δεδομένα, το είδαμε σε όλες τις στιγμές όπου η επιστημονική αυθεντία χρησιμοποιήθηκε για να περιορίσει ολόκληρες κοινωνίες χωρίς τον αναγκαίο δημοκρατικό διάλογο.

Η κατάθεση Plotkin υπενθυμίζει, τελικά, κάτι απλό αλλά ουσιώδες: η επιστήμη δεν είναι αλάθητη ούτε αυτάρκης. Η επιστήμη χρειάζεται θεσμικά αντίβαρα, χρειάζεται κοινωνική διαβούλευση, χρειάζεται την αναγνώριση των ορίων της. Όταν αυτά λείπουν, η κοινωνία δεν αντιδρά επειδή «δεν καταλαβαίνει»· αντιδρά γιατί διαισθάνεται ότι η αλήθεια δεν λέγεται με πληρότητα.

Προς το τέλος της κατάθεσής του, ο Plotkin, στριμωγμένος από τις ερωτήσεις του Siri, έκανε μια μικρή παραδοχή που πέρασε σχεδόν απαρατήρητη. Είπε ότι, ως επιστήμονας, δεν διαθέτει την απόδειξη που θα του επέτρεπε να είναι απόλυτος.

Η φράση αυτή, ειπωμένη ίσως χωρίς ιδιαίτερη σκέψη, αποτελεί την ακριβή διατύπωση της αδυναμίας που η επιστήμη απέφυγε για δεκαετίες να αναγνωρίσει δημοσίως: η αβεβαιότητα δεν είναι αδυναμία, είναι το σημείο εκκίνησης. Και η απόκρυψή της —είτε από αλαζονεία είτε από φόβο είτε από πολιτική σκοπιμότητα— υπονομεύει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο την εμπιστοσύνη των πολιτών.

Το στοίχημα για την επόμενη μέρα δεν είναι να δικαιωθούν οι επικριτές ή να προστατευθούν οι θεσμοί. Είναι να οικοδομηθεί μια σχέση που δεν θα βασίζεται στη σιωπηρή αυθεντία, αλλά στη διαφάνεια, στη συνεχή λογοδοσία και στην παραδοχή ότι η επιστήμη, όπως και η δημοκρατία, λειτουργεί μόνο όταν ο πολίτης αντιμετωπίζεται ως ώριμος συνομιλητής.

Οι κοινωνίες αντέχουν την αλήθεια· αυτό που δεν αντέχουν είναι η περιφρόνηση. Και η κατάθεση Plotkin —ίσως χωρίς να το επιδιώκει— έκανε απολύτως σαφές πόσο επιτακτική έχει γίνει αυτή η αλλαγή.

της Maryanne Demasi

Ετικέτες: