Σήμερα Γιορτάζουν:

ΜΕΛΑΝΗ

8 Δεκεμβρίου 2025

Κτηνοτροφική κρίση: 17 μήνες χωρίς αποζημίωση μετά τη θανάτωση κοπαδιού

Κτηνοτροφική κρίση: Ο Σταύρος Λαζαρίδης, κτηνοτρόφος στον Έβρο, βρίσκεται επί 17 μήνες χωρίς εισόδημα μετά την υποχρεωτική θανάτωση των 320 ζώων του λόγω της εμφάνισης της ευλογιάς των προβάτων το 2024. Η περίπτωση αυτή αναδεικνύει τις μεγάλες δυσκολίες που αντιμετωπίζει συνολικά ο κλάδος της κτηνοτροφίας μετά την επιδημία, καθώς και τις σημαντικές καθυστερήσεις στο σύστημα καταβολής αποζημιώσεων. Ενάμιση έτος μετά, ο συγκεκριμένος παραγωγός — όπως και αρκετοί άλλοι — δεν έχει λάβει ακόμη καμία οικονομική ενίσχυση.

Η επιδημία ευλογιάς των αιγοπροβάτων ξεκίνησε τον Αύγουστο του 2024 και εξελίχθηκε σε μία από τις μεγαλύτερες υγειονομικές κρίσεις στην ελληνική κτηνοτροφία. Μέχρι τα τέλη Νοεμβρίου 2025 είχαν καταγραφεί επίσημα 1.834 επιβεβαιωμένα κρούσματα σε 2.270 εκτροφές σε όλη τη χώρα, που οδήγησαν στη θανάτωση περίπου 433.229 ζώων. Η στρατηγική αντιμετώπισης της νόσου βασίστηκε στην προληπτική θανάτωση ολόκληρων κοπαδιών μόλις εντοπιζόταν κρούσμα. Το μέτρο αυτό απέτρεψε περαιτέρω διασπορά της νόσου, όμως είχε σοβαρότατες συνέπειες για τους παραγωγούς, που έχασαν όλα τα ζώα τους μέσα σε λίγες ημέρες.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η Εθνική Επιστημονική Επιτροπή Διαχείρισης και Ελέγχου της Ευλογιάς συγκροτήθηκε μόλις τον Οκτώβριο του 2024 — αρκετούς μήνες μετά τα πρώτα κρούσματα. Επίσης, οι απαραίτητες ζώνες καραντίνας στις αρχικές περιοχές εντοπισμού της νόσου καθιερώθηκαν με σχετική καθυστέρηση, γεγονός που ενδεχομένως δυσχέρανε τον έγκαιρο περιορισμό της εξάπλωσης.

Ο Σταύρος Λαζαρίδης, όπως και δεκάδες άλλοι κτηνοτρόφοι στον Έβρο και σε άλλες περιοχές, είδε το κοπάδι του να θανατώνεται το 2024. Ωστόσο, μέχρι τα τέλη Νοεμβρίου 2025 δεν είχε λάβει καμία αποζημίωση για την τεράστια αυτή απώλεια. Αντίστοιχες μαρτυρίες υπάρχουν από παραγωγούς διαφόρων περιοχών — ενδεικτικά αναφέρεται ότι ακόμη και 75χρονος κτηνοτρόφος στον Έβρο παραμένει απλήρωτος για το χαμένο ζωικό κεφάλαιο του.

Οι επαγγελματίες του κλάδου υπογραμμίζουν πως μένοντας χωρίς εισόδημα για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα και παράλληλα με την εκτόξευση του κόστους παραγωγής, η βιωσιμότητα των εκμεταλλεύσεών τους τίθεται εν αμφιβόλω. Παραγωγοί από τη Λάρισα και τα Τρίκαλα έχουν περιγράψει οικονομικά αδιέξοδα, τονίζοντας ότι η απώλεια των κοπαδιών αντιστοιχεί όχι μόνο σε απώλεια εισοδήματος, αλλά και σε εξανέμιση μιας επένδυσης πολλών ετών για τη βελτίωση και διατήρηση του ζωικού τους κεφαλαίου.

Το αρχικό πλαίσιο αποζημιώσεων προέβλεπε την κάλυψη της αξίας των θανατωμένων ζώων έως 250 ευρώ ανά κεφάλι — ποσό που θεωρείται το υψηλότερο στην ΕΕ. Παρόλα αυτά, η διαδικασία των πληρωμών παρουσίασε μεγάλα κωλύματα. Μέχρι τα τέλη Νοεμβρίου 2025 η κυβέρνηση ανακοίνωσε νέο έκτακτο πακέτο στήριξης ύψους 56 εκατ. ευρώ για τους πληγέντες κτηνοτρόφους. Από αυτά, τα 28,5 εκατ. ευρώ αφορούν αποζημίωση απώλειας εισοδήματος για όσους έχασαν ζώα, ενώ τα υπόλοιπα 27,5 εκατ. ευρώ προορίζονται για την κάλυψη του αυξημένου κόστους των ζωοτροφών που χρειάστηκε να δαπανήσουν οι κτηνοτρόφοι (π.χ. κατά την περίοδο καραντίνας των κοπαδιών).

Με βάση αυτό το νέο πλαίσιο, οι αποζημιώσεις απώλειας εισοδήματος ορίστηκαν στα 70 ευρώ ανά θανατωμένο πρόβατο ή αίγα ηλικίας άνω των 6 μηνών και 35 ευρώ για κάθε μικρότερο ζώο (αμνάδια, ερίφια κλπ). Η μέση αποζημίωση ανά παραγωγό υπολογίζεται ότι θα κυμανθεί περίπου στα 13.000 ευρώ, ανάλογα με το μέγεθος του κοπαδιού που χάθηκε.

Ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης, Κώστας Τσιάρας, ανέφερε ότι οι έως τώρα καθυστερήσεις συνδέθηκαν με παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής: δύο επιστολές της Επιτροπής ξεκαθάρισαν πως χωρίς την επιβολή αυστηρών ελέγχων πριν από κάθε πληρωμή, υπήρχε κίνδυνος διακοπής της ροής των ευρωπαϊκών πόρων προς τη χώραr. Αυτοί οι πρόσθετοι έλεγχοι (που αφορούν την επιλεξιμότητα κάθε δικαιούχου και τον αποκλεισμό περιπτώσεων μη συμμόρφωσης) επέτειναν τις καθυστερήσεις στην καταβολή των αποζημιώσεων.

Ζητήματα στρατηγικής και πρόληψης

Η εξέλιξη της κρίσης εγείρει σοβαρά ερωτήματα για τη στρατηγική και τα μέτρα πρόληψης που ακολουθήθηκαν. Πολλοί ειδικοί σημειώνουν ότι υπήρχαν περιθώρια πιο ενεργητικής διαχείρισης πριν η νόσος λάβει ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Για παράδειγμα, ήδη από την άνοιξη του 2025, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε απευθύνει συστάσεις στην Ελλάδα να εξετάσει το ενδεχόμενο στοχευμένου εμβολιασμού των κοπαδιών σε ζώνες υψηλού κινδύνου. Εσωτερικά έγγραφα μάλιστα αποκαλύπτουν ότι μήνες πριν την έναρξη των μαζικών θανατώσεων, η Κομισιόν παρότρυνε την Ελλάδα να προχωρήσει σε εμβολιασμό, προσφέροντας δωρεάν δόσεις εμβολίου, επιστημονική υποστήριξη και συγχρηματοδότηση μέσω της ευρωπαϊκής τράπεζας εμβολίων.

Η ελληνική κυβέρνηση, ωστόσο, δεν ανταποκρίθηκε σε αυτή την πρόσκληση. Επέλεξε ως μοναδικό μέσο διαχείρισης την πολιτική των μαζικών θανατώσεων, επικαλούμενη τον κίνδυνο μήπως ένας εμβολιασμός χαρακτηρίσει τη χώρα ως «ενδημική περιοχή», δημιουργώντας εμπόδια στις εξαγωγές ζωικών προϊόντων. Αυτό συνέβη παρά το γεγονός ότι υπήρχε διαθέσιμο και εγκεκριμένο εμβόλιο κατά της ευλογιάς: όπως αποκάλυψε ο περιφερειάρχης Θεσσαλίας Δημήτρης Κουρέτας, στο Βέλγιο εντοπίστηκε νόμιμο εμβόλιο για την ευλογιά των προβάτων, όμως το ελληνικό ΥΠΑΑΤ ουδέποτε υπέβαλε αίτημα για να το προμηθευτεί. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, μάλιστα, δήλωσε επίσημα ότι διέθετε περισσότερες από 300.000 δόσεις στις αποθήκες της και ήταν έτοιμη να αποστείλει 500.000 δόσεις δωρεάν στην Ελλάδα μέσω της ευρωπαϊκής τράπεζας εμβολίων. Παρ’ όλα αυτά, η χώρα μας αρνήθηκε κατηγορηματικά να ενεργοποιήσει αυτόν τον μηχανισμό.

Η επιλογή αυτή έχει τεθεί υπό αμφισβήτηση από πολλούς. Εκπρόσωποι της τοπικής αυτοδιοίκησης (π.χ. ο περιφερειάρχης Θεσσαλίας) και κτηνιατρικοί φορείς υποστήριξαν πως ο στοχευμένος εμβολιασμός σε ζώνες υψηλού κινδύνου θα μπορούσε να περιορίσει την εξάπλωση της νόσου χωρίς να χρειαστεί η εξολόθρευση ολόκληρων κοπαδιών. Μάλιστα, υπενθυμίζεται ότι αντίστοιχος εμβολιασμός είχε εφαρμοστεί με επιτυχία στην Ελλάδα κατά τη δεκαετία του 1980, όταν είχε εμφανιστεί ξανά η ευλογιά. Η Ελλάδα, ωστόσο, επέμεινε ότι «η αξιοπιστία του εμβολίου δεν μπορεί να τεκμηριωθεί επιστημονικά», αποδίδοντας την εξάπλωση της νόσου κυρίως σε ελλιπή τήρηση των μέτρων βιοασφάλειας από τους κτηνοτρόφους.

Σήμερα, ενάμιση χρόνο μετά το ξέσπασμα της κρίσης, γίνεται σαφές ότι απαιτείται ένας αποτελεσματικότερος μηχανισμός πρόληψης και διαχείρισης των νόσων των ζώων. Η περίπτωση του Σταύρου Λαζαρίδη, που παραμένει χωρίς αποζημίωση επί 17 μήνες, αντικατοπτρίζει τον αργό ρυθμό αντίδρασης του κρατικού μηχανισμού. Παρόλο που η κυβέρνηση προχώρησε —  καθυστερημένα — σε ένα νέο πακέτο οικονομικής στήριξης, πολλοί κτηνοτρόφοι εξακολουθούν να αναμένουν τις πληρωμές τους. Η κατάσταση αυτή αναδεικνύει επιτακτικά την ανάγκη για ένα πιο ευέλικτο και διαφανές σύστημα αποζημιώσεων στον αγροτικό τομέα, καθώς και για μια εθνική στρατηγική θωράκισης της κτηνοτροφίας: από την εγκαθίδρυση αξιόπιστων προληπτικών μέτρων (π.χ. εμβολιαστικών προγραμμάτων όπου ενδείκνυται) μέχρι την άμεση στήριξη των παραγωγών όταν πλήττονται από έκτακτες κρίσεις.

Κίνδυνος για την παραγωγή φέτας

Η ευλογιά των αιγοπροβάτων δεν επηρεάζει μόνο τους κτηνοτρόφους, αλλά ενδέχεται να έχει ευρύτερες επιπτώσεις σε ένα από τα πιο εμβληματικά ελληνικά προϊόντα: τη φέτα. Η φέτα ΠΟΠ παράγεται κατά κύριο λόγο από πρόβειο γάλα (ή μίγμα με μικρή ποσότητα γίδινου), επομένως η δραστική μείωση του ζωικού κεφαλαίου απειλεί να μειώσει ισόποσα και την πρώτη ύλη για την τυροκόμηση. Σημειώνεται ότι το 2024 η φέτα σημείωσε ρεκόρ εξαγωγών — περίπου 97.000 τόνοι προϊόντος εξήχθησαν, αξίας 785 εκατ. ευρώ. Πρόκειται για έναν από τους πιο δυναμικούς κλάδους των ελληνικών τροφίμων, με τεράστια σημασία για το εμπορικό ισοζύγιο.

Αν η κρίση στη ζωική παραγωγή συνεχιστεί, εκτιμάται ότι η παραγωγή πρόβειου γάλακτος (και συνεπώς φέτας) μπορεί να μειωθεί σημαντικά. Κάποιοι ειδικοί μιλούν ακόμη και για ενδεχόμενη μείωση έως 50.000 τόνων στην παραγωγή φέτας ετησίως, σε περίπτωση που δεν ανακοπεί σύντομα η συρρίκνωση των κοπαδιών. Μια τέτοια ποσότητα αντιστοιχεί σχεδόν στο σύνολο των ετήσιων εξαγωγών φέτας — γεγονός που θα μπορούσε να πλήξει σοβαρά την ελληνική παρουσία στις διεθνείς αγορές και να δημιουργήσει κενά στην τροφοδοσία. Ήδη έχουν παρατηρηθεί τάσεις ανόδου στις τιμές του πρόβειου γάλακτος και, κατ’ επέκταση, αυξήσεις στην τιμή της φέτας στο ράφι, καθώς οι γαλακτοβιομηχανίες ανταγωνίζονται για την περιορισμένη προσφορά πρώτης ύλης.